Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Καθώς οι αλλεπάλληλοι σπασμοί της καπιταλιστικής κρίσης βυθίζουν μεγάλα τμήματα των εργαζομένων και του λαού στη φτώχεια και στην ακραία ένδεια, η πολιτική του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος αποδεικνύεται εξαιρετικά φτωχή και περιορισμένη για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης. Στην πραγματικότητα, επιχειρεί να στηρίξει στοιχειωδώς τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα.
Μετά τη διεθνή κρίση του 2008, ιδίως σε κοινωνίες όπως η ελληνική, με διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα, όπως η αποβιομηχάνιση, η υπερενίσχυση του τριτογενούς τομέα –και ιδίως του ευαίσθητου σε κρίσεις τουρισμού– και η ανταγωνιστική αποδυνάμωση μετά την ένταξη στην ΕΕ, επήλθε η συρρίκνωση ενός ούτως ή άλλως ισχνού κράτους πρόνοιας. Η επιβολή εκτεταμένης λιτότητας που μείωσε κατά 25% το ΑΕΠ και η εκτίναξη του δημόσιου χρέους σε δυσθεώρητα ύψη, οδήγησε στη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και στον υπεραυταρχισμό ενός κράτους έκτακτης ανάγκης. Η έκρηξη της υγειονομικής και αναπόφευκτα και οικονομικής κρίσης του κορονοϊού στα αποκαΐδια της προηγηθείσας μακρόχρονης κρίσης απειλεί με πρωτοφανή οικονομική και κοινωνική συντριβή τα λαϊκά στρώματα.
Η προβλεπόμενη, κατά υπολογισμούς Στουρνάρα, ύφεση 9,4% και ανεργία 24,3% και η κάθετη πτώση των εσόδων του τουρισμού συνδέεται με την προληπτική αποτροπή των κινηματικών εκρήξεων. Καταδεικνύεται από το νομοσχέδιο κατά των διαδηλώσεων, αλλά και την κτηνώδη βία της κυβέρνησης στη μεγαλειώδη διαδήλωση της Πέμπτης 9/7/2020.
Σε αυτές τις συνθήκες και στην προϊούσα και απεριόριστη όξυνσή τους, η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση της κοινωνικής πολιτικής επιβεβαιώνεται και εντείνεται. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, που χαρακτηριστικά εκφράστηκε από τη σχολή του Σικάγου, η κρατική παρέμβαση και οι αναδιανεμητικές πολιτικές θα πρέπει να έχουν περιορισμένη έκταση. Να απευθύνονται ιδίως προς εκείνους που τελούν σε καθεστώς ακραίας ένδειας, να έχουν περιορισμένη διάρκεια, να μην συνοδεύουν το άτομο από τη γέννηση ως τον θάνατο, να μην καθιστούν την αμειβόμενη δια βίου ανεργία προτιμότερη από την εργασία.
Ακραία φτώχεια και ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα
Κατά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, η προνοιακή πολιτική δεν πρέπει να στοχεύει στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης για το χρονικό διάστημα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, που κάποιος τη χρειάζεται, αλλά να εξασφαλίζει ένα δίκτυο στοιχειώδους προνοιακής προστασίας για τους παντελώς άπορους. Αυτή η πολιτική υλοποιείται με την παροχή επιδομάτων (επιδοματική προνοιακή πολιτική) σε επίπεδο στοιχειώδους επιβίωσης. Η καθιερωμένη ορολογία για αυτήν την πολιτική, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (ΕΕΕ), αντανακλά πιστά και την ουσία της.
Στα καθ’ ημάς, η Νέα Δημοκρατία εγκαινίασε αυτήν την πολιτική στη χώρα μας και διατήρησε αυτήν την ονομασία. Στον ρεφορμιστικό νεοφιλελευθερισμό του ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε μία νομιναλιστική αντίληψη. Βάφτισε το κρέας ψάρι. Ονόμασε το επίδομα εσχάτης φτώχειας επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης για να δημιουργήσει αυταπάτες για τον πραγματικό χαρακτήρα του.
Αυτή η ακραία ανισότητα προβλήθηκε έντονα προς το τέλος της κεϋνσιανής διαχείρισης, όταν για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων προβαλλόταν ως βασικό όπλο η εκλογίκευση, η ριζική περικοπή των κοινωνικών δαπανών, ώστε να μην υπερφορτώνεται ο προϋπολογισμός με δαπάνες και δάνεια, που υπερέβαιναν τον παραγόμενο πλούτο. Το σύνθημα «πλουτίστε» ηθικοποιήθηκε και από τους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού με το επιχείρημα ότι τα κολοσσιαία εισοδήματα του 1% του πληθυσμού δεν αποτελούν πρόβλημα, αφού αποτελούν δίκαιη αμοιβή για όσους δημιουργούν αξία όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά κυρίως για την κοινωνία.
