των Χρήστου Αβραμίδη, Μαρία Γραμμένου, Ειρήνη Γεωργάκη-Κόλλια, Θοδωρή Πελεκανίδη
Μια μικρή δικαίωση – μια ιστορία 80 χρόνων
H προσωπική ιστορία του συντρόφου Μόρφη Στεφούδη που κοντεύει 80 χρονών διαπλέκεται με την ιστορία του ελληνικού λαού στην πάλη του για τη λευτεριά. Πάντα πρωτοπόρος και μετρημένος, με συνείδηση και πείσμα, με την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής να τον οδηγεί από μικρό παιδί μέχρι σήμερα. Ο αγαπημένος μας σύντροφος είναι έως και σήμερα στους δρόμους, μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, όπως ο ίδιος μας λέει, «δεν πουλιέμαι στην κυβερνώσα Αριστερά, δεν έχω να πω τίποτα με την Αριστερά του σεχταρισμού. Είμαι κοντά σας γιατί θεωρώ ότι είστε συνέχειά μας, συνέχεια της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα».
Όταν μάς περιγράφει τους αγώνες των μαύρων χρόνων της βίας και της τρομοκρατίας, μάς εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια τα ανθρωποκυνηγητά στους δρόμους της πόλης, μας δείχνει πού έγινε τι, πού ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ, τα παράνομα τυπογραφεία, οι καβάντζες, τα κρατητήρια, ώστε πια βλέπουμε τη Θεσσαλονίκη με άλλο μάτι και ακούμε τα ποδοβολητά των αγωνιστών όσο κι αν η ίδια η πόλη κρύβει την ιστορία της. Δεν κουράζεται ποτέ να μας πει τις ιστορίες του, όπως αυτήν τη μέρα της δολοφονίας του Λαμπράκη ή αυτήν που δημοσιεύεται σήμερα. Πάντα, όταν διηγείται, μας μιλάει με ονοματεπώνυμα. Θυμάται ονόματα, χαρακτηριστικά και προσωπικότητες, διαβάζει την ιστορία σε…μικρά ονόματα.
Από οικογένεια ανταρτών και κυνηγημένων, βρέθηκε 10 χρονών προστάτης της μικρής του αδερφής, αφού η μάνα ήταν στο βουνό κι ο πατέρας φυλακή. Πέρασε χρόνια στα κρατητήρια της Ασφάλειας, στην εξορία, στην παρανομία, στην απεργία, στους δρόμους και στις πορείες, στην προπαγάνδα. Σε μια τέτοια αποστολή για μοίρασμα προκηρύξεων σκότωσαν δίπλα του το σύντροφό του Στέφανο Βελδεμίρη. Ο Μόρφης δεν τα είχε ποτέ καλά με τη μακρινή καθοδήγηση, πάντα όμως ακολουθούσε πιστά την κομματική εντολή. Το αίσθημα δικαίου και η έγνοιά του για τον άνθρωπο έπλασαν έναν κομμουνιστή που έχει μέχρι σήμερα το… όπλο παρά πόδα.
Το σημερινό δημοσίευμα για τον Μόρφη είναι μια μικρή δικαίωση για μια ιστορία που δεν μαθεύτηκε ποτέ, μία από τις πολλές ιστορίες ανταρτών που δολοφονήθηκαν και δεν έμαθε ποτέ κανείς τίποτα. Γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν νωρίς και γι’ αυτούς που έζησαν χωρίς να χαμογελάσουν ποτέ στους πλούσιους και την εξουσία τους. Είναι τιμή μας να έχουμε κοντά μας αυτόν τον άνθρωπο και όταν μας μιλά νιώθουμε ολοένα και βαρύτερο το χρέος μας να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο ώστε να γίνει και τούτο τον αιώνα «να γυρίσει καπάκι η ζωή»
Οδοιπορικό μνήμης – φόρος τιμής στους αντάρτες του ΔΣΕ
Συμπληρώνονται 67 χρόνια φέτος από τη σφαγή 19 νεαρών κομμουνιστριών και ενός ακόμα κομμουνιστή, από τη συμμαχία κρατικών, παρακρατικών και δυτικών δυνάμεων στα όρη του Νομού Σερρών. Οι φονευθέντες τίμησαν τη ζωή τους συμμετέχοντας στην πάλη του λαού ενάντια στην Κατοχή και τους συνεργάτες της μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στη συνέχεια.
