Δημήτρης Σταμούλης
Από τον Σεπτέμβριο έως και τον Οκτώβριο του 2023, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, αυξήσεις καταγράφηκαν σε 46 από τα 60 είδη διατροφής, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι ο πληθωρισμός τροφίμων καλά κρατεί, λεηλατώντας το εργατικό-λαϊκό εισόδημα. Τον περασμένο μήνα, η Ελλάδα βίωσε την ταχύτερη άνοδο τιμών τροφίμων και ποτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση
Αγώνες τώρα για ριζική αύξηση των μισθών
Οι πενιχροί μισθοί ροκανίζονται από την έκρηξη της ακρίβειας. Ο μήνας δεν μπορεί να βγει για τα νοικοκυριά, όταν ο μέσος μισθός το 2022 στην Ελλάδα ήταν 1.176 ευρώ, αυξημένος σε σχέση με το 2021 μόλις κατά 5,25%, με τον πληθωρισμό να έχει κλείσει στο 9,6%. Όταν οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι στην Ελλάδα παίρνουν μικρότερο μισθό από τον μέσο όρο της ΕΕ, καταλαμβάνοντας την 5η θέση από το τέλος. Όταν η παιδική φτώχεια αυξάνεται, όπως και οι τιμές των πιο βασικών ειδών διατροφής που «καλπάζουν» έως και επτά φορές ταχύτερα από τους μισθούς.
Τα διάφορα επικοινωνιακού χαρακτήρα γιατροσόφια της κυβέρνησης για την ακρίβεια αποδείχθηκαν ασπιρίνες για τον καρκίνο. Μέτρα όπως το «καλάθι του νοικοκυριού» και η «μόνιμη μείωση τιμής» αδυνατούν να φρενάρουν το ράλι τιμών και να περιορίσουν τις απώλειες των λαϊκών εισοδημάτων. Σήμερα απαιτούνται μεγάλες αυξήσεις σε όλους τους μισθούς. Να πάρουν οι εργαζόμενοι από τα παχυλά κέρδη του κεφαλαίου. Με υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων, καθώς μόλις 1 στους 4 εργαζόμενους καλύπτεται από ΣΣΕ.
Οι ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς δεν θα έρθουν ούτε από τους κυβερνώντες, ούτε από τα «κουπόνια» κάποιων εργοδοτών, ούτε από τις παρακλήσεις της ΓΣΕΕ στην Σακελλαροπούλου να πει κάποιον καλό λόγο για την επαναφορά των συμβάσεων. Το ζητούμενο είναι το μαχόμενο ταξικό κίνημα να θέσει με μαχητικό απεργιακό τρόπο το αίτημα της ριζικής αύξησης των μισθών, ώστε οι εργαζόμενοι να ζούνε με αξιοπρέπεια από μία δουλειά και κανένας να μην αμείβεται με κάτω από 1.000 ευρώ καθαρά. Να ξαναβγεί στο προσκήνιο το ταξικό ζήτημα που έχει θάψει ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός.
Το «καλάθι του νοικοκυριού» αδειάζει
«Πρωταθλήτρια» Ευρώπης στις τιμές των τροφίμων αναδεικνύεται η Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύει πόσο αναποτελεσματικά είναι τα δήθεν μέτρα κατά της ακρίβειας που έχει λάβει κατά καιρούς η κυβέρνηση, αλλά και τη βουλιμία για μυθικά κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών και του εγχώριου κεφαλαίου στον διατροφικό κλάδο, την ενέργεια και σε μια σειρά άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ταχύτερη άνοδο τιμών τροφίμων και ποτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση βίωσε η Ελλάδα τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της Eurostat. Αυτά δείχνουν άνοδο του σχετικού δείκτη κατά 10,4% στην Ελλάδα (από 9,7% άνοδο που κατέγραψε τον Σεπτέμβριο), έναντι μέσης ανόδου κατά 7,6% στην ΕΕ και 7,5% στην ευρωζώνη, κι ενώ στα πιο πολλά κράτη η άνοδος επιβραδύνθηκε.
