Ανάλυση
Γιώργος Παυλόπουλος
Ενέργεια που έχει στρατηγικά χαρακτηριστικά η συμφωνία του Ερντογάν με τη μία από τις δύο κυβερνήσεις της Λιβύης. Αποτελεί συνέχεια μιας αντιπαράθεσης που έχει αποκτήσει και ενεργειακή διάσταση εδώ και 45 χρόνια και έκφραση τόσο των φιλοδοξιών της Άγκυρας να μετατραπεί η Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη όσο και της επιτάχυνσης της «οικοπεδοποίησης» της θάλασσας από Ελλάδα και Κύπρο.
Κορυφώνεται ο ανταγωνισμός, πλησιάζει η μοιρασιά
Ο γεωπολιτικός, οικονομικός και ενεργειακός ανταγωνισμός κλιμακώνεται στη γειτονιά της Ελλάδας και τείνει να φτάσει στην κορύφωσή του, τη μεγάλη μοιρασιά. Σε αυτό το φόντο, η αστική τάξη της χώρας έχει πλέον διαλέξει στρατόπεδο και διαθέτει εθνικό σχέδιο, γεγονός που αποτυπώνεται με περισσή ευκρίνεια στην πολιτική των κομμάτων και των κυβερνήσεων (και των ΜΜΕ) που την υπηρετούν. Κυρίως των τριών τελευταίων, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ΝΔ, η θητεία των οποίων έχει συμπέσει με τις μεγάλες ανακατατάξεις στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, του Μαγκρέμπ και της Μέσης Ανατολής, καθώς και με την άγρια τροπή που έχει πάρει το παιχνίδι των κοιτασμάτων και των αγωγών την τελευταία δεκαετία.
Έχοντας συνείδηση ότι η κρίση είχε σημαντικό κόστος για την ισχύ και την επιρροή της εκτός συνόρων, τόσο σε οικονομικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, καθώς και του γεγονότος ότι βρίσκεται σε θέση σχετικής αδυναμίας για να αντεπεξέλθει σε μια πιθανή «μονομαχία» με τον μεγάλο ανταγωνιστή της στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου, η ελληνική αστική τάξη αποφάσισε να κάνει μία τομή. Να πετάξει τα «βαρίδια» του παρελθόντος –όπως ο αντιαμερικανισμός και ο αντιγερμανισμός αλλά και η φιλική στάση προς τους Παλαιστίνιους και τους Άραβες– προκειμένου να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στις συμμαχίες οι οποίες (εκτιμά ότι) θα την βοηθήσουν να υλοποιήσει τα σχέδιά της και να πάρει το μερτικό που θεωρεί ότι της αναλογεί. Σε μια μοιρασιά που, όπως πάντα, θα γίνει βίαια και στις πλάτες των λαών, στους οποίους επιφυλάσσεται και πάλι η «τιμή» και η «δόξα» να την πληρώσουν με τον ιδρώτα και το αίμα τους.
Σοβαρή κλιμάκωση της αντιπαράθεσης
Ούτε η τουρκική ούτε η ελληνική αστική τάξη «παρασύρονται» από ξένα συμφέροντα — υπηρετούν με πάθος τα δικά τους, δίνοντάς τους εθνική διάσταση
Η πρόσφατη υπογραφή μνημονίου ανάμεσα στην Άγκυρα και την αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ κυβέρνηση της Λιβύης, το οποίο ορίζει μια συνεχή ζώνη από τα παράλια της αφρικανικής χώρας μέχρι τα τουρκικά που «τέμνει» κάθετα το Αιγαίο και διεκδικεί περιοχές τις οποίες η Αθήνα αντιμετωπίζει ως ανήκουσες στην ελληνική ΑΟΖ (ενώ «εξαφανίζει» και το Καστελόριζο), αποτελεί μια σοβαρή επιθετική κίνηση στην σκακιέρα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Έχει ξεκάθαρα στρατηγικά χαρακτηριστικά και συνιστά ποιοτική κλιμάκωση στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, η οποία εδώ και 45 περίπου χρόνια έχει αποκτήσει και έντονη ενεργειακή διάσταση.