Έτσι, το Σάββατο 28 Ιούνη Επιτροπή Αγωνιστών και Οργανώσεων της Αριστεράς ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του μέλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Θεσσαλονίκης και αγωνιστή της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος Μόρφη Στεφούδη.
Δεκάδες άνθρωποι ταξίδεψαν σε αυτό το οδοιπορικό μνήμης στο χώρο του μαρτυρίου. Ανάμεσα στις δολοφονημένες ήταν και η μητέρα του Μόρφη «Ηλέκτρα». Έπειτα από ώρες ταξιδιού και ανάβασης, η αποστολή έφτασε στο σημείο της δολοφονίας. Εκεί αναρτήθηκε ένα πανό μνήμης και ο Μόρφης Στεφούδης πήρε το λόγο και συγκλόνισε με την ομιλία του. Στη συνέχεια η αποστολή γλέντησε με αντάρτικα στα μέρη όπου γιόρταζαν οι ίδιοι οι αντάρτες μετά τις νίκες επί των κατακτητών…
Αξίζει να μεταφέρουμε τα λόγια του Μόρφη.
«Δεν εύχομαι ούτε σε άνθρωπο ή σκυλί να νιώσει και να περάσει αυτό το προσωπικό, ανθρώπινο, παιδικό μαρτύριο. Δέκα χρονών περάσαμε από το χωριό μου, κάναμε μία άλλη διαδρομή με τα πόδια, μέσα σε βράχια, σε πράματα, σε θάματα κι ήρθαμε εδώ. Αυτό το βουνό όλο λέγεται Κερδύλια. Αυτό το βουνό είναι ανταρτομάνα.
Εδώ ήρθαμε σήμερα για να τιμήσουμε, όπως ο καθένας το καταλαβαίνει να τιμήσει, μετά από 67 χρόνια. Λοιπόν, εδώ λίγο δεξιότερα ήτανε το αμπρί και το αρχηγείο αυτού του κομματιού του βουνού του Δημοκρατικού Στρατού. Ήτανε ένα βουναλάκι όπου μέσα είχε μία τρύπα. Μπήκαν οι αντάρτες και την ανοίξανε και αφήσανε τη φυσική ροή των πραγμάτων, δηλαδή μία τρύπα που να ζορίζεται να περάσει ένα ανθρώπινο κορμί. Άμα τραβούσες μερικά βάτα, έρχονταν και γίνονταν αλοιφή. Και κάλυπταν, υπερκάλυπταν, αυτήν την τρύπα. Έτσι, λοιπόν, το 1949, η Δεξιά, οι φασίστες, ο στρατός, οι Αμερικάνοι, τα τέρατα, τα ΜΕΑ, τα σέα, όλοι αυτοί είχαν βάλει στόχο να βρούνε αυτό το αρχηγείο, αυτό το αμπρί. Δεν μπορούσαν να το βρουν γιατί τους γέλαγαν τα βάτα. Ήμασταν στο 1947, φύγαμε από το χωριό μου, όπως πρωτοείπα, ήρθαμε εδώ, η μάνα μου 33 χρονών, η αδερφή μου 16, εγώ 10 και η μικρή μου αδερφή 4.
Από ανταρτάκι κάποια στιγμή με στέλνουν στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη την εποχή ήταν τα τρίμηνα ή τα εξάμηνα. Τι σήμαινε το 1947 τρίμηνο ή εξάμηνο; Σήμαινε ότι σε τρεις μήνες, τέσσερεις ή έξι το πολύ θα πάρουνε την κυβέρνηση. Εγώ γέρασα, εντάξει. Θα ’ρθει.
Την πρώτη βραδιά που φτάσαμε στο βουνό ο καπετάν Βολάνης ονόμασε τη αδερφή μου Δάφνη, τη μάνα μου Ηλέκτρα και τα παιδιά από το χωριό με άλλα ονόματα. Κανείς δεν κυκλοφορούσε με πραγματικό όνομα.
Κάποτε δόθηκαν μάχες: αλλού κερδίζανε, αλλού χάνανε, και τα λοιπά.
Ο υπαρχηγός Κώστας Πλιάκος ζητά από τον Καπετάν Λυκούργο να κάνει ένα σχέδιο πώς θα χτυπήσουνε τον Λαγκαδά, να πάρουν την αστυνομία στα χέρια τους οι αντάρτες, να πάρουν τον γεωργικό συνεταιρισμό, να πάρουν ό,τι σιτηρά ή τρόφιμα είχε, να χτυπήσουν τη ΔΕΗ και την τράπεζα. Την τράπεζα για να πάρουνε τα χρέη των αγροτών, γιατί τότε οι αγρότες μονάχα χρέη είχαν.
Έκανε ο Λυκούργος ένα σχέδιο, μπήκαν μέσα και πραγματικά ήταν εξαιρετικό. Όταν γυρίζουν αρχίζουν να ψάχνουν να βρουν τον υπαρχηγό. Ο Κώστας Πλιάκος για καμία βδομάδα είναι χαμένος. Δεν είναι πουθενά εδώ. Πήγε στη Νιγρίτα στον Εθνικό Στρατό και έκανε συμφωνία: «Θα σας δώσω το αμπρί το αρχηγείο κι εσείς θα μου δώσετε χρήματα και θα με πάρετε μαζί σας να είμαι αρχηγός». Αργότερα, μετά το γεγονός, πηγές υποστηρίζουν ότι έγινε συνταγματάρχης χωροφυλακής και κυνηγούσε τους κομμουνιστές. Στη συνέχεια αποστρατεύτηκε. Καλός άνθρωπος…
Μία ημέρα, λοιπόν, τον Σεπτέμβρη του 1947, γίνεται επίθεση. Μεγάλη δύναμη χωροφυλακής, στρατού ΜΑΥδες και διάφοροι άλλοι κεφαλοκυνηγοί, χτυπάν αυτό το βουνό. Εκείνες τις ημέρες ο Λυκούργος είχε 17 γυναίκες άρρωστες στο λόχο του. Και κάνει μία σκέψη ο άνθρωπος και λέει «Τώρα αυτές τις γυναίκες πού μπορώ εγώ να τις εξασφαλίσω να ζήσουν με όλον τον πανικό αυτόν, που χτυπιέται ο χώρος;» Και έκανε τη φρόνιμη ιδέα να τις βάλει μέσα στο αμπρί, στο αρχηγείο από εκείνη τη θαυμάσια τρύπα που σκεπάζεται με τα κλαδιά, και να πορευτούν, όπως κάνανε κι άλλες φορές. Κι όταν τελειώσει το μακελειό να πάνε να τις πάρουνε. Έλα όμως που ο υπαρχηγός Πλιάκος γι’ αυτήν τη δουλειά πήγε στην Νιγρίτα και αυτά συμφώνησε; Πήγε, σήκωσε τα βάτα και λέει: «Εδώ είναι».
