Γιώργος Μουρμούρης
Μητσοτάκης: Η τιμή του νερού δεν αυξάνεται… αναπροσαρμόζεται!
«Το νερό είναι, δυστυχώς, απαράδεκτα φθηνό, η σπατάλη του είναι εξωφρενική». Ήταν 19 Σεπτέμβρη του 2019 όταν ο τότε κυβερνητικός βουλευτής Μπάμπης Παπαδημητρίου άνοιγε έξαφνα στη Βουλή το ζήτημα της τιμολόγησης του νερού, με την τοποθέτησή του να προκαλεί θύελλα αντιδράσεων. Ο ίδιος τότε σε τηλεοπτική του συνέντευξη αρνήθηκε την κατηγορία ότι λειτούργησε ως «λαγός» για να ανοίξει το ζήτημα της ακραίας εμπορευματοποίησης ενός ακόμη κοινωνικού αγαθού, ωστόσο οι εξελίξεις των επόμενων ετών επιβεβαίωσαν ότι «κάτι τρέχει» με το νερό.
Ένα αποφασιστικό βήμα έγινε στις 21 Μαρτίου 2023, με την ψήφιση νομοσχεδίου που διεύρυνε τις αρμοδιότητες της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) ώστε να συμπεριλαμβάνεται η διαχείριση των απορριμάτων και των υδάτων (εξού και η μετονομασία της σε ΡΑΑΕΥ). Στις καταγγελίες για πορεία ιδιωτικοποίησης του νερού, δεδομένου ότι η ΡΑΕ/ΡΑΑΕΥ έχει ως αποστολή την εύρυθμη λειτουργία αγορών στις οποίες κυριαρχεί ο «ανταγωνισμός», δηλαδή η αχαλίνωτη ιδιωτική κερδοσκοπία, η κυβέρνηση αντιδρούσε κραδαίνοντας την απόφαση επιστροφής των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ πίσω στο Δημόσιο από το διαβόητο Υπερταμείο στο οποίο τις είχε παραδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι που την περασμένη Τετάρτη το ΥΠΕΝ αποφάσισε να ανοίξει τα χαρτιά του.
Ως εμπόρευμα βλέπει το πιο βασικό δημόσιο αγαθό η κυβέρνηση
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θόδωρος Σκυλακάκης παρουσίασε πακέτο επτά πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει ενοποίηση των κατά τόπους φορέων διαχείρισης υδάτων, πακέτο έργων με εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα σε πλευρές όπως η παροχή ενέργειας (πχ, για τη λειτουργία αφαλατώσεων) και «αναπροσαρμογή» των τιμολογίων, δηλαδή επιβολή αυξήσεων στους λογαριασμούς υδροδότησης.
Στην πράξη η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται για μία ακόμα φορά μια υπαρκτή κρίση και πρόκληση, δηλαδή το ζήτημα της ορθολογικής διαχείρισης των πεπερασμένων υδάτινων πόρων στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, για να προωθήσει την ατζέντα των ΣΔΙΤ/ιδιωτικοποιήσεων, της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών, της «ανταγωνιστικότητας» και των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων.
Με άλλα λόγια, η υπαρκτή κακοδιαχείριση των υδάτινων πόρων που αφορά κυρίως σε επιχειρηματικές δραστηριότητες (άρδευση για τη βιομηχανοποιημένη γεωργία, κάλυψη των αυξημένων αναγκών που γεννά ο υπερτουρισμός στα νησιά, τεράστιες σπατάλες σε άχρηστες «επενδύσεις» που μάλιστα πριμοδοτούνται ως «στρατηγικές», όπως ξενοδοχειακές μονάδες με δεκάδες πισίνες και γήπεδα γκολφ ακόμα και σε μέρη που μαστίζονται από τη λειψυδρία) επιχειρείται να φορτωθεί και πάλι στις πλάτες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων υπό τη μορφή επιβολής ενός νέου «χαρατσιού», αυτή τη φορά μέσω των λογαριασμών ύδρευσης. Και ακόμα παραπέρα, η κρατική αδιαφορία για την ύπαρξη ενός ενιαίου δημόσιου φορέα διαχείρισης των υδάτων που οδήγησε στη δημιουργία δεκάδων ΔΕΥΑ, πολλές εκ των οποίων είναι εδώ και χρόνια υποστελεχωμένες ή αντιμετωπίζουν σοβαρά τεχνικά και διαχειριστικά προβλήματα, επιχειρείται να επιλυθεί με την εμπορευματοποίηση ενός ακόμη κοινωνικού αγαθού, στο πλαίσιο και της οδηγίας 2000/60 της ΕΕ που απαιτεί πλήρη ανάκτηση κόστους υπηρεσιών ύδατος.
Το παιχνίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη με τις λέξεις, ότι δηλαδή δεν θα υπάρξουν αυξήσεις στην τιμή του νερού αλλά «αναπροσαρμογή στο επίπεδο του πληθωρισμού» (που στην Ελλάδα παραμένει αχαλίνωτος) αποτελεί ένα επιπλέον καμπανάκι προειδοποίησης: Έρχεται η ώρα της μάχης για το νερό.