Αντώνης Δραγανίγος
Σήμερα η κυρίαρχη τάση του κεφαλαίου διεθνώς είναι το πέρασμα των δημόσιων αγαθών άμεσα σε ιδιωτική ιδιοκτησία κι εκμετάλλευση. Γιατί γίνεται αυτό; Έχει αξία το εργατικό κίνημα και η Αριστερά να αντιπαλέψει αυτή την πολιτική; Κι ακόμα, εκτός από το «όχι στις ιδιωτικοποιήσεις» έχει νόημα (και ποιο;) το αίτημα για ακύρωσή τους ή «σπέρνει αυταπάτες»;
Επιχείρηση καθήλωσης του κύματος των Τεμπών
Είναι κοινή διαπίστωση ότι μετά τις 26/1 και τις 28/2 η πρωτοφανής είσοδος του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο άλλαξε ριζικά την κατάσταση. Όξυνε την «κρίση εκπροσώπησης» που ωρίμαζε στο παρασκήνιο και τώρα κατέβηκε στους δρόμους και τις πλατείες. Το αίτημα για δικαιοσύνη, η φράση «δεν έχω οξυγόνο» έγινε πλακάτ, σύνθημα, τραγούδι, πόνος και ελπίδα. Ένα πλατύ κύμα αμφισβήτησης και δυσπιστίας προς το πολιτικό σύστημα κατακλύζει την κοινωνία και σαρώνει τη νεολαία.
Τα κέντρα του αστικού πολιτικού συστήματος επιδιώκουν να ευνουχίσουν τη λαϊκή δράση απονευρώνοντας το αίτημα για Δικαιοσύνη από κάθε ριζοσπαστικό περιεχόμενο. Θέλουν να αποκόψουν τα Τέμπη από τις αιτίες τους, να οδηγήσουν τη διεκδίκηση σε μια νέα εκδοχή «κάθαρσης» και «εκσυγχρονισμού» του σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος, να πετύχουν την ανασυγκρότησή του σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Ακριβώς το αντίθετο πρέπει να κάνει η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική αριστερά. Να δείξει ότι το έγκλημα των Τεμπών οφείλεται στην αντιδραστική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των αγορών της ΕΕ και όλων των μέχρι τώρα κυβερνήσεων. Να συνδέσει το πάνδημο αίτημα για καταδίκη των ενόχων με την πάλη για τα δημόσια αγαθά, αξιοπρεπή ζωή, ειρήνη. Να δείξει τις ευθύνες όλου του πολιτικού συστήματος, πρώτα απ όλα της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά και της αστικής αντιπολίτευσης, της δικαστικής εξουσίας, της ΝΑΤΟποίησης της Ελλάδας, που την έκανε «ξέφραγο αμπέλι» επικίνδυνων στρατιωτικών φορτίων. Να αποκαλύψει τον ρόλο των αντιδραστικών απατεώνων της ακροδεξιάς. Να κάνει βήματα στην ανασυγκρότηση του εργατικού λαϊκού κινήματος και της αριστεράς της ανατροπής και της νέας κομμουνιστικής προοπτικής.
Ιδιωτικοποιήσεις και εργατική πολιτική
Η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων προωθείται εδώ και 30 χρόνια με σειρά οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο της στρατηγικής της «απελευθέρωσης» των αγορών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής και νομικής εξέλιξης της ΕΕ τουλάχιστον από το 2000 και μετά. Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, ο «ενιαίος χώρος εκπαίδευσης», η υγεία, τα πάντα μπαίνουν στη μέγγενη της αγοράς. Ο Τραμπ και ο Μασκ έχουν βαλθεί να διαλύσουν τον δημόσιο τομέα στις ΗΠΑ. Όχι φυσικά τις κρατικές πολεμικές δαπάνες, την καταστολή ή τις επιχορηγήσεις στους μεγαλοκαπιταλιστές, αλλά το υπουργείο Παιδείας, τις δημόσιες υποδομές, τα πενιχρά προγράμματα κοινωνικής προστασίας και την υγεία.
