Αιμιλία Καραλή
Το θεϊκό δράμα είναι μια κατασκευή, μια προβολή της ανθρώπινης κατάστασης σε ένα φανταστικό επίπεδο, «μια ανεστραμμένη συνείδηση του πραγματικού κόσμου», όπως έλεγε ο Μαρξ.
«Η Παναγία δε μιλάει. Η Παναγία μόνο κλαίει για το παιδάκι της», έλεγε η γιαγιά μου. «Μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή την ακούς να του λέει: Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον πού έδυ σου το κάλλος. Δεν ξέρω ακριβώς τι λέει, αν και το ξέρω απ’ έξω από τότε που ήμουνα, στα νιάτα μου, μυροφόρα στον Επιτάφιο. Οι άγιοι μιλάγανε άλλη γλώσσα· και ξένα και δικά μας. Μα το καταλαβαίνω. Έχασα κι εγώ παιδιά. Κάτι αγαπητικό για το γλυκό της το παιδί δεν λέει;». «Της έχω ένα παράπονο όμως» συνέχιζε. «Έπρεπε να του μιλήσει όταν τον πρόδωσαν όλοι, όταν τον άφησαν μόνο. Όχι μόνο ο Ιούδας, αλλά όλοι του οι μαθητές. Ακόμα και ο ίδιος του ο πατέρας. Δεν θυμάσαι τα τελευταία του λόγια; Μόνος και πικραμένος έφυγε. Έπρεπε να του μιλήσει. Να του πει: βάστα παιδάκι μου. Εγώ είμαι εδώ, για σένα.»
Θυμήθηκα τη γιαγιά μου -χρόνια μετά- όταν είδα την ταινία του Μπέργκμαν Οι κοινωνούντες / Το χειμερινό φως. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από την υπαρξιακή αναζήτηση ενός ιερέα που καταλήγει στην απόρριψη του Θεού. Σε μια σκηνή της ο ταλαιπωρημένος από τη χρόνια αρρώστια νεωκόρος ρώτησε τον πάστορα γιατί δίνεται τόση σημασία στο σωματικό μαρτύριο του Χριστού, που διήρκεσε λίγο σε σχέση με το δικό του. Το σημαντικότερο γι’ αυτόν ήταν η ψυχική και πνευματική δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκε γιατί όλοι τον άφησαν μόνο του· ακόμη και ο επουράνιος πατέρας του. Όταν τον ρώτησε πάνω στον σταυρό γιατί τον εγκατέλειψε, εκείνος δεν απάντησε. «Τον κατέλαβε μια τρομερή αγωνία λίγο πριν πεθάνει. Τι φοβερό μαρτύριο να σε εγκαταλείπουν τη στιγμή που χρειάζεσαι κάποιον να εμπιστευτείς», κατέληξε.
Το μαρτύριο της εγκατάλειψης και της μοναξιάς δεν είναι κάτι που αφορά κάποια υπερβατική, μεταφυσική κατάσταση. Το θεϊκό δράμα είναι μια κατασκευή, μια προβολή της ανθρώπινης κατάστασης σε ένα φανταστικό επίπεδο, «μια ανεστραμμένη συνείδηση του πραγματικού κόσμου», όπως έλεγε ο Μαρξ. Γι’ αυτό και όσα έθιμα, ύμνοι και δρώμενα τελούνται ιδίως τη Μεγάλη Βδομάδα αποτελούν συμβολικές αναπαραστάσεις πραγματικών καταστάσεων που βιώνουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή. Αν κοιτάξουμε και το μακρινό παρελθόν του καθ’ ημάς ελληνισμού θα αντιστοιχήσουμε ομοιότητες με τα Ελευσίνια και τα Αδώνια μυστήρια ή τα κατ’ αγρούς Διονύσια. Συνδεδεμένες με τον θάνατο και την ανάσταση, με τον μαρασμό και την αναγέννηση της γης, οι γιορτές αυτές εξοικείωναν τον άνθρωπο με την υπομονή αλλά και την ελπίδα. Μετέτρεπαν τη σιωπή σε λόγο και σε πράξη που τιμούσε την ομορφιά, ξόρκιζε τη θλίψη, το «κακό».
Και για να ξαναθυμηθούμε τον Μαρξ: «Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι και το πνεύμα μιας κατάστασης χωρίς πνευματικότητα. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.» Μερικοί καλοθελητές απομονώνουν το τελικό συμπέρασμα από τις προκείμενές του, αγνοώντας τη νόμιμη χρήση του οπίου εκείνη την εποχή και την εκμετάλλευσή του -για ποικίλους λόγους- από τις άρχουσες τάξεις της Βικτωριανής Αγγλίας και της Γαλλίας. Η θρησκεία καταδεικνύεται στο απόσπασμα ως κατευναστικό μέσο, ως όχημα ψευδαισθήσεων για μια απατηλή ευτυχία.
Όταν το «άγιο» μετατίθενται στον ουρανό γίνεται για να συγχωρεθούν ανίερα εγκλήματα στον κόσμο αυτό
Μπορεί βέβαια να «αγιάζει» ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αυτό δεν σημαίνει πως το «άγιο» και το «ιερό» βρίσκονται εκτός του κόσμου τούτου, κάπου στον «ουρανό». Όταν μετατίθενται σε αυτόν γίνεται για να πραγματοποιηθούν και να συγχωρεθούν ανίερα εγκλήματα στον κόσμο αυτό. Και αυτό συμβαίνει όταν η ζωή μετατρέπεται σε μαρτύριο για τους πολλούς, όταν η σταύρωση παίρνει τη μορφή του πολέμου, της πείνας, της περιθωριοποίησης, του εξευτελισμού των στοιχειωδών δικαιωμάτων. Όταν η σωτηρία των ανθρώπων γίνεται υπόθεση είτε ενός μεταθανάτιου τοπίου είτε αυτόκλητων σωτήρων που μιλάνε στο όνομά τους, τότε κανένας δεν μπορεί να αναστηθεί. Όταν προϋπόθεση για την επιβίωση είναι η υποταγή σε αυτούς τότε κάθε μαρτύριο μπορεί να γίνει υποφερτό, να εδραιωθεί σε μια δεύτερη φύση, μια αιώνια πραγματικότητα. Όταν στην πρώτη γραμμή των κατανυκτικών πομπών και των εκκλησιαστικών καθισμάτων βλέπεις- και δεν μιλάς- ανερυθρίαστους τους υπαίτιους για τους καθημερινούς Γολγοθάδες δισεκατομμυρίων ανθρώπων τότε κάθε «έαρ» θα είναι «πικρό» και το «κάλλος» θα έχει οριστικά «δύσει».
Αλλά όπως έγραφε και ένα σύνθημα σε κάποιο τοίχο: «Προσδοκώ εις ανάστασιν ζωντανών». Όψομεν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 18-20 Απριλίου 2025
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 29-30 Μαρτίου