Δεν υπάρχει, παιδιά, τώρα καμία αφήγηση τι ανάγκασε τις 20 γυναίκες και τον ένα άντρα να βγούνε. Μόλις βγήκαν έξω οι γυναίκες, τις περιλάβανε τις γυμνώσαν, κατά την αφήγηση, τους πήραν το κεφάλι, τις άφησαν βορά στα ζωντανά του δάσους και σηκώθηκαν κι έφυγαν. Εδώ, λοιπόν, εφαρμόζεται η λογική των κεφαλοκυνηγών. Τότε κάθε που παίρνανε κεφάλι αντάρτη ή αντάρτισσας η αμοιβή ήταν 3 εγγλέζικες λίρες. Καλά λεφτά. Από την άλλη μεριά ολοκληρώνεται η τρομοκρατία. Αυτά τα κεφάλια τα πήραν, τα κρέμασαν στη Νιγρίτα, τα έβάλαν σε παλούκια. Τα κατέβασαν από τη Νιγρίτα, μετά τα πήγανε στις Σέρρες, στα σκαλιά της Τράπεζας της Ελλάδος. Εκεί είδαν το κεφάλι της μάνας μου.
Ο Άγγελος Μέρκος μαθαίνει το νέο κι έρχεται εδώ. Και ξαφνικά, μόλις ανεβαίνει το ύψωμα, βλέπει ανθρώπινα κορμιά γυμνά. Τι είναι, ξέρω ’γω, και τα λοιπά; Σταματάει, πηγαίνει, βλέπει, και το πρώτο πρόσωπο. Κορμί χωρίς κεφάλι: ήταν η Βασιλική η Μέρκου, 17 χρονών τότε. Με το ψευδώνυμο Λαοκρατία ήταν η αδερφούλα η μικρή.
Ήταν τρία αδέρφια ταυτόχρονα στο Δημοκρατικό Στρατό ο ίδιος ο Άγγελος ο Μέρκος, ο Κρυστάλλης και η Βασιλική ή «Λαοκρατία», Αυτή η κοπελίτσα η πανέμορφη. Κάνει μία βόλτα ο Άγγελος εκεί και είδε ότι στα μπούτια των γυναικών ήταν γραμμένα με μαχαίρι τα ονόματά τους.
Τότε αντιλαμβάνονται ότι τα κορμιά συν τα άλλα ήταν και ναρκοθετημένα, οπότε αν έπαιρνες μία έσκαγε νάρκη. Τελικά όλους αυτούς τους 20 εδώ λίγο παρακάτω τους ενταφιάσανε. Τον Σεπτέμβρη του 1947 στη Θεσσαλονίκη έρχεται ένας σύνδεσμος, αυτός που μας πήρε από το βουνό και μας πήγε στη Θεσσαλονίκη: και από κει που τον βλέπω στο σπίτι των θείων μου, όπου μέναμε, κατάλαβα ότι κάτι γίνεται. Από τότε, λοιπόν, έψαχνα να μάθω. Πέρασαν τα χρόνια, άσπρισα, μεγάλωσα, και ο Νίκος ο Μέρκος, αυτό το παλικάρι που με έφερε δεύτερη φορά εδώ, με ειδοποίησε ότι κάποιος ξέρει την ιστορία και ξέρει πού είναι θαμμένοι. Ήρθαμε, λοιπόν, ύστερα από 3 ή 4 χρόνια.
Είχα φέρει πολλά λουλούδια γιατί μέσα στο μυαλό μου έχω υποσχεθεί και έχω ορκιστεί ότι, αν προλάβω να ζήσω, αλλάξουν τα πράγματα και πάρουμε την εργατική εξουσία, θα φωνάζω για εβδομάδες να κουβαλάμε και να ρίχνουμε σε όλα τα βουνά και τα λαγκάδια λουλούδια, πολλά λουλούδια! Πολλά λουλούδια! Γιατί αυτοί που πεθάνανε δεν είχαν ηλικία. Η ιδέα του κομμουνισμού ήταν ό,τι πιο φρέσκο έχει η ανθρωπότητα, άρα ήταν λουλούδια.