Είναι, ταυτόχρονα, αναμφισβήτητο ότι αυξάνει σημαντικά – αν δεν φέρνει προ των πυλών – τον κίνδυνο ενός «θερμού επεισοδίου» ανάμεσα στις δύο χώρες, το οποίο κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι ότι θα έχει σύντομη διάρκεια και θα βρίσκεται υπό σχετικό έλεγχο. Αφενός οι αλλεπάλληλες δηλώσεις Τούρκων πολιτικών και αξιωματούχων και, αφετέρου, ο πολλαπλασιασμός των αναλύσεων και «παραινέσεων» προς την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν μπορεί πλέον να υποχωρεί και πρέπει κάποια στιγμή να δώσει αποφασιστική απάντηση, ακόμη και με προληπτικό πλήγμα, μαρτυρούν του λόγου το αληθές. Όπως συμβαίνει, άλλωστε, και με τα σχέδια για επιτάχυνση των εξοπλιστικών προγραμμάτων (και της συνακόλουθης αύξησης του δημόσιου χρέους…), καθώς και της μετατροπής της Κρήτης σε μια απέραντη στρατιωτική βάση.
Ουσιαστικά, η κίνηση του Ερντογάν μπορεί να συγκριθεί σε σημασία με το περιβόητο «casus belli» του 1995 — όταν η τουρκική βουλή ενέκρινε μια πάγια εντολή στην εκάστοτε κυβέρνηση να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση που αυτή επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Συνδέεται δε άμεσα και σε ευθεία γραμμή με τρία ακόμη «επεισόδια» που έχουν σφραγίσει τις διμερείς σχέσεις μετά το πραξικόπημα της χούντας και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, τα οποία σημειώθηκαν (σαν από σύμπτωση…) με διαφορά περίπου δέκα χρόνων το ένα από το άλλο, φέροντας τις δύο χώρες σε κατάσταση επιφυλακής, κυριολεκτικά με το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Το πρώτο ήταν η κρίση του 1976, στο πλαίσιο της οποίας έγραψε ιστορία το «Βυθίσατε το Χόρα» του Α. Παπανδρέου, ενώ έληξε με τη Συμφωνία της Βέρνης, την οποία υπέγραψαν οι τότε πρωθυπουργοί, Κ. Καραμανλής και Σ. Ντεμιρέλ. Με αυτήν, Αθήνα και Άγκυρα δεσμεύονταν –προσωρινά, όπως αποδείχθηκε– να μην προχωρούν σε ερευνητικές και εξορυκτικές δραστηριότητες εκτός των χωρικών τους υδάτων, μέχρις ότου ρυθμιστεί η διαφορά που αφορούσε τις υφαλοκρηπίδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγκρουση υπέβοσκε ουσιαστικά από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε το πρώτο εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα πετρελαίου στην ελληνική επικράτεια, στην περιοχή της Θάσου το 1973, όταν ολόκληρος ο πλανήτης δονούνταν από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση.
Το δεύτερο επεισόδιο εκτυλίχθηκε το 1987, όταν το ίδιο σκάφος που πρωταγωνίστησε στα γεγονότα του 1976 και είχε πλέον μετονομαστεί σε Σισμίκ, βγήκε στο βόρειο Αιγαίο για έρευνες πέραν των 6 ναυτικών μιλίων από τις ελληνικές ακτές. Είχε προηγηθεί η απόφαση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να μπει το δημόσιο στην κοινοπραξία των εταιρειών οι οποίες εκμεταλλεύονταν το πετρέλαιο της Θάσου και ετοιμάζονταν μάλιστα να προχωρήσουν σε νέα γεώτρηση, έξω από τη ζώνη των 6 μιλίων, αλλά εντός της περιοχής που θεωρούνταν ελληνική υφαλοκρηπίδα, την οποία δεν είχε αναγνωρίσει η Τουρκία. Ο –πρωθυπουργός πλέον– Παπανδρέου έπαιξε επιτυχημένα το χαρτί της πολεμικής σύρραξης (μπλοφάροντας με το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη και με δήθεν άνοιγμα προς το Σύμφωνο της Βαρσοβίας) και το Σισμίκ αποχώρησε. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, πάντως, συναντήθηκε με τον ομόλογό του Οζάλ, αρχικά στο Νταβός και μετά στη Βουλιαγμένη, μετά από απαίτηση των ΗΠΑ, όπου ουσιαστικά επαναβεβαίωσαν τα όσα είχαν υπογραφεί στη Βέρνη.
