Έντγκαρ Αζεβέντο, δημοσιογράφος στη Βραζιλία
συνέντευξη στη Λίτσα Φρυδά
Πως καταστρέφεται το τροπικό δάσος βάσει προγράμματος και ποιες είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης Μπολσονάρο και των προηγούμενων
«Στόχος της κυβέρνησης Μπολσονάρο είναι η, χωρίς καμιά διάκριση, καπιταλιστική εκμετάλλευση του Αμαζονίου, για να αντιμετωπιστεί η χρόνια παράλυση της βραζιλιάνικης οικονομίας» λέει στο Πριν ο δημοσιογράφος Έντγκαρ Αζεβέντο, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του βραζιλιάνικου πολιτικού περιοδικού Boletim Classista. Με αργεντίνικη καταγωγή και δραστηριοποίηση στο Παρτίδο Ομπρέρο δεν διστάζει να φωτίσει και τις ευθύνες των κυβερνήσεων Λούλα και Ρούσεφ. Ο Έντγκαρ Αζεβέδο μένει στη Βραζιλία από το 2003. Είναι πτυχιούχος Σύγχρονης Λογοτεχνίας με μάστερ στις Λατινοαμερικάνικες Σπουδές από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε με δέος τις καταστροφικές πυρκαγιές στον Αμαζόνιο. Πιστεύεις ότι συνδέονται με τις πολιτικές του Bolsonaro (Μπολσονάρο) και αν ναι ποιες είναι οι πτυχές των πολιτικών του που επέτρεψαν να συμβούν;
Οι πυρκαγιές αυτές είναι η συνέπεια ενός πραγματικού προβλήματος για τον Αμαζόνιο: της παράνομης οικειοποίησης δημοσίων εκτάσεων γης ή γαιών που ανήκουν σε περιοχές αυτοχθόνων. Βασική πολιτική του Μπολσοναρισμού είναι να αποσύρει τους εισαγγελείς από το πεδίο και να τους περιορίσει σε διοικητικά κέντρα για να επιτρέψει την ανεμπόδιστη κατάληψη των εκτάσεων γης. Δημόσια σώματα, όπως το Βραζιλιάνικο Ινστιτούτο για το Περιβάλλον (Ibama), το Ινστιτούτο Διαστημικής Έρευνας (Inpe), το Ινστιτούτο Chico Mendes Institute (ICM-Bio) και το Εθνικό Ιθαγενικό Ίδρυμα (Funai) υπέστησαν διώξεις και οι πόροι τους μειώθηκαν δραστικά, αφότου ο Bolsonaro ήρθε στην εξουσία. Ήδη κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Bolsonaro είχε υποσχεθεί πως δεν θα οριοθετήσει περισσότερα εδάφη για τους ιθαγενείς και πως θα προσπαθήσει να ακυρώσει τις οριοθετήσεις που είχαν γίνει στο παρελθόν. Στόχος του είναι η, χωρίς καμιά διάκριση, καπιταλιστική εκμετάλλευση του Αμαζονίου, ως μέσον αντιμετώπισης της χρόνιας παράλυσης της βραζιλιάνικης οικονομίας. Ο μέντορας του Bolsonaro, ο πρώην στρατιωτικός διοικητής του Αμαζονίου και νυν υπουργός Θεσμικής Ασφάλειας της Προεδρίας, ο General Augusto Heleno (στρατηγός Αουγκούστο Χελένο), ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως η βραζιλιάνικη πολιτική για τους ιθαγενείς θα έπρεπε να αναθεωρηθεί, γιατί «είναι απόλυτα αποσυνδεδεμένη από την ιστορία της αποικιοκρατίας της χώρας μας» και διότι εμπόδιζε την κατάληψη εθνικών εδαφών από μη αυτόχθονες πληθυσμούς.