Έφτασε ο άνθρωπος να φύγει από το σπίτι του, από τις κοινωνίες τις μικρές. Να ζήσει σε μία άγρια κατάσταση, να σκοτώνει και να σκοτώνεται για την ανθρώπινη λευτεριά. Και να ζήσει σαν αγρίμι μέσα στις βροχές, στα χιόνια, κατατρεγμένος, κατασυκοφαντημένος, Κάθε νησί είχε μετατραπεί σε τόπο εξορίας και διωγμού, οι φυλακές βρομούσαν από θανατοποινίτες. Όλα τα νησιά ήταν τόπος εξορίας, και φτάσαμε σε πολύ σύντομο διάστημα από νικητές, θριαμβευτές του μεγαλείου αυτού του ελληνικού λαού να ζούμε σαν αγρίμια. Πέρασαν τα χρόνια, εγώ γέρασα και πολλοί μαζί με εμένα.
Όλα αλλάξανε όμως: με πολλή χαρά, όσο θα ’χω δυνάμεις, θα πολεμάω και σας λέω, μικροί και μικρές, κοπέλες, αγόρια και κορίτσια, ότι δεν υπάρχει πιο τίμιο πράγμα στη ζωή κάποτε να βάλεις απέναντι τη ζωή σου, τα χρόνια σου, τα ευχάριστα και τα δυσάρεστά σου, και να πεις:
«Έκανα ό,τι μπορούσα και ό,τι πέρναγε από το χέρι μου». Πόνεσα, πάγωσα, αλλ’ ένα πράγμα δεν έκανα: Δεν πρόδωσα, δεν ρουφιάνεψα, δεν κιότεψα, έμεινα πολλές φορές στη ζωή μου μόνος, μόνος! Δεν μετάνιωσα. Μόνος, περήφανος και ξεκαθαρισμένος τι ήθελα.
Ήθελα να υπάρχει η δυνατότητα να γυρνάμε το βράδυ από τη δουλειά και να υπάρχει ένα πιάτο φαί. Οι νέοι να έχουν τη δυνατότητα να χειρίζονται το μυαλό τους, τη γνώση και τα μηχανήματα, να παλεύουν και να ερωτεύονται. Κι αυτή θα είναι η μεγάλη ικανοποίηση στη ζωή μου. Χθες βράδυ, με τη μάνα μου τη Μαρία ή στο βουνό «Ηλέκτρα», κουβέντιαζα όλη τη νύχτα. Κι εκείνο που της έλεγα είναι: «Να σου πω, εσύ από ψηλά ξέρεις ότι δεν αδίκησα κανένα, ξέρεις ότι δεν ρουφιάνεψα κανένα, ξέρεις ότι δεν έδωσα κανέναν, ούτε και την εποχή που υπήρξαν οι εξορίες. Γέμισε η παρανομία κι εγώ είχα εντολή που δεν μπορώ να σας την πω κι ας πέρασαν τόσα χρόνια. Όφειλα να προστατέψω την εντολή που είχα, να παλέψω γι’ αυτήν. Κι εκείνη την κράτησα.
Η περίοδος της «τρομοκρατίας», όπως ονομάστηκε η περίοδος ακριβώς πριν από το γενικευμένο ξέσπασμα του Εμφυλίου, στην πραγματικότητα διήρκησε μέχρι το 1974, ίσως και περισσότερο… Οι «δημοκρατικές» κυβερνήσεις αλλά και η χούντα φρόντισαν να αξιοποιήσουν πλήρως τις συνθήκες του Εμφυλίου έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα οπλοστάσιο υποταγμένο στις ανάγκες του εκμεταλλευτικού μεγάλου εγχώριου και ξένου κεφαλαίου και ενάντια σε κάθε ελευθερία των πολιτών.
Ο μεγάλος μύθος του κυβερνητικού στρατοπέδου είναι ο «προδοτικός» ρόλος του ΚΚΕ που λάμβανε σημαντική βοήθεια από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες του Βορρά και από την ΕΣΣΔ.
