Παναγιώτης Ξοπλίδης
Ανοιχτή υποστήριξη στη γενοκτονία από ΗΠΑ και ΕΕ
Για την ακροδεξιά και σκοταδιστική κυβέρνηση Νετανιάχου, ουδείς δικαιούται να υπάρχει και να μιλά, εάν δεν υποστηρίζει το σιωνιστικό αφήγημα και τη συνεχιζόμενη σφαγή του λαού της Γάζας. Ούτε καν ο ΟΗΕ ή το Διεθνές Δικαστήριο, που τολμούν να επικρίνουν το Ισραήλ, έστω και με διπλωματική γλώσσα, για πράξεις που παραπέμπουν σε γενοκτονία των Παλαιστινίων.
Το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ επιβεβαίωσε ότι η κατηγορία της Νότιας Αφρικής για διάπραξη από το Ισραήλ πράξεων που παραπέμπουν σε γενοκτονία κατά του παλαιστινιακού λαού στη Γάζα είναι εύλογη και απαίτησε συγκεκριμένα «προσωρινά μέτρα» για την αποτροπή της γενοκτονίας. Ήταν μια πρώτη ηθική και νομική νίκη, αν και μάλλον μετριοπαθής, καθώς το δικαστήριο απέφυγε να ζητήσει άμεση και μόνιμη κατάπαυση του πυρός.
Η αντίδραση του Ισραήλ, πάντως, υπήρξε ενδεικτική της δολοφονικής φύσης του σιωνιστικού κράτους. Από τη στιγμή που το Διεθνές Δικαστήριο εκδίκασε την υπόθεση, πριν από τρεις εβδομάδες, διπλασίασε τις γενοκτονικές του πράξεις στη Γάζα. Μετά την ανακοίνωση του Δικαστηρίου, στο πρώτο 24ωρο, πραγματοποίησε 21 μαζικές δολοφονίες, σκοτώνοντας 200 και τραυματίζοντας 370 αμάχους. Σε διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Ιερουσαλήμ, εκατοντάδες μέλη της κοινότητας των εποίκων του Ισραήλ ζήτησαν την ανακατασκευή οικισμών στην ισοπεδωμένη Γάζα και στο βόρειο τμήμα της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης, μια πράξη εθνικής εκκαθάρισης, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Μάλιστα, 12 υπουργοί του κόμματος Λικούντ του Νετανιάχου συμμετείχαν στη διάσκεψη, όπως και ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και ο υπουργός Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριτς που ανήκουν σε ακροδεξιά κόμματα.
Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν ανάγκασε το αυτί των δυτικών κυβερνήσεων να ιδρώσει, καθώς έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εμποδίσουν την καταδίκη του Ισραήλ. Το Βερολίνο παρενέβη στο Διεθνές Δικαστήριο, ως «τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος», προς υποστήριξη του Ισραήλ. Το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι «σεβόμαστε το ρόλο και την ανεξαρτησία του Διεθνούς Δικαστηρίου», αλλά πρόσθεσε ότι το Ισραήλ «έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του εναντίον της Χαμάς» και «θεωρούμε ότι οι ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως γενοκτονία και για τον λόγο αυτό πιστεύουμε ότι η απόφαση της Νότιας Αφρικής να παραπέμψει την υπόθεση στη δικαιοσύνη είναι εσφαλμένη και προκλητική». Οι δε ΗΠΑ συνεχίζουν να προσφέρουν όπλα και πυρομαχικά στον στρατό ενός κράτους που διαπράττει γενοκτονικές πράξεις. Παράλληλα, όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις της Δύσης καταστέλλουν και ποινικοποιούν κάθε δράση αλληλεγγύης προς τον παλαιστινιακό λαό.
Μια μέρα μετά την ανακοίνωση του Διεθνούς Δικαστηρίου, επίσης, το Ισραήλ και οι μυστικές υπηρεσίες του γενοκτονικού στρατού του, ανακοίνωσαν ότι 12 εργαζόμενοι της UNRWA, της υπηρεσίας του ΟΗΕ για τους παλαιστίνιους πρόσφυγες, συμμετείχαν στις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου. Σημειώνεται πως η UNRWA έχει 13.000 υπαλλήλους στη Γάζα και 30.000 συνολικά στη Συρία, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την κατεχόμενη Δυτική Όχθη, σε προσφυγικούς καταυλισμούς που φιλοξενούν εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες από το 1948. Οι δε κατηγορίες είναι έωλες και αφορούν ακόμα και δασκάλους που «πανηγύρισαν στα σχολεία» στις 7 Οκτώβρη, όταν για πρώτη φορά Παλαιστίνιοι μαχητές έσπασαν τον πολυετή αποκλεισμό και τους φράχτες της μεγαλύτερης ανοιχτής φυλακής του πλανήτη.