Το κίνητρο του κέρδους για τους καινοτόμους και πρωτοποριακούς επιχειρηματίες είναι κοινωνικά αναγκαίο, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, αφού προάγει οικονομικά και κοινωνικά την πληθυσμιακή μάζα και ιδιαίτερα το βιοτικό επίπεδο όσων βρίσκονται σε δυσμενέστερη οικονομική θέση.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη ότι μία άκρατη προνοιακή πολιτική εμποδίζει τον επιχειρηματία να παράγει τον αναγκαίο για την κοινωνία πλούτο, βρήκε πιο φυσική εφαρμογή στη δομική κρίση του 2008, όταν η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου αντιρροπήθηκε από τη μείωση της εργατικής αμοιβής, την αύξηση υπεραξίας και τη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών.
Το πρόβλημα με τη νεοφιλελεύθερη προνοιακή πολιτική του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος είναι ότι, ενώ από τους θεωρητικούς επινοητές του, είχε σχεδιαστεί για ένα μικρό μάλλον τμήμα του πληθυσμού, στην κρίση του 2008 και πολύ περισσότερο στη διάδοχη κρίση του κορονοϊού, η επέκταση της φτώχειας αντικειμενικά απαιτούσε αύξηση του ύψους και επέκταση της παροχής επιδόματος σε πλατιές κοινωνικές μάζες. Αυτή η ανάγκη βέβαια δεν ικανοποιήθηκε, αφού και μέσα στην κρίση στόχος του μεγάλου κεφαλαίου είναι να ισχυροποιείται από την καταστροφή των πιο αδύναμων κεφαλαίων, από την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και την ασφυκτική συμπίεση των κοινωνικών δαπανών. Από την κρίση και την απροθυμία του συστήματος να εξασφαλίσει επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για τις τεράστιες μάζες των βαριά πληττόμενων από την κρίση δημιουργήθηκαν πυρήνες πολλαπλής φτώχειας: Οι μακροχρόνια άνεργοι, ιδίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Παρόμοια, οι πάγια υποαπασχολούμενοι, οι ελαστικά εργαζόμενοι, το part-time, η εναλλασσόμενη ολιγόμηνη απασχόληση σε προγράμματα δημοσίου, η ομαδική εργασία (που εξωραΐζεται ως δημιουργικότητα), οι εργολαβικά εργαζόμενοι, οι εποχικά εργαζόμενοι, η άτυπη (μαύρη) αναγκαστικά για τον εργαζόμενο απασχόληση, η σε ευρεία κλίμακα μετανάστευση, τα πολυπληθή καταστρεφόμενα, χαρακτηριστικά στη χώρα μας, μεσαία στρώματα, η αυξανόμενη με πρόσχημα τον κορονοϊό τηλεργασία, που η παγκόσμια πείρα έχει αποδείξει ότι αυξάνει την εκμετάλλευση και την οικονομική υποβάθμιση των εργαζομένων, ενώ εντείνει και τον εργοδοτικό αυταρχισμό.
Έτσι, διογκώνονται τα υπάρχοντα κοινωνικά υποκείμενα, αλλά κυρίως δημιουργούνται νέα ιδιόμορφα, ετερογενή ως προς την κοινωνική τους προέλευση, την εργασιακή δραστηριότητα και τις συνθήκες εργασίας. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία εντάσσονται στην εργατική τάξη, η οποία διογκώνεται ποσοτικά, αλλά εντείνεται ο κατακερματισμός της και η σχετική αυτοτέλεια και διαφοροποίηση των επιμέρους τμημάτων της.
