Έφη Καραχάλιου
Χωρίς να στερείται γέλιου, το σατιρικό δράμα του Σπάικ Λι «H Παρείσφρηση» (BlacKkKlansman) ξεχειλίζει black power και μετατρέπεται σε μια υψωμένη γροθιά ενάντια στους καταπιεστές και τους μισαλλόδοξους αυτού του κόσμου.
Ο Σπάικ Λι επανέρχεται θεματικά στο ζήτημα της καταπίεσης της μαύρης κοινότητας, όπως έκανε επιτυχώς και στο παλαιότερο «Malcolm X». Με μια πλοκή εμφανώς επηρεασμένη από πραγματικά γεγονότα, αφηγείται μια μυστική αποστολή τη δεκαετία του 1970, όταν ένας μαύρος και ένας Εβραίος αστυνομικός καταφέρνουν να εισέλθουν στα άδυτα της τοπικής οργάνωσης της Κου Κλουξ Κλαν. To αποτέλεσμα είναι ισόποσες δόσεις δράματος και (βιτριολικού) χιούμορ, ενώ παράλληλα σατιρίζονται με αμεσότητα και ειλικρίνεια οι αστυνομικές ταινίες της εποχής. Πολλές φορές μάλιστα, με αναχρονιστικές σκηνές που θέτουν σε ευθεία αντίστιξη τον προγραμματικό λόγο του Τραμπ, η ταινία αφήνει ένα διάχυτο πολιτικό σχόλιο για το ότι η λευκή υπεροχή (white supremacy) ήταν ανέκαθεν συγκροτητικό στοιχείο της προτεσταντικής, βαθιά συντηρητικής αμερικάνικης κοινωνίας.
Ήρωας της ταινίας είναι ένας φιλόδοξος μαύρος, ο Ρον Στο΄λγουορθ (Τζον Ντέιβιντ Ουάσιγκτον) που πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα της πόλης Κολοράντο Σπρινγκς προκειμένου να γίνει αστυνομικός. Από την πρώτη κιόλας στιγμή υπογραμμίζεται η αντιφατική συνείδηση του πρωταγωνιστή, που καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας μετεωρίζεται ανάμεσα στο επαγγελματικό του καθήκον και στην πολιτική υπεράσπιση των συμφερόντων της μαύρης κοινότητας στην οποία ανήκει. Ιδιαίτερα μετά από μια αποστολή όπου γνωρίζει και ερωτεύεται την πρόεδρο του συλλόγου μαύρων φοιτητών και ένθερμη υποστηρίκτρια των Μαύρων Πανθήρων Πατρίς Ντιούμας, φαίνεται να συνειδητοποιεί ακόμα περισσότερο την πολιτική του ταυτότητα. Αυτή η πόλωση συνεχίζεται και εντείνεται με την παρείσφρυση (όπως είναι και ο ελληνικός τίτλος) στην Κου Κλουξ Κλαν. Όμως ο Ρον δε θα μπορούσε εξαρχής να γίνει αποδεκτός στο Τάγμα, επομένως αναθέτει στον λευκό, Εβραίο συνάδελφό του Φλιπ Ζίμερμαν Zimmerman (Άνταμ Ντράιβερ) να παρουσιαστεί εκείνος ως Στόλγουορθ. Από εκεί και έπειτα, ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται την καλυμμένη διπλή ταυτότητα του «Ρον» ως Εβραίο/Φλιπ στις συναντήσεις του Τάγματος και Αφροαμερικάνο/Ρον στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, προκειμένου να εξαπολύσει μια σειρά ρατσιστικών λογύδριων, που οι δυο αστυνομικοί καλούνται να υποστούν αλλά και να εκφράσουν οι ίδιοι για το καλό της υπόθεσης.
Η ταινία δε χαρίζεται όσον αφορά τόσο τις σχέσεις της αστυνομίας με το παρακράτος της Κου Κλουξ Κλαν όσο και την καταπιεστική στάση αμφότερων απέναντι στη μαύρη κοινότητα, που εμφανίζει πια τα πρώτα σημάδια ριζοσπαστικοποίησης. Ίσως το ατού της ταινίας είναι η άριστη μεταφορά του πνεύματος των 80s τόσο στυλιστικά όσο και πολιτικά. Δεν λείπουν επομένως οι αναφορές σε δημόσια πρόσωπα των Μαύρων Πανθήρων όπως η Άντζελα Ντέιβις ή o Στόκλι Καρμάικλ και αφιερώνονται ολόκληρα κομμάτια της ταινίας στην εξιστόρηση ιστορικών περιστατικών καταπίεσης της μαύρης φυλής και την αντιιμπεριαλιστική τους θέση κατά του πολέμου του Βιετνάμ.
Οι χαρακτήρες μοιάζουν βγαλμένοι από κάθε κοινωνική τάξη και φυλετική ομάδα που θα μπορούσε να υπάρχει σε μια τυπική αμερικάνικη πόλη, αν και πολλές φορές οι λευκοί αστυνομικοί και συνάδελφοι του Ρον μοιάζουν υπερβολικά εξοικειωμένοι με την εικόνα ενός μαύρου αστυνομικού, που έρχεται σε αντίθεση με την απόρριψη που δέχεται από την Πατρίς για τον ίδιο λόγο. Γενικά, παρά τον έντονο πολιτικό χαρακτήρα, η ταινία μοιάζει να υπερβάλλει στο χαρακτήρα της τονίζοντας την τάση της να κρίνει αυστηρά όσους δεν πορεύονται μαζί της και να ασχολείται σε εμμονικό σημείο με το συνδικαλισμό και την πολιτική.
Παρά τις ελάχιστες αστοχίες, η ταινία δε χάνει λεπτό το ρυθμό της παρά τη μεγάλη διάρκεια. Το τέλος είναι ίσως το πιο ξεκάθαρο πολιτικό σχόλιο αφού η ταινία αφιερώνεται στον ένα χρόνο από τη θηριωδία του Σάρλοτσβιλ, όπου ο θεατής από την στυλιζαρισμένη εικόνα και το χάπι εντ ξαναβλέπει τα ερασιτεχνικά πλάνα από τις συμπλοκές στους δρόμους και τις δηλώσεις Τραμπ και αντιφασιστών, με τελευταίο πλάνο την εικόνα του αδικοχαμένου θύματος, της Χίδερ Χέγιερ.