Γιώργος Παυλόπουλος
Οι δύο ισχυρότερες οικονομίες του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, οι οποίες διαθέτουν ταυτόχρονα τρομακτικές πολεμικές μηχανές και πυρηνικό οπλοστάσιο, οδηγούνται σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση. Μόνο έτσι, αργά ή γρήγορα, θα ξεκαθαρίσει ποια έχει το πάνω χέρι και θα βάλει τη σφραγίδα της στη νέα τάξη πραγμάτων, για να διαδεχθεί την παλιά που καταρρέει με πάταγο.
Με δασμούς ύψους 145% και 125% αντιστοίχως, όσο δηλαδή είναι το συνολικό ποσοστό που έχουν επιβάλει – μέχρι στιγμής – οι Ηνωμένες Πολιτείες στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα και η Κίνα σε εκείνα τα οποία αγοράζει από την Αμερική, δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το διμερές εμπόριο θα μπει, αν δεν έχει ήδη μπει, στον «πάγο». Παρά δε το γεγονός ότι αντιπροσωπεύει μόνο το 2% της αξίας των διεθνών συναλλαγών για το 2024 (λίγο πάνω από 600 δισ. δολάρια σε αγαθά και υπηρεσίες σε σύνολο σχεδόν 33 τρισ.), η σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης δεν είναι απλώς ή κυρίως ποσοτική.
Πρόκειται, εξάλλου, για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον πλανήτη, οι οποίες αποτελούν ταυτόχρονα στρατιωτικές και πυρηνικές υπερδυνάμεις. ΗΠΑ και Κίνα, για του λόγου το αληθές, αντιπροσωπεύουν το 43% του παγκόσμιου ΑΕΠ και σχεδόν το μισό (48%) της βιομηχανικής παραγωγής σε όλο τον πλανήτη. Καθώς δε οι εφοδιαστικές αλυσίδες παραμένουν διεθνοποιημένες, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προορισμός για τις αμερικανικές εξαγωγές, πίσω από το Μεξικό και τον Καναδά και οι εισαγωγές από αυτήν αντιπροσωπεύουν το 13,5% των συνολικών για τις ΗΠΑ και υπολείπονται μόνο των αντίστοιχων από το Μεξικό, εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πως ένας οικονομικός-εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο θα έχει σοβαρές και εκτεταμένες επιπτώσεις για όλους.
Κλιμακώνεται ο πόλεμος των δασμών, πιο κοντά η γενική σύρραξη
Το επιχείρημα του Τραμπ και της κυβέρνησής του, βεβαίως, είναι ότι στην περίπτωση ενός τέτοιου πολέμου, χαμένοι θα είναι κυρίως οι Κινέζοι και κερδισμένοι οι Αμερικανοί. Κι αυτό διότι, όπως ισχυρίζονται, πέρυσι οι εισαγωγές στις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν σε 438,9 δισ. δολάρια και οι εξαγωγές τους στα 143,5 δισ., με αποτέλεσμα ένα έλλειμμα που ξεπερνά τα 295 δισ. (το μεγαλύτερο απ’ ό,τι με οποιαδήποτε άλλη χώρα), όντας μάλιστα αυξημένο κατά 5,8% σε σύγκριση με το 2023. Κάτι που σημαίνει, με βάση το σκεπτικό τους, ότι η Ουάσιγκτον ήταν περίπου υποχρεωμένη να επιβάλει τους δασμούς, ενώ στην περίπτωση που το Πεκίνο συνεχίσει να απαντά και να μην συνθηκολογεί θα είναι σαν να «χτυπά τη γροθιά στο μαχαίρι». Πολύ περισσότερο καθώς, όπως υπολογίζει η Goldman Sachs, 10-20 εκατ. θέσεις εργασίας στην Κίνα είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και θα απειληθούν άμεσα, προκαλώντας έντονες κοινωνικές αναταράξεις για το καθεστώς της.