Η UNRWA προχώρησε στην απόλυση των «κατηγορουμένων», όσων ήταν ακόμα ζωντανοί, καθώς κάποιοι είχαν σκοτωθεί από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς που στοχεύουν σε σχολεία, νοσοκομεία και δομές της. Η διάλυσή της είναι, άλλωστε, ένας από τους διακηρυγμένους στόχους του Ισραήλ εδώ και χρόνια, όχι μόνο γιατί η UNRWA είναι ο βασικός φορέας σταθερής παροχής βοήθειας στους πρόσφυγες, αλλά κυρίως διότι είναι ο μοναδικός διεθνής θεσμός που συνεχίζει να κρατάει ανοιχτή την προοπτική επιστροφής των προσφύγων του 1948 και του 1967. Το δικαίωμα επιστροφής είναι θέμα υπαρξιακό για το Ισραήλ, καθώς θα ανέτρεπε την πληθυσμιακή σύνθεση ακόμα και εντός των ορίων του σιωνιστικού κράτους στα σύνορα πριν το 1967. Έτσι, η παύση λειτουργίας της UNRWA στην επόμενη μέρα του πολέμου είναι στόχος που ενοποιεί το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στο Ισραήλ, από τους Εργατικούς και το Κέντρο μέχρι τους φασίστες ακροδεξιούς και τα θρησκευτικά κόμματα.
«Τρομοκράτες» βαφτίζονται όσοι αντιστέκονται, σηκώνουν το όπλο κατά του κατακτητή ή υψώνουν παλαιστινιακές σημαίες
Αρωγός τους είναι και πάλι οι δυτικές κυβερνήσεις. Λίγες μόνο ώρες μετά την ανακοίνωση του γενοκτονικού στρατού σε βάρος των 12 από τους 30.000 εργαζομένους της UNRWA, 9 χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία, Φινλανδία, Ολλανδία, Ελβετία, Καναδάς και Αυστραλία) ανακοίνωσαν ότι παγώνουν κάθε βοήθεια και χρηματοδότηση προς την UNRWA. Ακολούθησαν μετά από μερικές μέρες η Γαλλία, η Σουηδία και κάποιες ακόμα δυτικές χώρες. Παγώνει έτσι, ακόμα και η ανεπαρκής παροχή βοήθειας στη Γάζα, η οποία έχει μετατραπεί σε ερείπια, όπου οι άνθρωποι λιμοκτονούν και πεθαίνουν χωρίς φαγητό, νερό, ιατρική περίθαλψη, ηλεκτρικό ρεύμα και καύσιμα. Παγώνει η παροχή φαρμάκων σε μια στιγμή που παιδιά ακρωτηριάζονται χωρίς αναισθητικό σε τέντες που υποκαθιστούν τα κατεστραμμένα νοσοκομεία.
Η περίπτωση της Φινλανδίας είναι ενδεικτική της νέας εποχής τεράτων, καθώς αφορά μια χώρα που, όπως και οι γειτονικές σκανδιναβικές, έχει μακρά παράδοση ενεργής και μεγάλης συμμετοχής σε ανθρωπιστικές αποστολές του ΟΗΕ. Η νέα της κυβέρνηση περιλαμβάνει ένα ακροδεξιό κόμμα με νεοναζιστικό παρελθόν και ήταν από τις πρώτες που ανακοίνωσαν τη διακοπή χρηματοδότησης στην UNRWA. Για άλλη μια φορά, αναδεικνύεται ότι η ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ακόμα και νοσταλγοί των ναζί, είναι σήμερα ο καλύτερος φίλος του κράτους του Ισραήλ, ενώ οι σιωνιστικές οργανώσεις και οι «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις διεθνώς εφευρίσκουν «αντισημιτισμό» ακόμα και στο σήκωμα μιας παλαιστινιακής σημαίας.
Την ίδια στιγμή, η ισορροπία τρόμου συνολικά στη Μέση Ανατολή κλονίζεται με τις σχεδόν καθημερινές επιθέσεις drones και ρουκετών φιλοϊρανικών οργανώσεων, τις στοχευμένες δολοφονίες μαχητών από τον αμερικανικό και ισραηλινό στρατό, την απειλή ευρύτερης ανάφλεξης. Σε αυτό το φόντο, ως μια «ασήμαντη» λεπτομέρεια της ειδησεογραφίας πέρασε η ταυτότητα των τριών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στα σύνορα Ιορδανίας-Συρίας: Όλοι τους Αφροαμερικανοί, που από τα γκέτο της καπιταλιστικής μητρόπολης βρέθηκαν στη «μέση του πουθενά» για να προστατεύουν πετρελαιοπηγές, θύματα μιας αδηφάγου, ανεξέλεγκτης πλέον, πολεμικής μηχανής.