Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Από την πλευρά του συστήματος διαδίδεται η άποψη πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει αρμοδιότητες. Στην πράξη όμως υπάρχουν κρίσιμα σημεία όπου παίζει σταθεροποιητικό ρόλο για το σύστημα.
Διάχυτη και ενισχυόμενη είναι η γνώμη στην κοινωνία ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στερείται ουσιαστικών αρμοδιοτήτων και σχεδόν έχει τυπικό ρόλο. Αυτή η αντίληψη αναιρείται από την πραγματικότητα. Η διάδοση αυτής της αντίληψης από την αστική ιδεολογία εξυπηρετεί μια προσπάθεια ωραιοποίησης και συγκάλυψης της συμβολής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε να εξυπηρετεί αποτελεσματικότερα το σύστημα της αστικής δημοκρατίας.
Η ανάγκη της αστικής τάξης για ισχυρή και συγκεντρωτική εξουσία, που ισχύει γενικώς ανεξάρτητα απ΄τις διαφοροποιήσεις της εξουσίας της, εκφράστηκε στο Σύνταγμα του 1975. Η ρευστότητα της εποχής, λόγω της πρόσφατης απαλλαγής από τη στρατιωτική χούντα και της εκδήλωσης ισχυρών ριζοσπαστικών τάσεων, πρυτάνευσε στη συγκρότηση μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, ικανής να λαμβάνει γρήγορες και επιβλητικές αποφάσεις, χωρίς «ενοχλητικές» συζητήσεις και αντιδράσεις.
Η εγκαθίδρυση ισχυρής κρατικής εξουσίας αποτυπώνεται στο Σύνταγμα του 1975 με την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, εις βάρος της νομοθετικής και δικαστικής, εκφρασμένη όχι τόσο στο επίπεδο της κυβέρνησης, που είναι υπεύθυνη απέναντι στη Βουλή και στο λαό, αλλά στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Παρά τον περιορισμό, ωστόσο, αρμοδιοτήτων στη συνέχεια, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας παραμένει αποφασιστικός στο πολιτικό σύστημα. Σ΄ ορισμένες περιπτώσεις του αναγνωρίζονται δικαιώματα, τα οποία ασκεί αυτοτελώς, χωρίς την έγκριση της Βουλής ή και αντίθετα με τη βούληση της πλειοψηφίας της. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις παρατηρούνται στα ακόλουθα άρθρα του Συντάγματος:
– Άρθρο 42: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει νομοσχέδιο, που έχει ψηφιστεί από την πλειοψηφία της Βουλής, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής. Το νομοσχέδιο εισάγεται εκ νέου στην ολομέλεια της Βουλής και αν επιψηφιστεί απ’ την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε μόνον ο Πρόεδρος υποχρεούται να εγκρίνει το νομοσχέδιο αυτό.
– Άρθρο 44: Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι οποίες υλοποιούνται χωρίς έγκριση απ’ τη Βουλή. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο (άρα, σε περισσότερες από σαράντα ημέρες). Τα αποτελέσματα των πράξεων αυτών, ακόμη και αν αυτές δεν εγκριθούν απ’ τη Βουλή, διατηρούν την ισχύ τους…
– Άρθρο 48: Και η μέγιστη παρέκκλιση της νομοθετικής εξουσίας από τη δημοκρατία:
Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του πολιτεύματος, η βουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή τον νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια (στρατοδικεία), αναστέλλει την ισχύ θεμελιωδών νόμων της αστικής δημοκρατίας. Από τον νόμο ορίζεται περιορισμένη διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων. Βεβαίως, αυτή η διάταξη μπορεί να μην τηρείται και το δικτατορικό καθεστώς να επιβάλλεται επ’ αόριστον. Επικουρικά προς αυτό το δημοκρατοκτόνο άρθρο λειτουργεί και το Άρθρο 61, που προστατεύει τον βουλευτή για οποιαδήποτε ψήφο έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων του. Σαφέστερα δε το Άρθρο 62 προβλέπει ότι δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών τη νέας βουλής…