Η συγκεκριμένη μάλιστα κατηγορία εμφανίζεται και ως απόδειξη της πρόθεσης του ΚΚΕ να «προδώσει» τα εθνικά συμφέροντα. Η ειρωνεία βρίσκεται στο ότι όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση δείχνουν να ξεχνούν ότι είναι οι ίδιοι που ηρωοποίησαν τους δωσίλογους αντί να τους τιμωρήσουν – κάτι που συνέβη με τόσο ξεκάθαρο τρόπο μόνο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα δέχτηκαν πολλαπλάσια βοήθεια σε πολεμικό υλικό από τη Μ. Βρετανία και στη συνέχεια από τις ΗΠΑ.
Ένα από τα μεγαλύτερα δείγματα της εθνικής-κοινωνικής προδοσίας που έλαβε χώρα στην Ελλάδα είναι οι εξουσίες οι οποίες παραχωρήθηκαν στα πιόνια της αμερικανικής πολιτικής -σε οικονομικό, πολιτικό, νομικό και στρατιωτικό επίπεδο- προκειμένου η κυβέρνηση και ο στρατός να ζητιανέψουν λίγα ψίχουλα βοήθειας για να νικήσουν, να τιμωρήσουν και να εκδικηθούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Οι αμερικάνικες ναπάλμ που δολοφόνησαν μερικούς από τους πιο εκλεκτούς νέους της χώρας πήγαιναν χέρι χέρι με τα αμερικανικά κεφάλαια που καταδίκασαν πολλούς περισσότερους στον οικονομικό θάνατο για δεκαετίες. Τα «χρέη» εκείνης της διαδικασίας ο ελληνικός λαός τα υφίσταται ακόμη και σήμερα, υπόλογος εν πολλοίς στις «μεγάλες δυνάμεις» στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
H πλευρά που προκάλεσε τον ελληνικό εμφύλιο, η νικήτρια πλευρά, τον είχε κηρύξει άτυπα πολύ προτού ξεκινήσει. Τον κέρδισε με κάθε μέσο και στη συνέχεια υποθήκευσε το μέλλον γενεών. Οι στρατιώτες του Εθνικού Στρατού έβλεπαν καθημερινά στην πράξη ότι όλα όσα ισχυρίζονται οι ανώτεροί τους ήταν βερμπαλισμοί, προκειμένου να καλύψουν την καταστροφή της χώρας, την οποία τόσο προσεκτικά εξασφάλισαν.
Οι αγωνιστές του Δημοκρατικού Στρατού, από την άλλη, πολέμησαν ενάντια στον κόσμο τον παλιό, τον κόσμο όπου οι Ναζί συνεργάζονται με την κυβέρνηση και το στέμμα και όλοι μαζί με τη βρετανική αυτοκρατορία. Εναντιώθηκαν στον καπιταλισμό που σκότωνε εργάτες σε «εργατικά ατυχήματα» και διαδηλώσεις, εκπροσώπησαν τον κόσμο της ισότητας, της ελευθερίας και του διεθνισμού και γι’ αυτό μπορούν ακόμα να διδάσκουν και να εμπνέουν».
Πείνα και εξαθλίωση έφεραν οι δωσίλογοι
Ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-1949 αποτελεί μια αμφιλεγόμενη περίοδο της ελληνικής ιστορίας σε πολλά επίπεδα: Το ζητούμενο σε μια Ελλάδα όπου η Ακροδεξιά -με τα πλέον απροκάλυπτα φασιστικά χαρακτηριστικά- γνωρίζει τέτοια άνοδο δεν μπορεί να μένει σε μια ιστορία δίκαιου και άδικου ή σωστού και λάθους. Ούτε μπορεί να είναι μια «ουδέτερη» ιστορία, η οποία τελικά εξιλεώνει τους νικητές και τους σημερινούς πολιτικούς της απογόνους. Η σημερινή μάχη της κυβέρνησης, του κεφαλαίου ενάντια στο εργατικό κίνημα καθιστά επιτακτικό το ερώτημα ποια πλευρά είναι αυτή που διαχρονικά αγωνίστηκε στο πλευρό της κοινωνίας για το καλό της ίδιας και όχι για ιδιοτελή συμφέροντα.
Τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από έλλειψη βασικών αγαθών, το ελληνικό κράτος φρόντιζε να προμηθεύει τα τρόφιμα της βοήθειας των Ηνωμένων Εθνών (ΟΥΝΡΑ) αποκλειστικά στους «δικούς του». Αυτό σήμαινε ότι τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού ζούσε πεινασμένο και εξαθλιωμένο, ενώ η δεξιά κυβέρνηση το τάιζε με εκβιασμούς, για να συμμορφωθεί και να εγκαταλείψει τα όποια «φιλοκομμουνιστικά» του φρονήματα. Ταυτόχρονα τη διανομή των τροφίμων ανέλαβαν άνθρωποι που είχαν αποτελέσει συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι οποίοι βρήκαν έτσι τρόπο να κερδοσκοπήσουν ξανά σε βάρος των υπολοίπων.
Έτσι υποβαθμιζόταν πλήρως η ποιότητα ζωής ολόκληρων πληθυσμών, οι οποίοι δεν εντάσσονταν απαραίτητα στην κατηγορία των «συμμοριτών» ή όποιων άλλων ευφάνταστων ονομάτων σκαρφιζόταν η κυβέρνηση της Αθήνας, για να δυσφημίσει τον αγώνα των ανταρτών. Οι τακτικές αυτές συνδυάζονταν με μια υπερπροβολή της «θεωρίας των δύο άκρων», όπου η Αριστερά ταυτιζόταν με τους Ναζί, χωρίς βέβαια να αναφέρεται ότι αυτή η Αριστερά έμεινε στη χώρα να τους πολεμήσει την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση απολάμβανε την αυτοεξορία της στις συμμαχικές περιοχές της Μέσης Ανατολής.
Οι υποστηρικτές της προηγούμενης, δωσιλογικής κυβέρνησης και αυτοί της κυβέρνησης που εγκατέλειψε τη χώρα καταχράστηκαν τον πλούτο και κερδοσκόπησαν ενάντια σε όσους αγωνίστηκαν και σχημάτισαν τη δική τους πραγματική κυβέρνηση του λαού. Το «πατριωτικό» κράτος της Δεξιάς ξέχασε πολύ γρήγορα ποιοι προξένησαν τα πραγματικά δεινά στους πολίτες. Προτίμησε να συνεργαστεί μαζί τους, για να κρατήσει την εξουσία και να εξοντώσει τους ηρωικούς ΕΑΜίτες.
Άνθρωποι που είχαν πλουτίσει κατά τη διάρκεια της Κατοχής εκμεταλλεύονταν την αντικομμουνιστική τους φήμη προκειμένου να εξαθλιώσουν τους συντοπίτες τους με τις ευλογίες της κυβέρνησης. Αυτός ο αργός θάνατος των αντιπάλων δεν ήταν βέβαια ο μόνος τρόπος που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση για να εξοντώσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Οι φιλοναζιστικές ομάδες ανέλαβαν γρήγορα δράση καταπατώντας τη Συμφωνία της Βάρκιζας και δολοφονώντας αγωνιστές του ΕΑΜ με τις οικογένειές τους. Η κυβέρνηση συνήθως έκανε τα στραβά μάτια. Ενώ στον ηρωικό Δεκέμβρη, μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε ενεργό ρόλο (ίσως λιγότερο ενεργό από τη… βρετανική) στη σφαγή ΕΠΟΝιτών και ΕΛΑσιτών.