Μαριάννα Τζιαντζή
Κατανοούμε ότι ο κοινός παρονομαστής είναι ο αρπακτικός, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, αλλά απέναντί του δεν έχει χτιστεί ένα κοινό μέτωπο, δεν έχει υψωθεί το «ατσάλινο τείχος της παγκόσμιας εργατιάς».
Εχει ιστορική σημασία το γεγονός ότι την Πέμπτη, την ημέρα της μεγάλης φοιτητικής πορείας ενάντια στα ιδιωτικά ΑΕΙ, κηρύχτηκε απεργία σε τέσσερις μεγάλες εταιρείες παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών — και μάλιστα πολλοί απεργοί κατέβηκαν στο Σύνταγμα κι ενώθηκαν με τους φοιτητές και τους διδάσκοντες στα πανεπιστήμια. Μια είδηση που δεν προβλήθηκε από τα κανάλια, δεν έγινε πρωτοσέλιδο, όμως δείχνει ότι κάτι κινείται στον χώρο των «αόρατων» εργαζόμενων. Αόρατοι για τους εξυπηρετούμενους, αόρατοι και για την κοινωνία γενικά.
Κάποιος σοβαρός πολιτικός αναλυτής είχε γράψει ότι σήμερα οι εργαζόμενοι στα τηλεφωνικά κέντρα είναι περισσότεροι από τους εργάτες κλωστοϋφαντουργίας στη Βρετανία την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους ανά χώρα, όμως αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του σύγχρονου προλεταριάτου. Και αν κάτι χαρακτηρίζει τις συνθήκες εργασίας τους, αυτό είναι η έλλειψη στοιχειωδών δικαιωμάτων που κάποτε θεωρούνταν αυτονόητα. Το ίδιο ισχύει για τους «μπαρίστες», τους νέους που εργάζονται στα καφέ, τους διανομείς, τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, τους συμβασιούχους, τους χιλιάδες ενοικιαζόμενους εργαζόμενους και ιδίως για τους αλλοδαπούς συναδέλφους τους.
Άγριο το κοινωνικό, το πολιτικό, το οικονομικό, το πολεμικό τοπίο. Αντιστάσεις, ναι, υπάρχουν, συχνά εντυπωσιακές και συγκινητικές. Όμως οι δρόμοι της αντίστασης δεν διασταυρώνονται, αλλά πολλές φορές μοιάζουν να ακολουθούν ασύμπτωτες διαδρομές. Κάποτε το σύνθημα «εργάτες, αγρότες και φοιτητές» δονούσε δρόμους και καρδιές, ιδίως τις μέρες του Πολυτεχνείου όταν οι Μεγαρείς αγρότες διαμαρτύρονταν για τα ξεχερσωμένα τους λιόδεντρα. Όμως τώρα το τρίπτυχο είναι κολοβό, έχουν μείνει μόνο «αγρότες και φοιτητές» (αν και στους καλλιεργητές της γης έχουν προστεθεί ψαράδες και μελισσοκόμοι). Ο «γίγας λαός», η «περήφανη και αθάνατη εργατιά» δεν έχει πει την τελευταία λέξη· με δυσκολία αρθρώνει την πρώτη. Και πώς να την πει αφού εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι είναι γεωγραφικά διασκορπισμένοι, δουλεύουν μια εδώ και μια εκεί, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κυνηγούν το μεροκάματο όπου μπορούν. Πώς να εδραιωθεί μια παράδοση, πώς να χτιστούν ανθεκτικοί ταξικοί δεσμοί; Όταν δύσκολα στεριώνουν σε μια δουλειά, όταν αναγκάζονται κάθε λίγους μήνες να αναζητούν καινούριο εργοδότη; Πώς να μεταδοθεί η πολιτική, η συνδικαλιστική πείρα από τη μια γενιά στην άλλη;