Το τρίτο και πιο πρόσφατο επεισόδιο ήρθε τον Ιανουάριο του 1996 – στον απόηχο του «casus belli» και εν μέσω κυβερνητικής και πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, καθώς ο Σημίτης είχε αναλάβει τα ηνία από τον βαριά άρρωστο Παπανδρέου. Πέραν των όσων συνέβησαν εκείνο το βράδυ, ενάμιση χρόνο μετά τον παραλίγο πόλεμο και το περίφημο «ευχαριστώ» του τότε πρωθυπουργού προς τους Αμερικανούς από το βήμα της Βουλής, στο πλαίσιο της συνόδου του ΝΑΤΟ, υπογράφεται η Συμφωνία της Μαδρίτης η οποία κάνει λόγο για «αμοιβαίο σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία τους». Αυτή ακριβώς η διατύπωση έχει ερμηνευθεί από αρκετούς ως έμμεση πλην σαφής αναγνώριση της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, που νομιμοποιεί τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η πρόσφατη κλιμάκωση δεν αποτελεί μεμονωμένο επεισόδιο ή γενικώς έκφραση της επιθετικότητας του «σουλτάνου», όπως προσπαθούν κάποιοι να μας πείσουν, συνεχίζοντας το παραμύθι της «κακής Τουρκίας» και της «καλής Ελλάδας» — πότε με εθνικιστικό-σαμαρικό-καραμανλικό μανδύα, πότε με φιλελεύθερο και πότε με αριστερό, πότε με «ειρηνιστικό» προσωπείο και πότε με πολεμικές κραυγές. Πρέπει να ερμηνευθεί ως συνέχεια της επιτάχυνσης της διαδικασίας «οικοπεδοποίησης» της θάλασσας και εκχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης σε εγχώριους και ξένους ενεργειακούς ομίλους από τις κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου — σε συνεννόηση και συνεργασία με ΗΠΑ, ΕΕ (κυρίως Γαλλία και Ιταλία), Αίγυπτο και Ισραήλ. Μίας διαδικασίας η οποία έχει τη στήριξη και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, αμφότερων εκφραστών του νέου διπολισμού στο αστικό πολιτικό σύστημα και πιστών υπηρετών των συμφερόντων του ελληνικού κεφαλαίου.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, οι τελευταίες εξελίξεις αποτυπώνουν τη φιλοδοξία της τουρκικής αστικής τάξης και του Ερντογάν να καταστήσουν τη χώρα περιφερειακή υπερδύναμη και στην ενέργεια, κάτι που σημαίνει ότι θα επιδιώκει πάντα να παίρνει τη μερίδα του λέοντος στη μοιρασιά. Αυτό αποδεικνύεται, εκτός των άλλων, από τα εγκαίνια του αγωγού ΤΑΝΑΡ (μεταφέρει αζέρικο φυσικό αέριο, μέρος του οποίου θα τροφοδοτεί και τον ΤΑΡ που θα διέρχεται από την Ελλάδα προς την Ιταλία) που έγιναν την περασμένη εβδομάδα, καθώς και η προαναγγελία της έναρξης λειτουργίας του Turkish Stream, στις 8 Ιανουαρίου (σε αυτόν το αέριο θα προέρχεται από τη Ρωσία).
Μετά από όλα αυτά και καθώς… βγάζει μάτι το γεγονός ότι οι αστικές τάξεις Τουρκίας και Ελλάδας δεν «παρασύρονται» από κανέναν και δεν υπηρετούν ξένα αφεντικά αλλά τα δικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις, θα έπρεπε να έχει διαλυθεί κάθε αμφιβολία ότι η επιθετικότητα αφορά και τις δύο πλευρές του Αιγαίου, που απλώς εναλλάσσονται στην πρωτοβουλία των κινήσεων. Όπως και για το ότι ένας πόλεμος θα είναι ευθύνη και των δύο και της αντιδραστικής τους πολιτικής.
Ελλάς,Γαλλία, (πάλι) συμμαχία
Ο Μακρόν έρχεται να κάνει ό,τι δεν μπορούν Τραμπ και Μέρκελ
«Η έμπρακτη στήριξη του Παρισιού συνιστά και το μόνο σταθερό συμμαχικό έρεισμα στο οποίο μπορεί να υπολογίζει η Ελλάδα», έγραφε την Πέμπτη στο κύριο άρθρο της η Καθημερινή. «Ας είμαστε ειλικρινείς, εάν κάποιος κινείται σήμερα στη διαβόητα βραδυκίνητη Ευρώπη, αυτός είναι ο Εμανουέλ Μακρόν», σημείωνε την ίδια ημέρα η ανάλυση των Νέων στην τρίτη τους σελίδα. «Σύμμαχοί μας είναι το Ισραήλ και η Γαλλία […]. Είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης στρατηγικής της χώρας, η οποία ξεκίνησε ουσιαστικά επί των ημερών του Αντώνη Σαμαρά. Μια πολιτική που δεν ανέτρεψε, προς τιμή του, ο Αλέξης Τσίπρας και ενδυνάμωσε με την εκλογή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης», σημείωνε ανάλογη ανάλυση στην ιστοσελίδα liberal.