Γιατί όμως το κεφάλαιο έχει αυτή τη στρατηγική; Αν είναι αδιάφορη η μορφή ιδιοκτησίας, αν μπορεί με τον ίδιο τρόπο να κερδίζει από μια άμεσα δική του ή από μια κρατική επιχείρηση γιατί ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, δωροδοκεί, κάνει ακόμα και αιματηρά πραξικοπήματα (όπως στη Χιλή) για να πάρει στα χέρια του τις κρατικές επιχειρήσεις;
Πρώτο, γιατί το να πάρει την ιδιοκτησία ολόκληρων τομέων της παραγωγής και της αναπαραγωγής αποτελεί απόλυτα αναγκαία διέξοδο από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την ενίσχυση της κερδοφορίας του. Διότι ναι μεν η κρατική ΔΕΗ έπαιρνε εξοπλισμό από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και είχε απέναντί τους ευνοϊκή τιμολογιακή πολιτική, αλλά προφανώς άλλο επίπεδο κερδοφορίας, οικονομικής και πολιτικής ισχύος εξασφαλίζουν ο Βαρδινογιάννης και ο Μυτιληναίος που παίρνουν στα χέρια τους την ενέργεια, ελέγχοντας την παραγωγή, τις τιμές και τελικά όλο τον κύκλο της, καθορίζοντας συνολικότερα τους όρους της παραγωγής.
Δεύτερο, γιατί το αστικό κράτος, για να υπερασπίσει τον ταξικό του ρόλο, είναι υποχρεωμένο να εμφανίζεται σαν εκπρόσωπος όλης της κοινωνίας, να εκπροσωπεί το «κοινό καλό» προκειμένου η κυβέρνηση που κάθε φορά το διαχειρίζεται να μπορεί να αντλεί πολιτική νομιμοποίηση. Αν το Metropolitan αφήσει έναν ανασφάλιστο να πεθάνει στον δρόμο, θα φταίει ο ιδιώτης καπιταλιστής που το έχει. Αν κάνει το ίδιο το Αττικό θα φταίει η κυβέρνηση. Είναι λοιπόν υποχρεωμένο σε ορισμένες παραχωρήσεις απέναντι στην εργατική τάξη και τον λαό, που πλέον δεν μπορεί και δεν θέλει να κάνει.
Τέλος γιατί λόγω του σχετικά σταθερότερου περιβάλλοντος και των κατακτήσεων του κινήματος στον δημόσιο τομέα υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα αντίστασης, κινήματος, αγώνων. Ας δούμε χαρακτηριστικά τον τεράστιο, μακρόχρονο αγώνα των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση και τη διάλυση του δημόσιου σχολείου.
Γι αυτούς τους λόγους όταν επιδιώκουν να πουλήσουν το νερό, λέμε «όχι στην ιδιωτικοποίηση του νερού, το νερό είναι δημόσιο αγαθό», δεν λέμε είτε το νερό ανήκει στην κρατική ΕΥΔΑΠ είτε στην ιδιωτική Veolia είναι ένα και το αυτό. Γι αυτόν τον λόγο όταν πάνε να ιδιωτικοποιήσουν το Ογκολογικό Παίδων λέμε να «μείνει δημόσιο και δωρεάν», δεν λέμε είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό το ίδιο είναι αρκεί να είναι δωρεάν για τα παιδιά. Γιατί ξέρουμε πάρα πολύ καλά (και το ξέρει κι ο λαός πολύ καλά) ότι αν μείνουν στο κράτος (το σημερινό αστικό κράτος) οι υπηρεσίες αυτές υπάρχει δυνατότητα το κίνημα να επιβάλλει να είναι δωρεάν, αν περάσουν άμεσα στα χέρια των καπιταλιστών όχι.
Παλεύουμε όχι μόνο να μην ιδιωτικοποιηθούν τομείς και υπηρεσίες, αλλά να γυρίσουν στο δημόσιο να επανακρατικοποιηθούν αυτές που ήδη έχουν περάσει στους ιδιώτες
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους παλεύουμε όχι μόνο να μην ιδιωτικοποιηθούν τομείς και υπηρεσίες αλλά να γυρίσουν στο δημόσιο να επανακρατικοποιηθούν αυτές που ήδη έχουν περάσει στους ιδιώτες. Είναι τελείως παράλογο να παλεύει το κίνημα να μην γίνει Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου πχ το Ογκολογικό των Παίδων, αλλά να αρνείται την πάλη να γυρίσει στο δημόσιο όταν αυτό έχει ιδιωτικοποιηθεί. Είναι τελείως παράλογο, όπως κάνει το ΚΚΕ, να μιλάς για δημόσιο σιδηρόδρομο αλλά να έχεις πολεμική και να αρνείσαι κατηγορηματικά την πάλη για να διακοπεί η Σύμβαση με την εγκληματική Hellenic Train, να περάσει και πάλι εδώ και τώρα στο δημόσιο.