Από την κρίση και την απροθυμία του
συστήματος να εξασφαλίσει αξιοπρεπή
διαβίωση για τους βαριά πληττόμενους
δημιουργήθηκαν πυρήνες πολλαπλής φτώχειας
Η απουσία κοινωνικής μέριμνας για τα εισοδήματα και τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα από τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση όλων των μορφών, καθιστά αυτά τα στρώματα εκρηκτική ύλη στα θεμέλια του συστήματος, ενώ αντικειμενικά διευρύνει και τη δυνατότητα ανάπτυξης ριζοσπαστικών κινηματικών και πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, λόγω της σχετικά πρόσφατης ένταξης πολλών νέων εργαζόμενων στην εργατική τάξη, αυτοί διέπονται από αυταπάτες επανόδου στην πρότερη κοινωνική θέση, είναι ευάλωτοι στη δημαγωγία της υποσχεσιολογίας και των εύκολων λύσεων των αστικών δυνάμεων, διακατέχονται από αισθήματα απογοήτευσης, παθητικοποίησης, δυσπιστίας στην πολιτική, εξού και η αυξημένη εκλογική αποχή τους. Αυτή η στάση τους οφείλεται και στην αδυναμία των ριζοσπαστικών δυνάμεων να διεισδύσουν αποφασιστικά στη συνείδησή τους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η ανθρωπότητα άγεται και φέρεται από ένα κύμα εναλλαγής κρίσεων με ασθενικές ανακάμψεις, ύφεση, στασιμότητα. Με το ιδιότυπο αυτό οικονομικό πρόβλημα συνδέονται και αλληλεπιδρούν και άλλες κρίσεις. Απεργία και υποαπασχόληση, περιβαλλοντική καταστροφή, μεταναστευτικά κύματα, πόλεμοι, υγειονομικές κρίσεις κά.
Τα προβλήματα αυτά είναι γέννημα με τον ένα ή άλλο τρόπο του καπιταλισμού· ο γεννήτοράς τους αδυνατεί να τα λύσει. Ακόμα και τα ισχυρότερα κράτη αδυνατούν να τα λύσουν στην επικράτεια τους, αλλά αδυνατούν και να συνεργαστούν, για να αρχίσουν τουλάχιστον να τα λύνουν σε παγκόσμιο επίπεδο. Όχι μόνο δεν τα λύνουν, αλλά ούτε αμβλύνουν τις επιπτώσεις τους έστω στα εκατομμύρια ανθρώπων που πλήττονται, αφού το κοινωνικό κράτος, η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός έχουν σε αυτά τα καθεστώτα κατακρημνισθεί.
Σε αυτό το τοπίο η ανασφάλεια και η βαρβαρότητα επικρατούν. Η καπιταλιστική κοινωνία δεν αντιμετωπίζει κρίσεις, μετά την παρέλευση των οποίων, η κοινωνία σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εισερχόταν σε περίοδο ανάκαμψης και ευημερίας. Σήμερα, η κρίση είναι χρόνια και τα προβλήματα διατηρούνται (800.000 μακροχρόνια άνεργοι στη χώρα μας), νέα προβλήματα προκύπτουν απρόβλεπτα στη συγκεκριμένη κάθε φορά μορφή τους. Εμφανίζονται εκρηκτικές υγειονομικές κρίσεις, αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών που οι ισχυρές χώρες αρνούνται να τους δεχτούν ή να βοηθήσουν τη χώρα τους ν’ αναπτυχθεί, με αποτέλεσμα να συρρέουν σε χώρες χωρίς τις απαιτούμενες υποδομές, όπως η Τουρκία και η Ελλάδα.
«Κοινωνικές ασπιρίνες» για τον κορονοϊό
▸ Ανεπαρκέστατη η κυβερνητική υποστήριξη στους πληττόμενους
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό να αμβλύνει σε κάπως ανεκτό βαθμό τα προβλήματα, επιβεβαιώνεται με οδυνηρό τρόπο στην ελληνική κοινωνία. Η παγκόσμια νεοφιλελεύθερη πατέντα του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ) αποδεικνύεται δραματικά ανεπαρκής στη χώρα μας. Και οι δύο βασικοί διαχειριστές του συστήματος στη χώρα, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, υιοθέτησαν αυτήν την πρακτική. Κατηγορούν ο ένας τον άλλον ότι παρέχει ψιχία στον λαό, αμφότεροι όμως, με τις όποιες αποκλίσεις, το ελάχιστο πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας (ΕΕΕ) υιοθετούν και εφαρμόζουν.
