Διαβάστε αποσπάσματα από την εισαγωγή και τον επίλογο του βιβλίου.
Η ακραία εξατομίκευση, η αίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου για να επιβιώσεις πρέπει να ακολουθείς την αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος», αποτελεί το ιδανικό υπόστρωμα για την οργιαστική ανάπτυξη της Ακροδεξιάς με οποιαδήποτε μορφή. Γι’ αυτό «Δημοκρατία και Εργασία, πολιτική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη: Ή θα σωθούν μαζί ή θα αφανιστούν μαζί. Τρίτος δρόμος δεν υπήρξε πραγματικά στην Ιστορία και δεφαίνεται πιθανό να υπάρξει στο μέλλον». Πρόκειται για βασικά συμπεράσματα του νέου βιβλίου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, με τίτλο Το γκρίζο κύμα, η νέα ακροδεξιά και οι συνεργοί της, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος. Το Πριν προχωρά σε προδημοσίευση αποσπασμάτων από την εισαγωγή και τον επίλογο του βιβλίου.
(…) Ένα από τα έργα που ξεχωρίζουν στην Αίθουσα 700, στον πρώτο όροφο του Λούβρου, είναι ο τεράστιος πίνακας «Η Σχεδία της Μέδουσας», του Τεοντόρ Ζερικό. Πηγή έμπνευσης του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου υπήρξε το πολύκροτο ναυάγιο της φρεγάτας «Μέδουσα» στις ακτές της Μαυριτανίας, το 1816, με ευθύνη του ανίκανου κυβερνήτη της. Μια σχεδία ασφυκτικά γεμάτη με ναυαγούς περιπλανιόταν για μέρες στο πέλαγος σε συνθήκες κόλασης, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να ρίχνουν τους πιο αδύναμους στο νερό για να εξοικονομηθούν τρόφιμα, ενώ σημειώθηκαν και περιστατικά κανιβαλισμού. Από αυτή την τραγωδία έλκει την καταγωγή του το (όχι και τόσο) παιδικό τραγούδι «ήταν ένα μικρό καράβι» (στα γαλλικά: Il était un petit navire), με τους ανατριχιαστικούς στίχους «και τότε ρίξανε τον κλήρο/ να δούνε ποιος-ποιος-ποιος θα φαγωθεί».
Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στον χρόνο, θα μπορούσαμε να δούμε στον πίνακα του Ζερικό μια αλληγορία για την κοινωνική συνθήκη του ύστερου καπιταλισμού – εκείνο το παθολογικό υπόβαθρο που ευνοεί τη γιγάντωση του μεταφασισμού. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για ένα αποκλειστικά «πολιτικό» πρόβλημα, οι ρίζες του οποίου θα βρίσκονταν μόνο στις επιλογές, τα λάθη ή τις προδοσίες των τάδε ή δείνα κομμάτων και ηγετών, αλλά για την πολιτική συμπύκνωση μιας δυστοπικής κοινωνικής μεταβολής. Δεκαετίες προέλασης και εμπέδωσης ενός«ολοκληρωτικού» καπιταλισμού έχουν οδηγήσει στη δραματική εξασθένιση των εργατικώνκομμάτων και συνδικάτων, αλλά και κάθε μορφής σταθερής συλλογικής οργάνωσης. Η γενικευμένη επισφάλεια ωθεί τους μοναχικούς «ναυαγούς», ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, σε έναν αγώνα όλων εναντίον όλων, με έπαθλο την απλή επιβίωση. Δεν είναι τυχαία ηδημοτικότητα των ποικίλων ριάλιτι σε στιλ «Survivor», σε διεθνή κλίμακα. Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως παρουσιαστής μιας τέτοιας νοοτροπίαςτηλεοπτικής σειράς («The Apprentice»), όπου στο τέλος κάθε επεισοδίου έδιωχνε από την εκπομπήτον πιο αδύναμο κρίκο, με την αποστροφή «Απολύεσαι»!
(…) Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρέεκ σημειώνει ότι οι σύγχρονοι πολιτικοί ηγέτες οφείλουν να απολογούνται σε δύο διαφορετικές πελατείες με διαφορετικά, έως και ασύμβατα,συμφέροντα: το Staatsvolk, το σώμα των πολιτών και ψηφοφόρων στο συγκεκριμένο έθνος-κράτος, και το Marktvolk, το σώμα των παγκόσμιων αγορών χρήματος, δηλαδή των πιστωτών, απότους οποίους εξαρτάται η εξυπηρέτηση του χρέους και η οικονομική επιβίωση του κράτους. Για να ικανοποιούνται οι δεύτεροι, η οικονομία πρέπει να μένει εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης, η κυβέρνηση να αντικατασταθεί από την τεχνοκρατική διακυβέρνηση και οι εκλογές να πάρουν χαρακτήρα όχι επιλογής ανάμεσα σε ασυμφιλίωτες εναλλακτικές λύσεις, αλλά απλής νομιμοποίησης της προαποφασισμένης πορείας. Ο πολύς Άλαν Γκρίνσπαν, διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Fed) επί τεσσάρων Αμερικανών προέδρων, συνόψισε με αφοπλιστικήειλικρίνεια τον εκφυλισμό της Δημοκρατίας στη νέα εποχή, που τόσο του άρεσε, με μια συνέντευξή του στην εφημερίδα της Ζυρίχης Tages-Anzeiger, το 2007:
«Είμαστε τυχεροί για το γεγονός ότι, χάρη στην παγκοσμιοποίηση, οι πολιτικές αποφάσεις στιςΗνωμένες Πολιτείες έχουν αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από τις δυνάμεις της παγκόσμιας αγοράς. Αν εξαιρέσουμε τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ελάχιστη σημασία πλέον έχει ποιος θαείναι ο επόμενος Πρόεδρος. Ο κόσμος κυβερνάται από τις δυνάμεις της αγοράς».