Για να κατανοήσει κανείς τη σοβαρότητα της κατάστασης, αρκεί να προσέξει ποιους όρισε ο Bolsonaro υπεύθυνους για να χειριστούν τα ζητήματα αυτά. Γραμματέας Εγγείων Υποθέσεων του Υπουργείου Γεωργίας και υπεύθυνος για την οριοθέτηση των εδαφών και την αγροτική μεταρρύθμιση ανέλαβε ο Luiz Antônio Nabhan García (Λουίζ Αντόνιο Νάμπαν Γκαρσία), πρόεδρος της Αγροτικής Δημοκρατικής Ένωσης (UDR). Η UDR είναι μια ακροδεξιά οργάνωση γνωστή για την συγκρότηση ενόπλων πολιτοφυλακών με στόχο το χτύπημα του Κινήματος των Ακτημόνων Εργατών Γης, για το οποίο υποστηρίζει πως πρέπει να κηρυχτεί τρομοκρατική οργάνωση. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Ricardo Salles (Ρικάρδο Σάλες), από την πλευρά του, είναι δικηγόρος που ειδικεύεται στην νομική κάλυψη δραστηριοτήτων μεγαλογαιοκτημόνων που είναι επιβλαβείς για το περιβάλλον. Η γνώση του για την περιβαλλοντική νομοθεσία προέρχεται από κίνητρα διαμετρικά αντίθετα με εκείνα των περιβαλλοντολόγων. Πριν μπει στην κυβέρνηση, ως Γραμματέας Περιβάλλοντος στο Σάο Πάολο, στην κυβέρνηση Alckmin (Αλκμίν) (PSDB), είχε καταδικαστεί για παράβαση νόμων για την προστασία του περιβάλλοντος, εκδίδοντας άδειες εκμετάλλευσης προστατευόμενων περιοχών, καθώς και για την χρήση ελικοπτέρου μεγαλογαιοκτήμονα για τις μετακινήσεις του, ως δημόσιος αξιωματούχος.
Πιστεύεις πως οι μεγάλες βιομηχανίες της χώρας, η υλοτομία, η εκτροφή βοοειδών κλπ στηρίζουν την ύπαρξή τους στην αποψίλωση του Αμαζονίου; Ποια είναι τα σχέδια των λόμπι του χώρου της γεωργίας, της υλοτομίας και των εξορύξεων;
Θεωρητικά, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Στην πραγματικότητα όμως η κτηνοτροφία και η καλλιέργεια σόγιας σε παράνομα καταπατημένες εκτάσεις αυξάνουν την κερδοφορία. Σύμφωνα με τους πλέον έγκυρους Βραζιλιάνους ειδικούς, πάνω από τους μισούς τίτλους ιδιοκτησίας γης στην Βραζιλία είναι παράνομοι. Η πρακτική αυτή απέκτησε ένα φολκλορικό παρατσούκλι , “grilagem” (από τη λέξη “grilo”, που σημαίνει γρύλλος), γιατί, παραδοσιακά, κάποιοι κατασκεύαζαν πλαστούς τίτλους, βάζοντας για ένα μικρό διάστημα ψευδή έγγραφα σε κουτιά με γρύλλους, για να τα «παλιώσουν». Η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών θεμάτων στην Βραζιλία δεν λαμβάνει υπόψη το πρόβλημα των ιδιοκτητών γης. Το κράτος δεν ασκεί σωστή εποπτεία, δεν ελέγχει την εγκυρότητα ή μη των τίτλων ιδιοκτησίας. Δύο Πολιτείες του Αμαζονίου διεξήγαγαν σχετική έρευνα και το αποτέλεσμα έδειξε πως ελάχιστοι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι νόμιμοι. Επιπλέον, η κατάληψη εκτάσεων συνεχίζεται, η αποψίλωση προχωράει, και μεγάλες εταιρείες στα νοτιοανατολικά και τα κεντροδυτικά της χώρας εξακολουθούν να αγοράζουν βοοειδή που εκτρέφονται σε καμένες εκτάσεις. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2014, 1,7 εκατομμύρια ιδιοκτήτες γης δήλωσαν ότι δεν έχουν τίτλους ιδιοκτησίας. Τέτοιου είδους «ιδιοκτήτες» κατέχουν 110 εκατομμύρια εκτάρια, από τα οποία 42 εκατομμύρια είναι μεγάλες ιδιοκτησίες και 22 εκατομμύρια μεσαίες. Αυτή η πραγματικότητα βρίσκει τη μέγιστη υποστήριξή της στο πολιτικό σύστημα. Η αποκαλούμενη «Κοινοβουλευτική Ομάδα των Αγροτών» συγκεντρώνει στο Κογκρέσο 200 από τα 513 μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων, που, αν και ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα, συνασπίζονται στο πλαίσιο του Κοινοβουλευτικού Μετώπου Γεωργίας και Ζωϊκού Κεφαλαίου (FPA). Αυτό το πολιτικό-εργοδοτικό μπλοκ, το πιο ισχυρό στο Κοινοβούλιο, αποτέλεσε έναν από τους πυλώνες της υποψηφιότητας Bolsonaro. Οι μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες αποτελούν, και αυτές, ένα ισχυρό λόμπυ στο Κογκρέσο και στις Νομοθετικές Συνελεύσεις των Πολιτειών. Ο Vale (Βάλε), ο μεγαλύτερος παραγωγός σιδηρομεταλλεύματος παγκοσμίως, έχει μια «συμβουλευτική κοινοβουλευτική» ομάδα που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εταιρείας του και αντιτίθεται σε κάθε σχέδιο που εναντιώνεται σε αυτά. Σκανδαλώδης περίπτωση ήταν η τραγωδία του Brumadinho, στα ορυχεία Gerais, τον περασμένο Ιανουάριο, όπου η κατάρρευση ενός φράγματος ορυκτών αποβλήτων άφησε πίσω της 249 νεκρούς και δεκάδες αγνοούμενους. Τα προηγούμενα χρόνια, μια νομοθετική επιτροπή στην Πολιτεία MG που ερευνούσε την κατάσταση των φραγμάτων δεν είχε κάνει καμιά διαπίστωση επικινδυνότητας του. Αργότερα αποδείχθηκε πως 19 από τα 22 μέλη της επιτροπής είχαν δωροδοκηθεί από τις εξορυκτικές εταιρείες.
Υπάρχουν ευθύνες για την καταστροφή του Αμαζονίου στις προηγούμενες κυβερνήσεις και αν ναι, ποιες είναι αυτές;
Η υποβάθμιση του τροπικού δάσους του Αμαζονίου δεν ξεκίνησε με την διακυβέρνηση του Bolsonaro, αν και αυτή επιτάχυνε τους ρυθμούς. Με όλες τις προηγούμενες δημοκρατικές κυβερνήσεις, η προώθηση των καπιταλιστικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος ήταν διαρκής. Με τον Fernando Henrique Cardozo (Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο), είχαμε επαναλαμβανόμενες δολοφονίες αγροτών και ιθαγενών, ενώ αδιάλειπτη ήταν και η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των εξορύξεων, συμπεριλαμβανομένης και της απάτης με την ιδιωτικοποίηση της κρατικής εξορυκτικής εταιρείας Vale do Rio Doce. Οι κυβερνήσεις του PT, εξάλλου, δεν σταμάτησαν αυτές τις καταχρήσεις, αντίθετα μάλιστα, τόσο ο Lula (Λούλα), όσο και η Rousseff (Ρούσεφ) ώθησαν τους γεωργούς και κτηνοτρόφους να μεταφέρουν τις αγελάδες και την σόγια τους στα δάση. Με την κυβέρνηση του PT, υπήρξε συμφωνία με τους ιδιοκτήτες γης, η βιομηχανία μεταποίησης αγροτικών προϊόντων αναπτύχθηκε ραγδαία, η αποψίλωση του Αμαζονίου συνεχίστηκε, η καταναγκαστική εργασία στις αγροτικές περιοχές παρέμεινε άθικτη και η αγροτική μεταρρύθμιση που είχαν υποσχεθεί στους ακτήμονες αγρότες δεν προχώρησε ποτέ.