Ο ρόλος του Προκόπη Παυλόπουλου στο δημοψήφισμα του 2015 για να μην σπάσει η «ζώνη ασφαλείας» του συστήματος με την ΕΕ ήταν σημαντικός
Κραυγαλέα περίπτωση συστημικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας στην εκτελεστική εξουσία, συντελέστηκε όταν ο Προκόπης Παυλόπουλος, όντας Πρόεδρος, έδρασε ως θεματοφύλακας της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας το 2015. Το απόγευμα μετά το κλείσιμο της κάλπης για το δημοψήφισμα, οι πολιτικοί αρχηγοί, περιλαμβανομένου και του Αλέξη Τσίπρα, συνειδητοποίησαν ότι η νίκη του «Όχι» με 61% θα συνοδευόταν με βαθιά κοινωνική αναστάτωση με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Το βράδυ του δημοψηφίσματος, ο Παυλόπουλος παραβιάζοντας θεσμικά τον ρόλο του, που δεν προβλέπει παρέμβαση και υπαγόρευση των αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, σε επικοινωνία και συνεργασία με τον τότε πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, επέβαλε μια διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία για το δημοψήφισμα. Η ερμηνεία αυτή ήταν ότι το δημοψήφισμα σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά στοιχειοθετεί «εντολή ενίσχυσης της προσπάθειας, για να επιτευχθεί μια κοινωνικά δίκαιη και οικονομικά λειτουργική συμφωνία». Μάλιστα, σύμφωνα με μεταγενέστερες αναφορές του Π. Παυλόπουλου, ο Τσίπρας επικοινώνησε με τον Παυλόπουλο και του μετέφερε την πληροφορία ότι ο Ντόναλντ Τουσκ, ως πρόεδρος του ευρωπαϊκού συμβουλίου, θ΄ αποδεχόταν τη διαβεβαίωση της Ελλάδας ότι επιζητεί συμφωνία για νέο πρόγραμμα, μόνον αν αυτή προερχόταν απ’ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Τουσκ γνώριζε ότι ο Παυλόπουλος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, βάσει του Συντάγματος, δεν έχει εκτελεστική εξουσία, αλλά με την εμπλοκή του πρωθυπουργού Τσίπρα στην εκστρατεία του «Όχι» (για λόγους ενσωμάτωσης προφανώς), μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε απομείνει, για να εκφράσει «την κοινή λογική της εθνικής συλλογικότητας».
Ο Π. Παυλόπουλος αποκάλυψε εκ των υστέρων πως προσέφυγε μέσω του προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ στην ΕΕ, μεταφέροντας τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι το δημοψήφισμα έγινε (από την κυβέρνηση) για να υπάρξει μεγαλύτερη δυνατότητα και στήριξη στη διαπραγμάτευση που έπρεπε να γίνει και όχι για ρήξη με την ΕΕ. «Αφού είχα και αυτή τη δήλωσή του, γιατί αλλιώς θα είχα παραιτηθεί- τότε είχαν κοπεί οι γέφυρες με την Ευρώπη, εκείνη την τραγική εβδομάδα-επικοινώνησα με τον πρόεδρο της Γαλλίας Φρ. Ολάντ». Ο Π. Παυλόπουλος, σε συνεργασία με τον Α. Τσίπρα, συγκάλεσε και προήδρευσε στη σύνοδο των πολιτικών αρχηγών την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος (6/7/2015), όπου συμμετείχαν όλοι (εκτός Χρυσής Αυγής που δεν είχε καλεστεί), με τον Π. Παυλόπουλο να ομνύει αργότερα στην υπευθυνότητά τους, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ. Έτσι, με τη συναίνεση Παυλόπουλου και Τσίπρα επιβλήθηκε το τρίτο και χειρότερο για τον ελληνικό λαό μνημόνιο.
Αυτή είναι και η πιο τρανή, εν τοις πράγμασι, απόδειξη ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει καθόλου τυπικό ρόλο… Ιδιαίτερα σε κρίσιμες για το σύστημα καταστάσεις.