Βλέποντας τα κόμματα που ιστορικά τις αντιπροσώπευαν να μην διαφέρουν πλέον σε ζωτικάζητήματα από τους αντιπάλους τους, οι λαϊκές τάξεις σε αυξανόμενα ποσοστά απέχουν από τις εκλογές, με αποτέλεσμα η δραματική αύξηση της αποχής να αποτελεί πλέον όχι την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, καθώς με τη σειρά τους τα κόμματα της συστημικής Κεντροαριστεράς και Αριστεράς δίνουν λιγότερο βάρος στις πιο ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες και στρέφονται περισσότερο προς τα μορφωμένα, μεσαία στρώματα, που θα καθορίσουν, ή έτσι πιστεύουν, το εκλογικό αποτέλεσμα.
Από τα παλιά εργατικά κόμματα, κομμουνιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά, που ήταν κόμματα μαζών, με ένα ολόκληρο δίκτυο συνδικάτων, συνεταιρισμών, μορφωτικών συλλόγων, ακόμη και αθλητικών σωματείων, και λειτουργούσαν ως δεύτερη οικογένεια για τους μαχητές τους, έχουμε περάσει σε κόμματα-πασπαρτού του αρχηγού και του Ίντερνετ, ευκαιριακές, πολυσυλλεκτικές συναθροίσεις με μικρό προσδόκιμο επιβίωσης. Αυτή η νέα μορφή του Πολιτικού αντανακλά και μια νέαπραγματικότητα στο πεδίο των κοινωνικών κινημάτων, που παίρνουν κι αυτά άμορφο, «υδραργυρικό» χαρακτήρα, με απότομα, μαζικά ξεσπάσματα τύπου «Αγανακτισμένων» ή «Κίτρινων Γιλέκων», αλλά χωρίς συνέχεια και προοπτική. Δεκαετίες παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού έχουν προκαλέσει βαθιές μεταλλάξεις στο κοινωνικό σώμα. «Ό,τι είναι στέρεο εξαερώνεται, ό,τι είναι ιερό βεβηλώνεται», έγραψε κάποτε ο Καρλ Μαρξ κι αυτό ποτέ δενήταν τόσο αληθινό όσο είναι σήμερα. Η εργασιακή επισφάλεια επεκτείνεται ραγδαία, οι κοινωνικέςσχέσεις γίνονται εφήμερες, το άγχος της επιβίωσης και η μοναξιά αναδεικνύονται στις πιο φονικέςπανδημίες μιας εποχής που εκθειάζει την «επικοινωνία» μέσω σόσιαλ, τον ναρκισσισμό και την υστερική επιδίωξη αναγνώρισης, κατά βάση φοβισμένων ανθρώπων, κλεισμένων στα ατομικάτους καταφύγια.
Η γενικευμένη επισφάλεια ωθεί τους μοναχικούς «ναυαγούς», ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος, σε έναν αγώνα όλων εναντίον όλων, με έπαθλο την απλή επιβίωση
Αυτή η ακραία εξατομίκευση, η αίσθηση ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου για να επιβιώσεις πρέπει να ακολουθείς την αρχή «ο καθένας για τον εαυτό του και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος», αποτελεί το ιδανικό υπόστρωμα για την οργιαστική ανάπτυξη της Ακροδεξιάς με οποιαδήποτε μορφή. Από εδώ και το βασικό συμπέρασμα αυτής εδώ της ανάλυσης: Η αντιμετώπιση του μεταφασισμού δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική αν περιοριστεί σε «woke» πολέμουςπολιτισμών και ταυτοτήτων εναντίον του ρατσισμού, του εθνικισμού, της πατριαρχίας, της ομοφοβίας και οτιδήποτε άλλου στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων. Όσο σημαντικά κι αν είναι –και βέβαια είναι– όλα αυτά, ο αντιφασιστικός λόγος θα λειτουργεί σαν τροχός που περιστρέφεται στον αέρα χωρίς αποτέλεσμα, αν δεν πασχίζει να ανατρέψει την ίδια την υλική πραγματικότητα που γεννά τον μεταφασισμό. Αν δεν αναδεικνύει το βαθύ κοινωνικό ρήγμα που χωρίζει τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, τους ανθρώπους του σωματικού και πνευματικού μόχθου ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή και χρώμα, από τους ολιγάρχες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους.
Εν τέλει, αν υπάρχει μια θεμελιώδης και άρρηκτη σχέση, αυτή είναι ανάμεσα στη Δημοκρατία καιτην Εργασία, την πολιτική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη: Ή θα σωθούν μαζί ή θααφανιστούν μαζί. Τρίτος δρόμος δεν υπήρξε πραγματικά στην Ιστορία και δε φαίνεται πιθανό να υπάρξει στο μέλλον.