Το έκτακτο εισόδημα πού επαγγέλλονται και τα δύο κόμματα για την κάλυψη από τον κορονοϊό είναι επιεικώς απαράδεκτο. Ισχυρές ομάδες αναξιοπαθούντων είναι εκτός του προγράμματος, όπως οι μακροχρόνια άνεργοι, με κυνικές αιτιολογίες, ότι δήθεν εργάζονται, οι εποχικά εργαζόμενοι, οι εργολαβικά εργαζόμενοι, οι εργάτες γης, η μαύρη εργασία που ποτέ δεν εντοπίζεται, οι αυτοαπασχολούμενοι, τα αναξιοπαθούντα νοικοκυριά που δεν περιλαμβάνονται στις επιδοτούμενες κατηγορίες. Τα ποσά της ενίσχυσης, σύμφωνα με την πάγια λογική της νεοφιλελεύθερης επιδότησης, είναι καθηλωμένα σε κατώτερο επίπεδο. Επιπλέον, η διάρκειά τους είναι ολιγόμηνη. Άγνωστο είναι πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες των μη εχόντων, εάν, όπως προβλέπεται, η κρίση συνεχιστεί και κλιμακωθεί. Η μυθολογία της κυβέρνησης της ΝΔ για γενναία επιδότηση των εργαζομένων αποδεικνύεται άνθρακες.
Επί παραδείγματι, με το πρόγραμμα «Συν-εργασία» προβλεπόταν ότι το δημόσιο θα καλύπτει το 60% του πραγματικού μισθού των εργαζομένων για το διάστημα που δεν εργάζονται σε μία επιχείρηση και επίσης το 60% των εργοδοτικών εισφορών για την ίδια περίοδο. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που πληρούσαν τους όρους ένταξης σε αυτό το πρόγραμμα, προτίμησαν την εκ περιτροπής εργασία και τις απολύσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί, βέβαια, οξεία κριτική στη φιλοεργοδοτική πολιτική της κυβέρνησης, όχι όμως στην κατεύθυνση μιας κεϊνσιανής αντίληψης, αλλά στη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση ενός πιο προστατευτικού, υποτίθεται ΕΕΕ. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, με τη συρροή των κρίσεων που τον μαστίζουν παρά την πρωτοφανή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αποδεικνύεται ανίκανος να λύσει τα οικονομικά κοινωνικά προβλήματα και να εξασφαλίσει ασφαλή και αξιοπρεπή διαβίωση στην τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων.
Αποφασιστικοί αγώνες και επαναστατική ανατροπή
Είναι εμπειρικά και λογικά προφανές ότι τα πολλαπλά και οξύτατα σύγχρονα προβλήματα μόνο μια κοινωνία σοσιαλιστικήκομμουνιστική, διαμετρικά αντίθετη με την καπιταλιστική, δύναται να τα λύσει, αφού θέτει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο των αξιών και όχι τα κέρδη μιας χούφτας καπιταλιστών. Αυτή η κοινωνία δεν θα προέλθει βέβαια από μία εξελικτική πορεία, αλλά από την επαναστατική ρήξη.
Όλες οι πληττόμενες κοινωνικές κατηγορίες, παλιές και νέες, πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι είναι ουτοπία να προσδοκούν καλύτερες μέρες σ’ αυτό το σύστημα. Το ανορθολογικό καπιταλιστικό σύστημα, όσο αναπτύσσεται, οξύνει τα προβλήματά του, δεν βελτιώνεται σταδιακά και σωρευτικά, όπως υποστηρίζουν αστοί και ρεφορμιστές ιδεολόγοι και πολιτικοί. Ακόμη και όταν αποσπώνται ορισμένες επιμέρους βελτιώσεις, όπως διδάσκει η ιστορία, δεν καθίστανται μόνιμο κτήμα για τους πολίτες, αλλά κατά κανόνα οι περισσότερες, σε μιαν επόμενη στροφή, ανακαλούνται.
Εργαζόμενοι, άνεργοι και όλες οι πληττόμενες κοινωνικές ομάδες με την πάλη τους εξασφαλίζουν νίκες και κατακτήσεις, που πρέπει όμως να τις υπερασπίζουν και να τις διευρύνουν. Η αντικαπιταλιστική επαναστατική πρόταση έχει πρόγραμμα επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων σε όλους τους βασικούς τομείς. Τα προβλήματα όμως δεν θα λυθούν από το πρόγραμμα μιας κυβέρνησης. Θα λύνονται με ανυπότακτη ταξική πάλη.
Οι κινηματικές δυνάμεις θα συνειδητοποιούν με τις νίκες, αλλά και τις ήττες τους, ότι με την ταξική πάλη θα εξασφαλίζονται νίκες και κατακτήσεις, που θα εδραιωθούν και θα ολοκληρωθούν όμως με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όπου θα χτιστεί μία κοινωνία σταθερά και καθολικά ευημερούσα, δίκαιη, αυτοδιοικούμενη, ανώτερα ουμανιστική.