Αυτή η πολιτική βάθυνε το 2006, όταν ο Lula, στην εκστρατεία για την επανεκλογή του, έκανε μια στρατηγική συμμαχία με τον Blairo Maggi (Μπλέρο Μάγκι), κυβερνήτη της Πολιτείας Mato Grosso και μεγαλύτερο μεμονωμένο παραγωγό σόγιας στον κόσμο. Ο Maggi θα γινόταν αργότερα Υπουργός Γεωργίας της πραξικοπηματικής κυβέρνησης του Temer, που ανέτρεψε την Dilma Rousseff. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων θητειών του ΡΤ (2002-2016) στην κυβέρνηση, συνέβη η μεγαλύτερη συγκέντρωση της αγοράς πρωτεΐνης στα χέρια των γιγάντων JBS-Friboi και Marfrig, που άκμασαν χάρη στην πολιτική στήριξης που προώθησε ο Lula για τη δημιουργία μεγάλων «εθνικών πρωταθλητών», και μιας ισχυρής «εθνικής» αστικής τάξης. Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας κατά τη διακυβέρνηση του Lula ήταν ο Henrique Meirelles (Ενρίκε Μεγιέρες), ο οποίος αργότερα έγινε οικονομικός διευθυντής της εταιρείας JBS-Friboi, και στη συνέχεια Υπουργός Οικονομικών του Temer. Η Dilma πήγε ακόμη παραπέρα, διορίζοντας Υπουργό Γεωργίας τον Kátia Abreu (Κάτια Αμπρέου), κτηνοτρόφο και πρόεδρο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Γεωργίας, φορέα που συγκεντρώνει μεγάλους παραγωγούς. Η Rousseff ήταν η πρώτη επικεφαλής κυβέρνησης που έθεσε ως στόχο την αντιμετώπιση της περίπλοκης ατζέντας της αγροτοβιομηχανίας και προώθησε τη μεταρρύθμιση του Δασικού Κώδικα, ο οποίος ευνόησε την επέκταση των ορίων εκμετάλλευσης γης υπέρ των μεγάλων γαιοκτημόνων.
Ποια είναι η θέση των κομμάτων και των οργανώσεων της αριστεράς στα ζητήματα αυτά; Έχουν αναλάβει ή προτίθενται να αναλάβουν κάποιες πρωτοβουλίες;
Η βραζιλιάνικη αριστερά περνά μια μεταβατική φάση, καθώς εξακολουθεί να επεξεργάζεται το πείραμα του PT (Κόμμα Εργατών) στην κυβέρνηση και τις συνέπειές του. Το PT, αν και ελέγχει το Κεντρικό Συνδικάτο Εργατών (CUT), το μεγαλύτερο ομοσπονδιακό συνδικάτο της Λατινικής Αμερικής, υποτάσσει τον αγώνα ενάντια στις επιθέσεις της κυβέρνησης Bolsonaro σε μια κοινοβουλευτική στρατηγική. Αντί για μεθόδους εργατικών αγώνων, προωθεί μέτρα πίεσης στο Κοινοβούλιο με μηδενικό αποτέλεσμα. Το PSOL, που επίσης εκπροσωπείται στο Εθνικό Κογκρέσο, ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από το PT. Αυτό αντιτίθεται στη βούληση για αγώνα ευρέων τομέων εργαζομένων και νεολαίας, και αποτελεί παράγοντα διασποράς των δυνάμεων και αποθάρρυνσης. Το CUT δεν κάλεσε σε γενικές απεργίες για να αντιμετωπίσει το πραξικόπημα ενάντια στη Rousseff ή για να προλάβει τη φυλάκιση του Lula.
Το ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων αφύπνισε τα μεγάλα συνδικάτα, μια γενική απεργία διαρκείας των ταχυδρομικών βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά το ΡΤ τα υποτάσσει όλα στην κοινοβουλευτική στρατηγική
Κατά τη διακυβέρνηση Temer, τον Απρίλιο του 2017, έγινε μια τεράστια γενική απεργία ενάντια στην εργατική μεταρρύθμιση, η οποία αν είχε συνεχιστεί, ο αγώνας θα ήταν νικηφόρος. Όμως το πρόγραμμα του TΡ υποστηρίζει την ταξική συμφιλίωση και κάθε του ενέργεια υπαγορεύεται από εκλογικούς υπολογισμούς και κοινοβουλευτικούς ελιγμούς. Αν το δει κανείς προοπτικά, η άφιξη του Bolsonaro στην εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Το πραξικόπημα του 2016 και η καταδίκη του Lula ήταν ενέργειες καθοδηγούμενες από τον ιμπεριαλισμό για τη σωτηρία της τάξης των καπιταλιστών και το ξεκίνημα μιας πιο αποφασιστικής επίθεσης κατά των εργαζόμενων, λόγω του ότι η κυβέρνηση του ΡΤ ήταν ανίκανη να διαχειριστεί την κατάσταση.