Από τον Σεπτέμβριο έως και τον Οκτώβριο του 2023, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, αυξήσεις καταγράφηκαν σε 46 από τα 60 είδη διατροφής, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι ο πληθωρισμός τροφίμων καλά κρατεί, λεηλατώντας το εργατικό-λαϊκό εισόδημα. Οι ανατιμήσεις που έγιναν σε αυτές τις κατηγορίες ειδών διατροφής ανέρχονται από 0,03% στα αλλαντικά έως 14,05% στο ελαιόλαδο. Μεγάλες ανατιμήσεις έχουν γίνει σε πολύ βασικά είδη διατροφής όπως φρέσκο γάλα (4,78%), αυγά (4,11%), τυριά (2,31%), αιγοπρόβειο κρέας (2,29%), νωπά φρούτα (8,05%), μαργαρίνη και άλλα φυτικά λίπη (2,47%) και καφές (1,9%). Συνολικά, η ομάδα των ειδών διατροφής κατέγραψε αύξηση τιμών σε μηνιαία βάση 1,7%. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το φρέσκο γάλα, που παρά το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στην πρωτοβουλία «μόνιμη μείωση τιμής», με τη συμμετοχή δύο μεγάλων εταιρειών του κλάδου, αυτό δεν απέτρεψε τις νέες αυξήσεις, αποδεικνύοντας πόσο «τζούφια» είναι τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας. Όσο για το «καλάθι του νοικοκυριού», πλέον έχει μπει κι αυτό στο… ράφι με τα αζήτητα για τους περισσότερους καταναλωτές.
Μειώσεις τιμών τον Οκτώβριο του 2023 σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2023 καταγράφηκαν μόνο σε 14 από τα 60 είδη διατροφής που μετράει η ΕΛΣΤΑΤ. Κι αυτές ήταν περιορισμένες όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά (π.χ. τσιπς -1,85% ή ζυμαρικά -0,08%), καθώς αφορούν προϊόντα που δεν θεωρούνται και τα πλέον βασικά για το καθημερινό τραπέζι. Συνολικά, συγκρίνοντας με τις αρχές του χρόνου, πιο ακριβά τον Οκτώβριο ήταν 53 προϊόντα, με τις αυξήσεις να φτάνουν έως 36% στο ελαιόλαδο, 28,41% στα νωπά φρούτα, 13,72% στα αναψυκτικά, 10,83% στα δημητριακά για πρωινό, 6,15% στο ρύζι, και 9,63% στο χοιρινό κρέας 9,63%. Σε ετήσια βάση, δηλαδή σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2022, οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες κατά 9,9%.
Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται!
Αύξηση κερδών στην Ελλάδα κατά 5,9% το 2023, τριπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ οι μισθοί δεν φτάνουν για να βγει ο μήνας
Η κυβέρνηση της ΝΔ επαίρεται ότι επί δικής της θητείας ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί τρεις φορές και πλέον ανέρχεται στα 780 μεικτά, ενώ υπόσχεται ότι σε βάθος τετραετίας οι μισθοί θα φτάσουν τα… 1.500 ευρώ το μήνα. Ωστόσο η πραγματικότητα, εάν ληφθεί υπόψη ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός και η καλπάζουσα ακρίβεια σε τρόφιμα, ενέργεια και άλλα βασικά αγαθά και υπηρεσίες, παρουσιάζει μια πολύ διαφορετική εικόνα για την οικονομική κατάσταση των μισθωτών στη χώρα μας.
Πρόσφατη έρευνα της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων για το 2023 αποκάλυψε ότι ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα είναι ο χαμηλότερος στην ΕΕ και ότι εξακολουθεί να μειώνεται σε πραγματικούς όρους. Την ίδια ώρα που στην Ελλάδα τα κέρδη των εταιρειών αυξήθηκαν κατά τριπλάσιο ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού (2%), δηλαδή κατά 5,9%, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 0,2%.