Οι συγκεκριμένοι αριθμοί, όμως, αποτυπώνουν μόνο τη μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη περιλαμβάνει τόσο κάποιους άλλους αριθμούς, που οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα πράγματα δεν είναι «άσπρο-μαύρο» όσο και ορισμένα δεδομένα τα οποία αποδεικνύουν πως η Κίνα κρατά στα χέρια της αρκετά καλά χαρτιά. Για παράδειγμα, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι ορισμένα βασικά καταναλωτικά αγαθά για τους Αμερικανούς προέρχονται σε μεγάλο ποσοστό από τους Κινέζους – όπως το 80% περίπου των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων και των φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών (αυτός είναι ο λόγος που έκανε τον Τραμπ να ανακοινώσει προσωρινή εξαίρεση των δασμών στα συγκεκριμένα είδη), το 85% από τις κονσόλες βιντεοπαιχνιδιών, το 75% των ανεμιστήρων και πολλά ακόμη. Ακόμη χειρότερα για τον Τραμπ, το εμπάργκο που ήδη επέβαλε το Πεκίνο στις εξαγωγές των αποκαλούμενων «σπάνιων γαιών» απειλεί να προκαλέσει δομικά προβλήματα σε μια σειρά κλάδους, από τις αυτοκινητοβιομηχανίες ως τις πολεμικές βιομηχανίες, μια και στην Κίνα αντιστοιχεί περίπου το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των διαπιστωμένων αποθεμάτων.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Σι Τζινπίνγκ έσπευσε ήδη αυτή την εβδομάδα στο Βιετνάμ, την Καμπότζη και τη Μαλαισία – σε βάρος των οποίων ο Τραμπ έχει ανακοινώσει δασμούς 46%, 49% και 24% αντιστοίχως – καλώντας τις ηγεσίες τους να συνάψουν μαζί του μια στρατηγική συμμαχία κατά των ΗΠΑ. Επίσης, έγινε γνωστό ότι πραγματοποιήθηκε συνάντηση σε υψηλό επίπεδο της Κίνας με την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα, δηλαδή με τις δύο πιο στενές συμμάχους των Αμερικανών στον Ειρηνικό. Ακόμη και προς την ΕΕ έριξε τα «δίχτυα» του το Πεκίνο, καλώντας τη να αντιμετωπίσουν μαζί την απειλή του Τραμπ και δηλώνοντας έτοιμο για συμβιβασμούς προκειμένου να το καταφέρει.
Η αλήθεια είναι πως, για την ώρα, ουδείς μπορεί να προβλέψει ποιος θα βγει νικητής από ένα γενικευμένο οικονομικό-εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας. Σίγουρα, ωστόσο, πρέπει να θεωρούνται τρία πράγματα. Το ένα είναι πως δεν πρόκειται για μια πορεία η οποία ξεκίνησε ξαφνικά. Δεν είναι τυχαίο πως ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί διατήρησαν και αύξησαν τους δασμούς που είχε επιβάλει το 2018 ο Τραμπ, κατά την πρώτη του προεδρία. Οι δε Κινέζοι έχουν φροντίσει να περιορίσουν σταδιακά την έκθεσή τους στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα σήμερα η αμερικανική αγορά να απορροφά κάτω από το 15% των συνολικών εξαγωγών τους, έναντι 22% σχεδόν πριν δύο δεκαετίες, ενώ το ποσοστό των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου τα οποία έχουν στην κατοχή τους έχει περιοριστεί από το 29% όταν ανέλαβε την ηγεσία ο Σι, το 2013, στο 9% σήμερα.
Πεκίνο και Ουάσιγκτον καλούν πλέον ανοιχτά τους πάντες να επιλέξουν στρατόπεδο
Το δεύτερο έχει να κάνει με την επιτάχυνση της διαδικασίας διαμόρφωσης των δύο ανταγωνιστικών και αντίπαλων στρατοπέδων στην παγκόσμια «σκακιέρα». Σε αυτό το φόντο, οι πάντες θα κληθούν να διαλέξουν στρατόπεδα – μικροί αλλά και μεγάλοι, όπως δείχνει το τελεσίγραφο του προέδρου της ομοσπονδιακής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ προς τις Βρυξέλλες αναφορικά με το εάν θα επιλέξουν ευρωπαϊκά ή κινεζικά συστήματα.
Όσο για το τρίτο, δυστυχώς, πηγάζει από τη διαπίστωση ότι και οι δύο πλευρές είναι ισχυρές και μπορούν να αντέξουν μεγάλο διάστημα, καταφέρνοντας παράλληλα καίρια πλήγματα στον αντίπαλο. Επειδή, όμως, η ιστορία δεν αγαπά τα «τέλματα» και ο διεθνής ολοκληρωτικός καπιταλισμός το τελευταίο που έχει ανάγκη είναι από μια παρατεταμένη κρίση κερδοφορίας και αβεβαιότητας, η συνεπαγωγή οδηγεί στη γνωστή κατεύθυνση: Επίλυση των διαφορών με τη βία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 18-20 Απριλίου