Ο Lula είναι ασφαλώς πολιτικός κρατούμενος, αλλά η θεμιτή απαίτηση για την απελευθέρωσή του δεν απαλλάσσει το ΡΤ από τις ευθύνες του για την τραγωδία που έπληξε τον Βραζιλιάνικο λαό. Το σύνθημα “Lula Livre” (Λευτεριά στον Λούλα) δεν μπόρεσε να κινητοποιήσει κανέναν. Το πρόβλημα είναι πως όλη η πολιτική της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας καθοδηγείται από την προσπάθεια να σύρουν τους εργαζόμενους για μια ακόμη φορά ως το τελευταίο βαγόνι τομέων της αστικής τάξης που κινδυνεύουν να καταποντιστούν από την κρίση, ή που οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σχετίζονται με τον δημόσιο τομέα και βλέπουν τις ιδιωτικοποιήσεις ως απειλή.
Το ΡΤ, που επιδιώκει να ανακυκλώσει τον εαυτό του αναλαμβάνοντας την εκπροσώπηση αυτών των τμημάτων των καπιταλιστών, εγκαινίασε τώρα ένα «σχέδιο έκτακτης ανάγκης», με κατευθυντήριες γραμμές όπως η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, το πετρέλαιο ως κίνητρο για τη βιομηχανία, η απελευθέρωση κεφαλαίων από την BNDES (Κρατική Τράπεζα Ανάπτυξης) και άλλες Κεϋνσιανές προτάσεις, αρεστές στην «εθνική» αστική τάξη. Όσο για τις πολιτικές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, η διάσπαση δεν τους επέτρεψε να εξάγουν συμπεράσματα από την εμπειρία του ΡΤ. Κλειδί αποτελεί μια πολιτική ενιαίου μετώπου που θα αγωνίζεται για την πολιτική αυτοτέλεια των εργαζομένων, και ταυτόχρονα, θα υπερασπίζεται την ενότητα δράσης των οργανώσεων των εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων, ενάντια στις αποτρόπαιες επιθέσεις της κυβέρνησης και της τάξης των καπιταλιστών.
Πιστεύεις πως είναι δυνατόν να οργανωθεί ένας συντονισμός κινημάτων, και αν ναι, θα μπορούσαν τα συνδικάτα να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην συγκρότηση ενός τέτοιου συντονισμού;
Οι κοινωνικοί αγώνες πρέπει να συγκλίνουν σε έναν κοινό ενωτικό αγώνα. Ο υποκινητής της δράσης των μαζών είναι η κρίση της βραζιλιάνικης οικονομίας, η οποία βρίσκεται σε χρόνιο τέλμα – έκφραση κι αυτή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η ίδια η κρίση θέτει τις προϋποθέσεις για να κερδίσουν τα συνδικάτα έναν πιο δυναμικό ρόλο στην αντίσταση απέναντι στην κυβέρνηση και να μπορέσουν να συντονίσουν αποτελεσματικά. Στην πραγματικότητα, παρά την παθητικότητα των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, εκείνες συγκάλεσαν κάποιες μέρες αγώνα, ιδιαίτερα ενάντια στην συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Το πρόβλημα ήταν πάντοτε η έλλειψη συνέχειας, δεν υπήρχε πρόγραμμα αγώνα, παρά μόνο περιστασιακά μέτρα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το συνδικάτο των πανεπιστημιακών δασκάλων στην οργάνωση ημερών αγώνα για την υπεράσπιση της εκπαίδευσης. Τώρα αναδύθηκε μια νέα ατζέντα αγώνων μετά την απόφαση της κυβέρνησης να λανσάρει ένα ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων δημοσίων επιχειρήσεων. Ανίκανη να ανατρέψει την οικονομική στασιμότητα, η κυβέρνηση αποφάσισε να εκχωρήσει μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις, όπως η εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Eletrobras, η εταιρεία Correos (ταχυδρομείο), κλπ. Ο Υπουργός Paulo Guedes (Πάουλο Γουέδες) (οικονομολόγος της σχολής του Σικάγο) είπε πριν λίγες μέρες πως το οικονομικό του πρόγραμμα στο εξής θα είναι «πωλήσεις, πωλήσεις, πωλήσεις». Στο πακέτο αυτό συμπεριλαμβάνεται ακόμα και η Petrobras, αν και θα πωλείται τμηματικά.
