Αποστολή: Παναγιώτης Ξοπλίδης
Οι μεταλλωρύχοι στο ορυχείο Μπουλκίζα εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους σε όσους επλήγησαν από τον Εγκέλαδο, όμως δεν υπέκυψαν σε εκβιασμούς για να σταματήσουν τον αγώνα με βασικό αίτημα την επαναπρόσληψη του προέδρου του σωματείου.
«Η Αλβανία μετά τον σεισμό βιώνει ό,τι εμείς σε ολόκληρη τη ζωή μας. Εγκλωβισμένη στα υπόγεια με αγωνία για τη ζωή της». Οι 600 Αλβανοί μεταλλωρύχοι του σωματείου στο ορυχείο Μπουλκίζα δήλωσαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπαράσταση τους στα θύματα, τους τραυματίες και τους αστέγους από τον φονικό σεισμό που έπληξε την περιοχή του Δυρραχίου. Βρίσκονταν στην τρίτη μέρα της απεργίας τους, όταν χτύπησε ο εγκέλαδος και μετά από συνέλευση αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους. Η εργατική αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη όρθωσε το ανάστημά της απέναντι στην αρπακτικότητα του κεφαλαίου που δεν διστάζει, ακόμα και σε αυτή την τραγική στιγμή, να αξιώνει από τους εργαζόμενους στις πληγείσες περιοχές και στα Τίρανα να μπαίνουν για δουλειά σε επικίνδυνα κτίρια με ρωγμές, όπως καταγγέλλει και το σωματείο εργαζομένων στα call centers «Αλληλεγγύη».
Η ίδρυση αυτών των δύο σωματείων τον τελευταίο χρόνο δηλώνει την αφύπνιση της αλβανικής εργατικής τάξης και νεολαίας. Για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι απέκτησαν φωνή, χωρίς την ξεπουλημένη γραφειοκρατία που ελέγχεται από τα δύο μεγάλα κόμματα, με μόνη καθοδήγηση τη θέληση για ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Ο πρωθυπουργός Έντι Ράμα, σε επίσκεψη του Ιταλού πρωθυπουργού, είχε προσκαλέσει επενδυτές με το κυνικό επιχείρημα ότι στην Αλβανία θα μπορούν να κάνουν χωρίς κώλυμα όσα δεν τους επιτρέπεται στην Ιταλία. Σε αυτές τις συνθήκες στηρίχθηκε και η οικοδομική έκρηξη των τελευταίων χρόνων που οδήγησε και σε καταρρεύσεις νεόδμητων πολυκατοικιών.
Αυτός ο παρασιτικός καπιταλισμός αποτυπώνεται και στην περίπτωση του ορυχείου Μπουλκίζα, του μεγαλύτερου και παλαιότερου ορυχείου χρωμίου στην Αλβανία. Οι συνθήκες εργασίας είναι άθλιες. Ατέλειωτα ωράρια, καμία υγειονομική περίθαλψη, μισθοί πείνας, έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού, με τους εργαζόμενους να πεθαίνουν σε μικρή ηλικία ή να πάσχουν από ασθένειες λόγω των συνθηκών εργασίας. Σε ένα ντοκιμαντέρ της αλβανικής τηλεόρασης πριν κάποια χρόνια, το κανάλι του Σοσιαλιστικού Κόμματος, θέλοντας να κάνει κριτική στο τότε κυβερνών δεξιό Δημοκρατικό Κόμμα, είχε παρουσιάσει τη ζωή των εργαζομένων στα ορυχεία. Σπίτια με σπασμένα παράθυρα, ασοβάτιστα, χωρίς πλακάκια, χωρίς ντους. Τα παιδιά των εργαζομένων με σκισμένα παπούτσια και οι γονείς τους να αδυνατούν να τους παρέχουν έστω τα βιβλία του σχολείου, καθώς στην Αλβανία δεν προσφέρονται δωρεάν βιβλία ούτε στην πρώτη τάξη του δημοτικού.
Το ορυχείο ήταν κρατικό από το 1948 έως και τη δεκαετία του ’90, αργότερα ιδιωτικοποιήθηκε, περνώντας από πολλά χέρια (καναδικά, ρωσικά κι αυστριακά) για να καταλήξει από το 2013 στον πλουσιότερο ολιγάρχη της Αλβανίας, Σαμίρ Μάνε. Λόγω των άθλιων συνθηκών εργασίας υπάρχει και ένα μακρύ ιστορικό αγώνων. Το 2011, οι μεταλλωρύχοι στην Μπουλκίζα πραγματοποίησαν απεργία 27 ημερών. ταμπουρώθηκαν εντός του ορυχείου και μπλόκαραν την παραγωγή, ζητώντας αύξηση κατά 40% στα μεροκάματα πείνας που λάμβαναν. Χρειάστηκε η επέμβαση 300 αστυνομικών για να λήξει η απεργία και να δηλώσει ο τότε ιδιοκτήτης χαρούμενος «για την επιστροφή στην κανονικότητα». Ωστόσο, ακόμα και όταν πέρασε το ορυχείο σε αλβανικά χέρια, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Για του λόγου το αληθές σε ατύχημα που έγινε το 2017, έχασαν τη ζωή τους τρεις μεταλλωρύχοι.
Εκεί, λοιπόν, πριν δύο μόλις εβδομάδες, ιδρύθηκε για πρώτη φορά σωματείο με στόχο τη διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Όμως μία εβδομάδα αφότου το σωματείο αναγνωρίστηκε από τα δικαστήρια, η διοίκηση της επιχείρησης απέλυσε τον πρόεδρό του, Ελτον Ντεμπρεσί, προφασιζόμενη μειωμένη παραγωγικότητα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι ξεκάθαρο πως πρόκειται για τρομοκρατική και παράνομη απόλυση με στόχο να φοβηθούν οι εργάτες και να απαγορευτεί ντε φάκτο ο συνδικαλισμός στο ορυχείο. Απέναντι στον εκβιασμό αυτό, οι εργάτες του ορυχείου
πραγματοποίησαν συγκέντρωση έξω από τις εγκαταστάσεις και αποφάσισαν απεργία, ζητώντας την άμεση επαναπρόσληψη του προέδρου του σωματείου τους.
Το γενικότερο θέμα που προκύπτει είναι ότι ενώ ο συνδικαλισμός θεωρείται νόμιμος, η ίδρυση σωματείων αντιμετωπίζεται εκδικητικά από την εργοδοσία. Έτσι, αυτό που κρίνεται δεν είναι απλά η επαναπρόσληψη ενός συνδικαλιστή, αλλά η δυνατότητα λειτουργίας ανεξάρτητων σωματείων που θα ανατρέψουν και την κυριαρχία των υπαρχόντων εργοδοτικών. Είναι αναγκαίο να εκδηλωθεί ένα ευρύ ρεύμα διεθνιστικής εργατικής αλληλεγγύης, καθώς οι εργαζόμενοι κάνουν κοινές προσπάθειες βελτίωσης των συνθηκών εργασίας τους σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων.