Hλίας Ιωακείμογλου
Η μείωση του εθνικού ελάχιστου μισθού δημιουργεί πτωτική τάση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα
Τι είναι πραγματικά ο κατώτατος μισθός, τι αντιπροσωπεύει, τίνος πράγματος είναι το επιφαινόμενο, ποιούς αφορά, και ποιούς θα έπρεπε να ενδιαφέρει άμεσα;
O μέσος μισθός στις επιχειρήσεις διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας, και σε μια οποιαδήποτε αναπτυγμένη οικονομία και οποιαδήποτε στιγμή, εξαρτάται κυρίως από δύο παράγοντες: από το ποσοστό ανεργίας και από έναν «μισθό αναφοράς», δηλαδή έναν μισθό που θεωρείται «αναγκαίος», «δίκαιος», «κανονικός», έναν μισθό που επιτρέπει στους εργαζόμενους να συντηρούνται και να αναπαράγονται κανονικά, δηλαδή μέσα στις συνθήκες και τους όρους της εποχής τους. Ο αναγκαίος μισθός είναι τα χρήματα που αντιστοιχούν σε αυτό που ο Μαρξ ονομάζει «αξία της εργασιακής δύναμης», σε αυτό που πουλάει ο μισθωτός. Είναι η χρηματική αμοιβή που λαμβάνει για τις εργασιακές ικανότητές του, την χρήση των οποίων εκχωρεί στην καπιταλιστική επιχείρηση για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ένα σημαντικό στοιχείο για τον καθορισμό του αναγκαίου μισθού, είναι ο κατώτατος μισθός, διότι αποτελεί «μισθό αναφοράς», καθορίζει το μέτρο του αναγκαίου μισθού για την απλή, ανειδίκευτη εργασία, για τους ανειδίκευτους εργαζόμενους. (Με μαρξιστικούς όρους, ο κατώτατος μισθός είναι η χρηματική έκφραση της αξίας της ανειδίκευτης εργασιακής δύναμης). Όλοι οι άλλοι μισθοί, όμως, δηλαδή οι μισθοί της ειδικευμένης εργασίας (της σύνθετης εργασίας, όπως την ονομάζει ο Μαρξ), σε βάθος χρόνου τείνουν να διαμορφωθούν ως πολλαπλάσια αυτού του μισθού της ανειδίκευτης εργασίας, του κατώτατου μισθού.
Ως αποτέλεσμα, όταν μεταβάλλεται ο εθνικός κατώτατος μισθός, η μισθολογική κλίμακα στο μεγαλύτερο μέρος της τείνει να αναδομηθεί με βάση τον νέο κατώτατο μισθό, έτσι ώστε να διατηρούνται λίγο-πολύ σταθερές οι αναλογίες κατά τις οποίες αμείβονται οι διαφορετικές μερίδες μισθωτών όπως αυτές διαμορφώνονται από τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους, τη θέση εργασίας, την επαγγελματική πείρα, τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης και του κλάδου όπου εργάζονται κλπ. Αυτό, βέβαια δεν συμβαίνει εν ριπή οφθαλμού, αλλά πραγματοποιείται στη μεσοπρόθεσμη διάρκεια (μέσα σε μερικά χρόνια).
Έτσι, λοιπόν, η μείωση του εθνικού ελάχιστου μισθού δημιουργεί πτωτική τάση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές του αναπτυγμένου καπιταλισμού: οι μεταβολές του κατώτατου μισθού αντανακλώνται στον μέσο μισθό (ιδιαίτερα εάν θεωρήσουμε όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς). Η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων για την Ελλάδα δείχνει ότι η διάχυση των αυξήσεων ή των μειώσεων του κατώτατου μισθού στις λοιπές αμοιβές εργασίας είναι η κανονική, αναμενόμενη εξέλιξη των πραγμάτων.
Η διάχυση αυτή δεν πραγματοποιείται, όμως, στον ίδιο βαθμό κατά μήκος ολόκληρης της μισθολογικής κλίμακας: Η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει μεγάλη επίπτωση στους μισθούς κάτω από τον μέσο μισθό και συγκριτικά μικρότερη επίπτωση στους υψηλότερους μισθούς, μηδενική δε στους μισθούς των ανώτερων και ανώτατων στελεχών του ιδιωτικού τομέα των οποίων ο μισθός δεν περιλαμβάνει μόνο αμοιβή εργασίας, περιλαμβάνει και συμμετοχή στα κέρδη.
Όλα αυτά συμπυκνώνονται στον εξής απλό ποσοτικό κανόνα: Αναλύοντας τα στατιστικά στοιχεία, βρίσκουμε ότι ο μέσος μισθός εμφανίζει εξάρτηση από τον κατώτατο μισθό. Όταν, για παράδειγμα, ο κατώτατος μισθός καθηλώθηκε, από το 2012 και μετά, σε πολύ χαμηλά επίπεδα, συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του μέσου μισθού, διότι ο κατώτατος είναι «μισθός αναφοράς» για τον μέσο. Η μισθολογική κλίμακα «χτίζεται» επάνω σε αυτήν τη βάση, σε αυτόν τον μισθό αναφοράς που είναι ο κατώτατος μισθός.
Επομένως, έχοντας τις παραπάνω ιδιότητες, ο κατώτατος μισθός έχει στρατηγική σημασία για τον σχηματισμό των μισθών των υπολοίπων εργαζομένων (πλην των ανώτατων και ανώτερων στελεχών). Αυτό, μάλιστα, δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό τομέα, διότι οι μεταβολές στους μισθούς του δημοσίου επηρεάζουν και επηρεάζονται από τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Επειδή, όμως, αυτοί οι τελευταίοι εξαρτώνται από τον κατώτατο μισθό, αυτός αποκτά κεντρικό ρόλο στον καθορισμό ολόκληρου του μισθολογικού φάσματος στο σύνολο της οικονομίας.
Όταν, λοιπόν, επιζητούμε την αύξηση του κατώτατου μισθού, δεν τον επιζητούμε μόνο επειδή είμαστε αλληλέγγυοι με τους χαμηλόμισθους, αλλά επίσης το ύψος του κατώτατου έχει στρατηγική σημασία εξαιτίας του κεντρικού του ρόλου.
Αυτά εξηγούν για ποιον λόγο η μνημονιακή πολιτική αφαίρεσε από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των μισθωτών την δυνατότητα να διαπραγματεύονται τον κατώτατο μισθό. Εξηγούν, επίσης, ότι για εμάς θα έπρεπε να αποτελεί στόχο πρώτου μεγέθους να επιστρέψει ο καθορισμός του κατώτατου μισθού στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των συνδικάτων με την εργοδοσία —εκεί, δηλαδή, που μπορούν να παρεμβαίνουν στον συσχετισμό δύναμης οι μισθωτοί με τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Αυτό, όμως, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν αρκετό: Οι εργοδότες, μετά την καθιέρωση ενός εξαιρετικά ευνοϊκού -για τις επιχειρήσεις- θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας, επιτυγχάνουν την περαιτέρω μείωση των μισθών κάτω από τα νόμιμα επίπεδα του κατώτατου μισθού κάνοντας χρήση και κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, και από την ευνοϊκή για αυτούς θέση που έχουν εξαιτίας της αυξημένης ανεργίας, επινοούν τρόπους παράκαμψης ή ευθείας παραβίασης των νόμων. Θα έπρεπε να αποτελούν, λοιπόν, για εμάς, στόχους πρώτου μεγέθους, πρώτον, η ενδυνάμωση όλων των μορφών ταξικής πάλης και συνδικαλιστικής οργάνωσης των μισθωτών, οργανωμένης ή αυθόρμητης, μαχητικής ή υπόγειας, μέσα στις επιχειρήσεις, και δεύτερον, η επανίδρυση της Επιθεώρησης Εργασίας, η στελέχωσή της με αξιόμαχα στελέχη ισχυρής ταξικής συνείδησης, και η κατάργηση όλων των νόμων και κανονισμών που εμποδίζουν το έργο της
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (15.6.24)