Αυτό το πρόγραμμα αφυπνίζει τα μεγάλα συνδικάτα. Μια γενική απεργία διαρκείας των ταχυδρομικών υπαλλήλων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη και οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες προγραμματίζουν ημέρες αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και υπεράσπισης της εθνικής κληρονομιάς. Επειδή είναι συνδικάτα με παρουσία σε όλη την επικράτεια που ενώνουν δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων, ο αγώνας κατά των ιδιωτικοποιήσεων έχει την δυνατότητα να γίνει άξονας ενότητας και συντονισμού. Άλλωστε, σύμφωνα με έρευνες, το 70% του πληθυσμού απορρίπτει τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας.
Πώς βλέπεις να προδιαγράφεται το μέλλον της κυβέρνησης Bolsonaro;
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις δείχνουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό τεράστιων ταξικών αντιπαραθέσεων με μια καθαρή τάση προς έναν αγώνα των εργαζομένων και των λαϊκών κινημάτων. Οι δυσοίωνες προβλέψεις μιας ανερχόμενης Δεξιάς, που επιστεγάστηκαν με την εκλογή του Bolsonaro τον περασμένο Ιανουάριο, έχουν εισέλθει σε φάση κρίσης, δείχνοντας την πραγματική εικόνα αδυναμίας που παρουσιάζει η αστική τάξη να διατηρηθεί στην εξουσία. Πρόσφατα, η πλήρης έκφρασή της ήταν η κατάρρευση της κυβέρνησης Macri (Μάκρι) στην Αργεντινή, και η παταγώδης αποτυχία της στρατηγικής για τη Βενεζουέλα που είχε σχεδιάσει ο John Bolton (Τζων Μπόλτον) (η οποία επίσπευσε και την δική του πτώση), δύο πρόσωπα που είναι εκ των βασικών συμμάχων του Bolsonaro.
Το πρόβλημα της πάλης των μαζών επικεντρώνεται στην έλλειψη μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης που να καταγγέλλει την κρίση των θεσμών. Είναι απαραίτητο να ξεκινήσει μια ενωτική καμπάνια για την εκδίωξη του Bolsonaro, και ταυτόχρονη καταγγελία του Κοινοβουλίου, που θεωρείται το κέντρο της διαφθοράς στη χώρα, και της Δικαστικής εξουσίας, η οποία είναι διχασμένη, ενώ το βασικό ατού της η Operation Lava Jato (Επιχείρηση Car Wash για ξέπλυμα μαύρου χρήματος), αμφισβητείται σοβαρά. Μπροστά στην κρίση όλων των θεσμικών οργάνων, είναι αναγκαίο να υπάρξει ένα σημείο πολιτικής ενότητας της κοινωνικής αντιπολίτευσης, ένα αίτημα που να στοχεύει στην καρδιά της θεσμικής πολιτικής εξουσίας. Αυτή τη στιγμή, δεν είναι δυνατόν να προσποιούμαστε πως άλλες πολιτικές οργανώσεις αντικαθιστούν το υπάρχον καθεστώς, γιατί τέτοιες οργανώσεις δεν υπάρχουν ακόμα. Αυτό που υπάρχει είναι κινήματα που μπορούν να καλέσουν από κοινού σε διαδηλώσεις, αλλά όχι ως μια εναλλακτική πολιτική στην εξουσία. Γι αυτό τον λόγο, είναι αναγκαίο να αναπτύξουμε διαδικασίες συνελεύσεων βάσης, διαδικασίες πολιτικής συγκρότησης σε χώρους σπουδών και εργασιακούς χώρους, για να ξεκινήσει ο αγώνας για μια Εθνική Συντακτική Συνέλευση. Για να μπορέσει όμως να υπάρξει μια διαδικασία αποτελεσματικού συντονισμού των κοινωνικών αγώνων με προοπτική επιτυχίας, απαιτείται η διαφάνεια των πολιτικών της στόχων.