των Γιώργου Παυλόπουλου, Δανάη Μαραγκουδάκη
Πριν μια περίπου εβδομάδα, κυριολεκτικά στο παρά πέντε και με κόστος που επισήμως αγγίζει τα 17 δις ευρώ (στην πραγματικότητα είναι πιο μεγάλο), αποφασίστηκε από την ιταλική κυβέρνηση η διάσωση δύο εκ των πλέον προβληματικών τραπεζών της χώρας, της Veneto Banca και της Banca Popolare di Vicenza, οι οποίες βρίσκονται ήδη σε διαδικασία χρεοκοπίας. Ο ιππότης με το άσπρο άλογο που ήρθε να σώσει τις δύο αυτές τράπεζες και τα χρήματα των «ομολογιούχων υψηλής εξασφάλισης» δεν ήταν άλλος από το κράτος, σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, την Intesa Sanpaolo, η οποία ανέλαβε δράση μόνο όταν της δόθηκαν επαρκείς και γενναιόδωρες κρατικές εγγυήσεις.
Η ιστορία βεβαίως δεν τελειώνει εδώ, καθώς θα ακολουθήσει ο διαχωρισμός των χαρτοφυλακίων των δύο τραπεζών σε «καλά» και «κακά», ώστε η Intesa να κρατήσει το «καλό» κομμάτι και να πετάξει από πάνω της το «κακό», το οποίο η ιταλική Sole24Ore υπολογίζει ότι φτάνει τουλάχιστον τα 20 δισ. ευρώ. Όσο για το ποιος θα αναλάβει το κόστος αυτού του προβληματικού κομματιού, δεν είναι άλλος από το ιταλικό κράτος, δηλαδή τους φορολογούμενους. Για ποιον λόγο, άλλωστε, γίνονται οι αιματηρές περικοπές στην υγεία, τις συντάξεις και την παιδεία, αν όχι για να σωθούν μία ή περισσότερες τράπεζες σε μια δύσκολη στιγμή; Και τι… ψυχή έχουν οι περίπου 3.900 εργαζόμενοι που υπολογίζεται ότι θα οδηγηθούν προς την «εθελούσια έξοδο» (όπως ευσχήμως ονομάζεται η απόλυση) για να συμβάλουν σε αυτόν τον «ιερό σκοπό»;
Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε κανείς να δώσει δίκιο στο Βερολίνο και τον Σόιμπλε, που εμφανίστηκαν εξοργισμένοι μετά τη συγκεκριμένη εξέλιξη – για την οποία, μάλιστα, είχε δώσει το «πράσινο φως» και η Κομισιόν. Οι Γερμανοί έκαναν λόγο για κατάφωρη παραβίαση των κανόνων (οδηγία BRRD) τους οποίους σχετικά πρόσφατα ενέκρινε η ευρωζώνη όσον αφορά τη λειτουργία των τραπεζών, ειδικά σε περιόδους κρίσης και σε περιπτώσεις χρεοκοπίας. Ορισμένοι δεν δίστασαν να ισχυριστούν ότι με την απόφασή της αυτή, η Ρώμη ουσιαστικά «έθαψε» τα σχέδια για τη συγκρότηση μιας «τραπεζικής ένωσης» η οποία –δικαίως– είναι άρρηκτα δεμένη με την περαιτέρω ολοκλήρωση εντός της ευρωζώνης. Όσο για την ΕΚΤ και τον Ντράγκι, διαπίστωσαν για μια ακόμη φορά ότι τις κρίσιμες στιγμές, αυτός που δίνει τον ρυθμό είναι η πολιτική και οι προτεραιότητές της και όχι οι τεχνοκράτες της Φρανκφούρτης. Τι προβλέπουν, όμως, οι νέοι ευρωπαϊκοί κανόνες οι οποίοι (δίχως αμφιβολία) παραβιάστηκαν στην περίπτωση των δύο ιταλικών τραπεζών; Σύμφωνα με αυτούς και σε γενικές γραμμές, σε περιπτώσεις που μια τράπεζα χώρας-μέλους της ευρωζώνης φτάνει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, τότε δεν πρέπει το κόστος της διάσωσής της να μετατίθεται εξ’ ολοκλήρου στον κρατικό προϋπολογισμό (το κλασικό μοντέλο bail-out), αλλά μεγάλο μέρος του θα οφείλουν να επωμίζονται οι μέτοχοι, μεγαλοομολογιούχοι και καταθέτες του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (γνωστό και ως bail-in). Ουσιαστικά, οι κανόνες αυτοί δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στην περίπτωση της Κύπρου, πριν καν ψηφιστούν και με «πιλοτικό» τρόπο, ενώ πρόσφατα εφαρμόστηκαν και σε μια μικρή ισπανική τράπεζα, στην υπόθεση της οποίας ενεπλάκη η μεγάλη Banco Popular, η οποία τώρα διαμαρτύρεται για αθέμιτο ανταγωνισμό, όπως κάνει και η κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Η έγκρισή τους υπήρξε καρπός πολύμηνων και έντονων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων στους κόλπους των κυβερνήσεων και τραπεζιτών της ευρωζώνης. Θεωρήθηκε δε ακρογωνιαίος λίθος για τη διαχείριση του τεράστιου προβλήματος που έχει να κάνει με τα επισφαλή (ή αλλιώς «κόκκινα») δάνεια που έχουν στην κατοχή τους οι περίπου 5.500 τράπεζες των χωρών-μελών και κυρίως οι θεωρούμενες ως συστημικές. Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα πρόβλημα ζωτικής σημασίας, καθώς το συνολικό ποσό της συγκεκριμένης κατηγορίας δανείων υπολογίζεται ότι ενδεχομένως φτάνει ή και ξεπερνά το ένα τρις ευρώ, με τα περίπου 200 δις από αυτά να αφορούν τις τράπεζες της Ιταλίας, έχοντας διπλασιαστεί μέσα στην τελευταία εξαετία και καθιστώντας τη χώρα μια βόμβα μεγατόνων στα θεμέλια του οικοδομήματος της καπιταλιστικής ΕΕ και του ευρώ.