Σε μια άλλη έρευνα που αφορά το 2022, της Statista, ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα ήταν 24.067 ευρώ, τρεις φορές πιο κάτω από μέσο ευρωπαϊκό ετήσιο μισθό που ανερχόταν σε 73.642 ευρώ! Μάλιστα, η χώρα μας κινείται πιο χαμηλά από χώρες όπως η Σλοβακία (24.337 ευρώ), η Ουγγαρία (26.376 ευρώ), η Πορτογαλία (29.540 ευρώ) και η Τσεχία (30.967 ευρώ). Ενδεικτικό πάντως του πληθωρισμού… κερδών στην ΕΕ είναι ότι το μερίδιο των κερδών αυξήθηκε κατά 4% από την έναρξη της πανδημίας, ενώ οι πληρωμές μερισμάτων στους μετόχους αυξήθηκαν έως και 13 φορές ταχύτερα από τους μισθούς.
Μια αντίστοιχη εικόνα για το ύψος των μισθών προκύπτει και από τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ που αφορούν στον Φεβρουάριο 2023. Σε σύνολο 2.456.672 εργαζομένων, πλήρους απασχόλησης είναι 1.815.954 άτομα με μέσο μηνιαίο μισθό 1.328 ευρώ οι άνδρες και πολύ πιο χαμηλά, 1.156 ευρώ οι γυναίκες. Ωστόσο το αξιοσημείωτο είναι ότι με μερική απασχόληση εργάζονται άλλα 640.718 άτομα, με μέσο μισθό 430 ευρώ, δηλαδή 1 στους 4 εργαζόμενους αμείβεται με σχεδόν τα 2/3 του κατώτατου μισθού. Λαμβάνοντας υπόψη και τις δύο κατηγορίες εργαζομένων ο μέσος μισθός πέφτει στα 1.128 ευρώ για τους άνδρες και 939 ευρώ για τις γυναίκες ή κατά μέσο όρο, στα 1.038,23 (μεικτά) όταν ο μέσος μεικτός μισθός το 2011 ήταν 1.264 ευρώ. Δηλαδή ο μέσος μισθός στη χώρα παραμένει μικρότερος και μάλιστα κατά 8,2% σε σχέση με πριν από 12 χρόνια! Ένα άλλο στοιχείο ενδεικτικό της καθήλωσης των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα είναι ότι ο μέσος μισθός το 2018 –δηλαδή πριν εφαρμοστεί η πρώτη αύξηση στον κατώτατο μισθό το 2019֪ ήταν 919 ευρώ και το 2022 ο μέσος μισθός είναι μόλις 1.000 ευρώ. Με άλλα λόγια, ο μέσος μισθός αυξήθηκε μόλις 81 ευρώ ή μόνο 9% (!), την ίδια στιγμή που ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής κινείται διαρκώς σε διψήφια ποσοστά τα τελευταία δύο χρόνια (11 – 15%)!
Αποτυπώνοντας μια αντίστοιχη εικόνα για την πορεία των μισθών στην Ελλάδα, στην Ετήσια Έκθεση 2023 της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, σημειώνεται ότι τα τελευταία δύο χρόνια, οι ονομαστικοί μισθοί στην Ελλάδα μπορεί να αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 6,9% και 10,1% αντίστοιχα, χωρίς ωστόσο να μεταβάλουν τη διανομή εισοδήματος. Μάλιστα, ο πραγματικός μέσος μισθός παρουσίασε σημαντική μείωση, η οποία το 2022 έφτασε το 8,7% σε σχέση με το 2021. Αύτη η εξέλιξη οδήγησε σε διανεμητικό κενό σε βάρος του κόσμου της εργασίας, της τάξης του 8,4% το 2021 και 9,5% το 2022 και σε μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ στο 47,5% το 2022.
Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα παραμένει μικρότερος κατά 8,2% σε σχέση με πριν από 12 χρόνια, ενώ το εισοδηματικό μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ έπεσε στο 47,5% το 2022.