Η λογική που λέει ότι η πάλη για να περάσουν στο δημόσιο οι ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις γίνεται με την «σημαία του παλιού, με τη σημαία επιστροφής στο κρατικό μονοπώλιο σε συνθήκες καπιταλισμού», και γι αυτό την αρνούμαστε, αποτελεί μια προσχηματική επιχειρηματολογία, ένα φύλο συκής μιας γραμμής που σε τελική ανάλυση δεν βάζει ζήτημα ρηγμάτων στην αστική πολιτική σήμερα.
Γιατί πράγματι ούτε η πάλη για να μην ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές επιχειρήσεις, ούτε η πάλη για την κρατικοποίησή τους γίνεται με τη «σημαία του παλιού». Άραγε το κίνημα στην υγεία παλεύει ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις από τη σκοπιά του «παλιού»; Το κίνημα, τουλάχιστον πρωτοπόρες ταξικές δυνάμεις του, παλεύει να μην πάνε τα κρατικά νοσοκομεία στους ιδιώτες από την σκοπιά της υπεράσπισης του σημερινού συστήματος υγείας; Ή από τη σκοπιά του συστήματος υγείας που έχει ανάγκη ο λαός, ενός αποκλειστικά δημόσιου, σύγχρονου, δωρεάν συστήματος υγείας, που παλεύουμε να το επιβάλλουμε από σήμερα κόντρα στις ιδιωτικοποιήσεις, την αγορά και την ανταποδοτική λειτουργία των νοσοκομείων; Και γιατί το περιεχόμενο αυτό, που προφανώς έχει στη σημαία του τις «σύγχρονες ανάγκες», είναι επαρκές όταν παλεύουμε ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, αλλά γίνεται «παλιό» και «διαχειριστικό» όταν παλεύουμε για να περάσουν στο δημόσιο;
Ποτέ και πουθενά η Κομμουνιστική Απελευθέρωση και οι δυνάμεις της μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν βάζουν τελεία στη διεκδίκηση «της κρατικοποίησης». Παντού και πάντα διατυπώνουμε τον στόχο αυτό με τρόπο που να φαίνεται καθαρά ότι δεν μιλάμε για μια κρατικο-καπιταλιστική ρύθμιση, που πιθανό να κάνει η όποια αστική κυβέρνηση για να διαχειριστεί την κατάσταση, αλλά για ένα αντικαπιταλιστικό στόχο, δηλαδή για την πάλη για «να διακοπεί εδώ και τώρα η σύμβαση με την Hellenic Train, να επιστρέψει ο σιδηρόδρομος χωρίς αποζημίωση στο δημόσιο, ενάντια στην απελευθέρωση των αγορών της ΕΕ και το κέρδος. Για ενιαίο, αποκλειστικά δημόσιο σιδηρόδρομο, με τον έλεγχο των εργαζόμενων. Κόντρα στα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, για να είναι ασφαλής, σύγχρονος, φτηνός για το λαό.»
Η πάλη για να επιβληθούν αυτοί ο στόχοι συνιστά ρήγμα στην αστική πολιτική. Στο μέτρο που θα μπορέσει να επιβληθεί με την κινητοποίηση του λαού και τη δύναμη των αγώνων, θα είναι μια μεγάλη ήττα της κυβέρνησης στην ουσία της πολιτικής της, την απελευθέρωση των αγορών της ΕΕ. Τέτοια ρήγματα, εφόσον επεκτείνονται και βαθαίνουν θα εντείνουν την κρίση της κυρίαρχης πολιτικής, θα πολλαπλασιάζουν τα αδιέξοδα και τη σχετική της αστάθεια, θα ξεπερνάνε την ξέπνοη σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση που κινείται εντός των τειχών, καθώς θα θέτουν σε αμφισβήτηση τον πυρήνα της συναίνεσης, δηλαδή το όριο της πολιτικής της ΕΕ -και για άλλα ζητήματα του ΝΑΤΟ-, θα ανεβάζουν την πάλη σε άλλο ανώτερο επίπεδο, και έτσι θα «ωριμάζουν οι συνθήκες» για ευρύτερες αλλαγές.