Όπως δε έχουν καταλάβει ήδη οι περισσότεροι, εμπνευστής του νέου συστήματος ήταν η Γερμανία – κι αυτό συνέβη για ευνόητους λόγους. Στις πρώτες φάσεις της κρίσης, τα διαδοχικά μνημόνια με την Αθήνα απάλλαξαν τις γερμανικές τράπεζες από το μεγαλύτερο μέρος του βάρους που συνεπαγόταν η έκθεσή τους στο ελληνικό δημόσιο (και ιδιωτικό) χρέος, το οποίο διαμοιράστηκε στα κράτη και τους φορολογούμενους όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Μέρκελ-Σόιμπλε επιχείρησε να τις θωρακίσει περαιτέρω, ώστε κανείς εταίρος να μη ζητήσει, αμέσως ή εμμέσως, βοήθεια από το Βερολίνο για να σώσει τις τράπεζές του – κάτι που θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συμβεί με τη δημιουργία «τρύπας» στον κρατικό προϋπολογισμό και την προσφυγή στον δανεισμό από τον ESM ή την ΕΚΤ. Έτσι, τελικά, επιβλήθηκε η διαδικασία από εδώ και στο εξής να είναι σε μεγάλο βαθμό εσωτερική, μέσω μιας βίαιης και πολυεπίπεδης ανακατανομής εισοδήματος και καταστροφής ασφαλιστικών ταμείων, συνταξιοδοτικών κεφαλαίων, ακόμη και μερίδων του κεφαλαίου και της αστικής τάξης της εκάστοτε χώρας.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η επιλογή αυτή αποτελεί πλευρά της ηγεμονίας του γερμανικού κεφαλαίου στην Ευρώπη, η οποία εκφράζεται με διάφορους τρόπους και του διασφαλίζει σοβαρά πλεονεκτήματα έναντι των εταίρων και ανταγωνιστών του από τις άλλες χώρες. Είναι φυσική συνέχεια του προκλητικά φτηνού δανεισμού για τις επιχειρήσεις της χώρας, καθώς και του τεράστιου πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Συμπληρώνεται δε από το βέτο που προβάλει συστηματικά το Βερολίνο στον έλεγχο από την ΕΚΤ και τις διακρατικές αρχές στα χαρτοφυλάκια των εκατοντάδων, αν όχι χιλιάδων, τραπεζών που λειτουργούν σε επίπεδο κρατιδίων (Landesbanken), τα οποία είναι βέβαιο ότι κρύβουν… σκελετούς και απίστευτες ιστορίες πολιτικής και επιχειρηματικής διαπλοκής.
Έτσι, αν και με την πρώτη ματιά το νέο σύστημα φαντάζει πιο δίκαιο από το προηγούμενο και ο Σόιμπλε μοιάζει να έχει το δίκιο με το μέρος του, είναι φανερό ότι η στάση της γερμανικής ολιγαρχίας και της κυβέρνησής της δεν έχει σχέση με …δικαιοσύνη και ισότητα αλλά έχει ως αποκλειστικό κριτήριο την υπεράσπιση των συμφερόντων της και της κυριαρχίας της στην Ευρώπη. Όπως, αντιστοίχως, οι θέσεις που υποστηρίζουν και οι ενέργειες που κάνουν οι κυβερνήσεις άλλων χωρών (όπως της Ιταλίας) επιβάλλονται από τις ανάγκες του «δικού τους» κεφαλαίου.
Πρέπει δε να είναι απολύτως καθαρό ότι ο καμβάς σε όλες τις περιπτώσεις είναι ίδιος, έστω κι αν ο δρόμος που επιλέγεται είναι διαφορετικός: Η ιδιωτικοποίηση των κερδών και η κοινωνικοποίηση των ζημιών. Γι’ αυτό, εξάλλου, η στάση της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς απέναντι σε τέτοιου είδους εξελίξεις δεν μπορεί να υποτάσσεται στα διλήμματα που θέτει ο –συχνά άγριος– ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες πτέρυγες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ειδικά όσον αφορά τη ραχοκοκκαλιά του συστήματος, που δεν είναι άλλη από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις τεράστιες δυνατότητες που έχει αποκτήσει την εποχή της ψηφιακής επανάστασης, οι διαχωριστικές γραμμές πρέπει να είναι ξεκάθαρες και να μην σηκώνουν …παρερμηνείες. Η εθνικοποίηση των τραπεζών και πρωτίστως των συστημικών, με παράλληλη επιβολή ενός πλαισίου ισχυρού και αποτελεσματικού κοινωνικού-εργατικού ελέγχου, αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να σπάσει η παντοδυναμία του μπλοκ της αστικής εξουσίας και να προκληθούν σοβαρές ρωγμές στο οικοδόμημά του.
Κι αυτό, βεβαίως, δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να συμβεί εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ, που θα υπερασπιστούν λυσσαλέα και με κάθε μέσο τις τράπεζες και τους τραπεζίτες τους. Κάτι ξέρει ο Στουρνάρας όταν διαμηνύει ότι είναι παντοδύναμος και υπεράνω όλων και δεν μπορεί κανείς να τον αγγίξει…