Το 2022 σχεδόν το 1/5 (18,8%) των ατόμων στην Ελλάδα ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, όταν στην ΕΕ ήταν 16,5%. Την ίδια χρονιά, σε αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών για μια αξιοπρεπή διαβίωση βρέθηκε το 13,2% των ανδρών και το 14,6% των γυναικών. Το 2021-2022 πολύ μεγάλη δυσκολία να αντεπεξέλθει στις δαπάνες για την κάλυψη βασικών αναγκών αντιμετώπισε το 36% των νοικοκυριών χωρίς εξαρτώμενα παιδιά — μόλις 6,1% ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ27. Το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι σε πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2 στους 3 εργαζόμενους (64%) απάντησε ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στο μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023. Όσον αφορά στις περιβόητες τριετίες που… ξεπάγωσαν, μόλις 1 στους 4 (26%) αναμένει να λάβει αύξηση χωρίς να γνωρίζει και το πότε.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 (Eurostat) κινήθηκε σε αρνητικό έδαφος. Στην ΕΕ κατά μέσο όρο, οι πολίτες εξοικονόμησαν 12,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, όταν στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο -4%. Θετικό πρόσημο είχε η αποταμίευση στην Ελλάδα μόνο το 2020 και το 2021, λόγω της καραντίνας από την πανδημία. Άλλωστε στην ίδια έρευνα της ΓΣΕΕ, 1 στους 3 εργαζόμενους δήλωσε ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και παράλληλα σχεδόν 4 στους 10 αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών. Το συμπέρασμα είναι δηλαδή ότι οι Έλληνες τρώνε τα «έτοιμα» της πανδημίας.
Σοβαρή υποβάθμιση της διατροφής λόγω ακρίβειας
Σημαντικές αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων προκαλεί το ράλι ανατιμήσεων στα τρόφιμα, καθώς τα λαϊκά νοικοκυριά αναγκάζονται να αναδιατάξουν τα έξοδα των οικογενειακών προϋπολογισμών τους. Ενδεικτική είναι έρευνα που διενεργήθηκε για λογαριασμό της ΓΣΕΕ έδειξε ότι εννιά στους δέκα εργαζομένους έχουν αναγκαστεί να μειώσουν την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής εξαιτίας της ακρίβειας. Συγκεκριμένα, 1 στους 5 (18%) εμφανίζεται να έχει περιορίσει κατά «πολύ» τις αγορές του, 1 στους 2 (51%) «αρκετά» και 1 στους 5 (21%) «λίγο». Ψαλίδι έχει πέσει στις κατηγορίες ψύξη-θέρμανση, ψαρικά, κρέας, γαλακτοκομικά, φρούτα-λαχανικά. Η μεγάλη αύξηση στα είδη διατροφής από το 2021 –κατά περίπου 37%– έχει οδηγήσει σε μείωση της δαπάνης (σε όγκο) κατά 10%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι αγορές σε φρούτα μειώθηκαν κατά 12%, σε λαχανικά κατά 11%, σε όσπρια κατά 15% και σε ελαιόλαδο κατά 10%. Το ράλι ακρίβειας έχει αναγκάσει τα λαϊκά νοικοκυριά να αντικαταστήσουν τα ακριβότερα προϊόντα με φθηνότερα. Για παράδειγμα, ενώ η τιμή του ψωμιού έχει ακριβύνει παράλληλα έχει αυξηθεί και η κατανάλωσή του, καθώς παραμένει φθηνότερο από άλλα προϊόντα διατροφής. Επίσης το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο υποχωρεί σε σχέση με το φθηνότερο «εξευγενισμένο» παρά το ότι κι αυτό έχει ακριβύνει σημαντικά. Αυτή η τάση είχε παρατηρηθεί και στην εποχή των μνημονίων. Τα πιο πάνω είναι συνέπεια της οικονομικής ένδειας των νοικοκυριών στη χώρα παρά το κυβερνητικό αφήγημα που «βλέπει» ανάπτυξη και «οικονομική ευμάρεια» για όλους (και όχι μόνο για το κεφάλαιο!).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (2.12.23)