Όλοι χαμογελάσαμε όταν είδαμε στην τηλεόραση, στην πρωτοχρονιάτικη γιορτή της πλατείας Συντάγματος, καμιά δεκαριά παλαιστινιακές σημαίες να ανεμίζουν περήφανα μπροστά στην εξέδρα. Όμως ούτε ένα τόσο δα σημαιάκι με τα χρώματα της Παλαιστίνης δεν είδαμε στα μπλόκα των αγροτών στη Θεσσαλία, στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία. Είδαμε μόνο τις εθνικές σημαίες και τα πανό με τα δίκαια αιτήματα — όχι όμως τα λάβαρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ίσως μια παλαιστινιακή σημαία ανάμεσα στα τρακτέρ να ήταν λάθος, να έβλαπτε τον επιθυμητό μαζικό χαρακτήρα του αγροτικού κινήματος, αφού ο καθένας πρέπει να δίνει τη μάχη του πρώτα και κύρια στον τόπο του. Όμως όλα συνδέονται… και η ισοπεδωμένη Γάζα και οι αντάρτες Χούθι και τα F16 και το γάλα που χύνεται από την καρδάρα στην άσφαλτο και τα σανά στο γαλλικό McDonalds. Εντάξει, έχουμε τη Γάζα στην καρδιά μας, δεν χρειάζεται να τη βάλουμε και στα τρακτέρ. Εξάλλου, οι πιο πολλοί κατανοούν ότι ο κοινός παρονομαστής είναι ο αρπακτικός, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, αλλά απέναντί του δεν έχει χτιστεί ένα κοινό μέτωπο, δεν έχει υψωθεί το «ατσάλινο τείχος της παγκόσμιας εργατιάς».
Αντιστάσεις υπάρχουν, συχνά εντυπωσιακές και συγκινητικές. Όμως οι δρόμοι τoυς δεν διασταυρώνονται πάντα
Πώς χτίζεται αυτό το μέτωπο; Δεν γνωρίζω τις απαντήσεις αλλά κατανοώ την αναγκαιότητά του, όπως την κατανοούν πολλοί. Οι πανελλαδικές απεργίες, οι «μεγαλειώδεις» όπως τις χαρακτηρίζουμε συγκεντρώσεις, είναι μια ελπιδοφόρα λάμψη μες στο πηχτό σκοτάδι της πανταχού παρούσας βαρβαρότητας, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είναι παραδομένο στα δεσμά του φόβου, της μοιρολατρίας, του ανταγωνισμού, του επιθετικού ατομικισμού, της ιστορικής λήθης και της άγνοιας. Ας τα έχουμε καλά με τους ισχυρούς, ας είμαστε κάπου «ακουμπισμένοι» όπως έλεγαν παλιά στη Μάνη. Και ο ισχυρός δεν είναι μόνο η Νέα Δημοκρατία, αλλά ο δήμαρχος, ο κομματάρχης, ο μητροπολίτης, το μικρό και το μεγάλο αφεντικό.
«Ακουμπισμένοι» δεν είναι οι προνομιούχοι. Ανάμεσά τους συναντάμε τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς. Είναι αυτοί που περισσότερο ανησυχούν για την τιμή του ψωμιού και του λαδιού, που διαρκώς ανεβαίνει, παρά για τη φρεγάτα που στέλνουμε στην Ερυθρά Θάλασσα. Πολλοί ψήφισαν όχι μόνο Νέα Δημοκρατία, αλλά και Σπαρτιάτες και Νίκη. Και η μεγάλη πρόκληση είναι να τους βρούμε και να μιλήσουμε μαζί τους με μια κοινή γλώσσα. Όχι κατ’ ανάγκη για να τους φωτίσουμε, αλλά για να τους γνωρίσουμε, να τους καταλάβουμε. Και ασφαλώς δεν θα τους γνωρίσουμε διαβάζοντας Μακελειό κι Εspresso ή βλέποντας Survivor.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (10.2.24)