Σύνθεση τακτικής και στρατηγικής
Ο ανατρεπτικός ρόλος των ώριμων κι αναγκαίων αντικαπιταλιστικών στόχων
Στη σημερινή εποχή η τακτική και η στρατηγική έρχονται πιο κοντά. Η πάλη για πολιτικές διεκδικήσεις, για τις ανάγκες και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και του λαού έρχονται σε πιο άμεση σύγκρουση με το σιδερόφραχτο πολεμικό καθεστώς του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και το πολιτικό τους σύστημα. Γιατί πράγματι σήμερα η δυνατότητα και η διάθεση παραχωρήσεων του κεφαλαίου, η δημιουργία «κοινωνικών συμβολαίων» είναι πολύ μικρότερη. Από αυτό άλλωστε πηγάζει και η ιστορική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.
Από αυτή την ισχυρή διαπίστωση μπορεί να προκύψουν δύο ειδών συμπεράσματα. Είτε η επαναστατική κομμουνιστική αριστερά θα βάλει πιο αποφασιστικά τα ώριμα και αναγκαία πολιτικά αιτήματα των εργαζόμενων για πάλη ξέροντας και διακηρύσσοντας ότι δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στο πλαίσιο της σημερινής κατάστασης, είτε θα αυτοπεριοριστεί στο εφικτό του συστήματος ή με την μορφή της «ρεαλιστικής ανυπακοής» του ΜΕΡΑ25 ή με τη μορφή της παραπομπής των ρηγμάτων αυτών στην εργατική εξουσία, του ΚΚΕ.
Στην πρώτη περίπτωση η τακτική στοχεύει στο ανέβασμα της πάλης και της ταξικής συνείδησης μέσα από το κίνημα και την πολιτική πάλη, μέσα από την διεκδίκηση αντικαπιταλιστικών στόχων. Στη δεύτερη περίπτωση αναπαράγει το σημερινό επίπεδο οικονομικών διεκδικήσεων, αφήνοντας άθιχτη την ουσία της κυρίαρχης πολιτικής και παραπέμποντας σε μια λύση που θα έρθει κοινοβουλευτικά. Στη μία περίπτωση η σημερινή πάλη επιδιώκεται να μετασχηματισθεί σε πολιτικό αγώνα στην άλλη περίπτωση παραμένει καθηλωμένη στους οικονομικούς στόχους δέσμια των αντιλήψεων του κλασικού «οικονομισμού». Στη μία περίπτωση έχουμε μια επαναστατική τακτική, στην άλλη γυρνάμε πίσω στην «πολιτικοποίηση του κινήματος πάνω στην βάση των οικονομικών στόχων» στο όριο της σημερινής κατάστασης.
Ένας όχι και τόσο φανταστικός διάλογος για την προοπτική
Αν κάποιος εργαζόμενος μας πει «μα και το σημερινό κράτος θα τα κάνει καλύτερα;» τότε απλά θα του πούμε ότι εμείς παλεύουμε ενάντια και στο σημερινό κράτος, ενάντια στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να το κάνουν πιο «ανταγωνιστικό», εκμεταλλευτικό, ιδιωτικοοικονομικό. Ότι σε περίπτωση που ο σιδηρόδρομος γυρίσει στο κράτος κάτω από την πάλη του λαού και ενάντια στην θέληση κυβέρνησης-ΕΕ, ο αγώνας θα συνεχιστεί αλλά από πολύ καλύτερες θέσεις για προσλήψεις και έργα υποδομής, για να λειτουργεί για τον λαό και όχι για το κέρδος. Κι αν επιμείνει «ναι αλλά αυτό δεν γίνεται σήμερα» πολύ απλά θα του πούμε πως κατακτήσεις μπορεί να υπάρχουν, αλλά συνολικά δεν γίνεται και για αυτό ακριβώς παλεύουμε για μια άλλη κοινωνία που το κράτος θα είναι στα χέρια των εργατών και όχι των εκμεταλλευτών, όπου μόνο τότε μπορούν να γίνουν πλήρως όσα παλεύουμε σήμερα.
Ή όπως το έθετε η Κομμουνιστική Διεθνής (3ο συνέδριο): «Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από τα ζητήματα αυτά θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η ΚΔ τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που, στο σύνολό τους, αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία» (3η Διεθνής…, 2007: 269).
Αυτή η αρχή μας εμπνέει και μας καθοδηγεί!