Να, λοιπόν, που ζούμε την επανέκδοση του γνωστού συνθήματος «Ελλάς, Γαλλία, συμμαχία». Ο Μακρόν, άλλωστε, είναι από πολλές απόψεις ένας βολικός σύμμαχος σήμερα. Σηκώνοντας το βάρος της αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ και τον Τραμπ, όπως αποδείχθηκε στην «πολεμική» σύνοδο του ΝΑΤΟ (το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «κλινικά νεκρό»), μοιάζει επαρκώς αντιαμερικανός αλλά και επικριτής μιας συμμαχίας η οποία αναγνωρίζεται ότι –δυστυχώς– δεν βοηθά την Ελλάδα. Μην διστάζοντας να έρθει σε κόντρα με το Βερολίνο και τη Μέρκελ για το μέλλον της ΕΕ και της ευρωζώνης, δείχνει να είναι επίσης σε ικανοποιητικό βαθμό αντιγερμανός. Ανταλλάσσοντας βαριές κατηγορίες με τον Ερντογάν και καταδικάζοντας τόσο την εισβολή στη Συρία όσο και τη συμφωνία με τη Λιβύη, φαντάζει ταυτόχρονα ως εχθρός των Τούρκων και μέγας φιλέλληνας.
Έτσι, με βάση όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, η ελληνική αστική τάξη μπορεί να ποντάρει στον Μακρόν, ελπίζοντας ότι θα πετύχει τα ίδια που επιδιώκουν και άλλοι χωρίς να χυθεί «αίμα». Με το αζημίωτο, φυσικά.
«Πόλεμος» των λαών κατά κεφαλαίου και κυβερνήσεων
Μετά από όλα όσα συμβαίνουν και τα δεδομένα που υπάρχουν, θα ανέμενε κανείς ότι εκλείπουν οι αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσο το αντιπολεμικό κίνημα και ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας στις μέρες μας και στη γειτονιά μας συνδέονται με την ανάγκη της αντικαπιταλιστικής ανατροπής — και μάλιστα όχι γενικά και θεωρητικά αλλά άρρηκτα και οργανικά. Μάλιστα, η πρόσφατη και εξαιρετικά επίκαιρη επεξεργασία του ΝΑΡ αναφορικά με τον «πόλεμο» των ΑΟΖ και το πραγματικό του περιεχόμενο και διακύβευμα, αποτελεί σημαντική συμβολή και παρακαταθήκη στο οπλοστάσιο της επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, εντός και εκτός Ελλάδας.
Ωστόσο, η «ματιά» και η ανάλυση του ΚΚΕ αποκαλύπτουν εκ νέου σοβαρές στρεβλώσεις στην οπτική του και προκαλούν εύλογο προβληματισμό και ανησυχία. Με ποιο κριτήριο, αλήθεια, χαρακτηρίζεται «επώδυνος» ένας συμβιβασμός για την Ελλάδα όπως δήλωσε ο Δ. Κουτσούμπας — και για ποια ακριβώς Ελλάδα; Έχει θέση το ΚΚΕ αναφορικά με το τι θα έπρεπε να πράξουν οι κομμουνιστές στην (θεωρητική σήμερα) περίπτωση που είχαν την εξουσία ή ασκούσαν αποφασιστική επίδραση αν όχι να επιδιώξουν «συνεκμετάλλευση» του φυσικού πλούτου μεταξύ των λαών— αφού, βεβαίως, πρώτα ξεκαθαρίσουν ότι καλύπτονται πραγματικές ανάγκες, ότι το κεφάλαιο δεν θα πάρει ούτε σεντ και ότι δεν θα προκληθεί μη αντιστρέψιμη βλάβη στο περιβάλλον;
Και τί, αλήθεια, έχει να πει στα μέλη και τους ψηφοφόρους του κόμματος ο απόστρατος υποστράτηγος της αστυνομίας(!) που υπέγραφε ανάλυση στη σελίδα 7 του Ριζοσπάστη την Πέμπτη, με τίτλο «κανένας εφησυχασμός για τις τουρκικές κινήσεις στην ΑΟΖ», υποστηρίζοντας πρακτικά τη μετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική λίμνη και προσφέροντας στήριξη στις αστικές και εθνικιστικές απόψεις;