Γιώτα Ιωαννίδου
Ο μαθητής καλείται να ενσωματώσει και να βιώσει ως δική του προσωπική επιλογή την απόρριψη ή τον δεύτερο ρόλο. Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή που φέρνει το σχέδιο Γαβρόγλου, συνδυαστικά με άλλα νομοθετήματα.
Η πραγματική ζωή εξορίζεται από το σχολείο χάριν της αγοράς που καμώνεται πως την αντιπροσωπεύει
Ο Κ. Γαβρόγλου «καταφέρνει να ξαναδώσει ζωή σε μια κατά γενική ομολογία νεκρή τάξη» ή το «Γαβρόγλειο κατασκεύασμα» είναι ο δρόμος για να μπαίνουν τα απόλυτα «κούτσουρα» σε αζήτητες Πανεπιστημιακές Σχολές; Έτσι ή αλλιώς η συζήτηση γύρω από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για το «νέο Λύκειο» διασχίζεται από δύο παραδοχές που τείνουν να αποκτήσουν ισχύ φυσικού νόμου στην κοινωνική συνείδηση. Η πρώτη παραδοχή θεωρεί ότι υπάρχουν κάποια παιδιά «που παίρνουν τα γράμματα» και άλλα που αδυνατούν ή/και δεν θέλουν. Με άλλα λόγια η παιδεία και η δυνατότητα εκπαίδευσης εξαρτώνται από το αν ένα παιδί «έχει κλίση στα γράμματα» ή είναι «κούτσουρο». Βαθύ μίσος και απαξίωση αλήθεια αποκαλύπτουν ακόμη και οι λέξεις που επιλέγει κάποιος για να μιλήσει για τη νέα γενιά. Αλλά, εδώ έγκειται η δεύτερη παραδοχή: για όσα παιδιά έχουν «κλίση στα γράμματα», η προσέλκυση και η τελική εκπαίδευσή τους, δεν μπορεί παρά να «ζωντανεύει» μόνο όταν υπάρχει μια εξεταστική, ανταγωνιστική διαδικασία που θα τα κατατάσσει σε ανεπαρκείς, καλούς και αρίστους.
Η βαθιά οπισθοδρομικότητα και ταξικότητα των εξαγγελιών Γαβρόγλου για το νέο λύκειο, δε βρίσκεται μόνο στο ότι έχουν ως κέντρο τους αυτές τις δύο παραδοχές, ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ. Το σχολείο και η εκπαίδευση στον καπιταλισμό, διατηρώντας την ουσία της αναπαραγωγής της φτηνής εργατικής δύναμης αλλά και στελεχών της καπιταλιστικής παραγωγής και του αστικού κράτους, φιλοξενούσε πάντα οριακά και μια διορθωτική δυνατότητα για τα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων. Κάτω από την πίεση των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος, η δημόσια εκπαίδευση έδινε θεωρητικά τη δυνατότητα, σε ένα παιδί της εργατικής τάξης -αν και όχι με ίση αφετηρία- να ξεπεράσει τα κληρονομημένα ταξικά ελλείμματα και να σπουδάσει σπάζοντας κάποια ταξικά όρια στη μόρφωση και στην επιστήμη.
Η μεγάλη αλλαγή που φέρνει ο νόμος Γαβρόγλου -αθροιστικά και συνδυαστικά με άλλα νομοθετήματα- είναι ακριβώς στην πλήρη ανατροπή αυτού του μερικού διορθωτικού ρόλου. Ο μαθητής καλείται να ενσωματώσει και να βιώσει ως δική του προσωπική επιλογή την απόρριψη ή τον δεύτερο ρόλο. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση που επιχειρεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αποτελεί στην ουσία της μια αστική αντεπανάσταση μέσα στο σύγχρονο καπιταλισμό. Στη μορφή της δε, κινείται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση καθώς διεκδικεί να αποτελεί προϊόν ατομικής επιλογής και συναίνεσης.
Οι παραπάνω απαντήσεις αντιστρατεύονται πλήρως το ερώτημα ενός σχολείου που θα μορφώνει όλα τα παιδιά πλήρως μέχρι τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Ένα σχολείο που θα αναζητά τρόπους για να το πετύχει αυτό κι όχι για να πιστοποιήσει ποια παιδιά δεν μπορούν, εσωτερικεύοντας σε αυτά την ενοχή της αποτυχίας. Στους μαχόμενους εκπαιδευτικούς γίνεται κάθε ημέρα όλο και πιο καθαρό ότι όλα τα παιδιά είναι υποκείμενα δυνατοτήτων, που το αστικό σχολείο αδυνατεί να αναπτύξει. Όχι μόνο λόγω κρίσης: Από πρόθεση διαστρέφει το ταξικά λειψό, μορφωτικό, πολιτισμικό κεφάλαιο με το οποίο έρχονται τα πιο φτωχά παιδιά στο σχολείο, σε λόγο μόνιμης κατωτερότητας τους.
Το ότι το περιεχόμενο της εκπαίδευσης μένει εκτός συζήτησης δεν είναι απλά ατόπημα βιασύνης. Είναι «έγκλημα εκ προμελέτης», της γνωστής ευρωπαϊκής και κατά ΟΟΣΑ επιχειρηματικής λογικής: να ασχολούμαστε με τις «εκροές» κι όχι τις «εισροές». Είναι απόρροια της εξεταστικίτιδας, της αντίληψης που θεωρεί για παράδειγμα ότι το μάθημα της χημείας θα αναβαθμιστεί αν είναι εξεταζόμενο, ενώ την ίδια στιγμή τα εργαστήρια καταργούνται. Η πραγματική ζωή εξορίζεται από το σχολείο χάριν της αγοράς που καμώνεται πως την αντιπροσωπεύει.
Παιδεία όμως είναι ο λόγος, η φιλοσοφία, η ιστορία, οι τέχνες και οι επιστήμες. Είναι η αρμονική ανάπτυξη των χεριών, των κλίσεων και των αισθήσεων. Της γνώσης και της επαφής με την παλλόμενη κοινωνία και τους κλάδους παραγωγής κάτω από την μπαγκέτα των εργατικών αναγκών κι όχι με ότι προστάζει το γούστο, το κέρδος ή/και το καμουτσίκι του εργοδότη. Είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της ικανότητας να εξηγούμε, να επιδρούμε, να επηρεάζουμε και να αλλάζουμε τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας. Όλα αυτά που σέβονται τη νέα γενιά που θα τα ψηλώσει στο μπόι της ελευθερίας της ανθρωπότητας και τους δασκάλους που θα την ορμηνεύσουν γι αυτό. Απέναντι στα «κούτσουρα» και τα «μορμολύκεια» της αστικής πολιτικής που ταυτίζουν με το δικό τους θάνατο, το μέλλον.