Ο θεσμός της δικαστικής εξουσίας έχει μπει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης σε σχέση με την υπόθεση των Τεμπών. Ο Ν. Ανδρουλάκης δηλώνει ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη του στη «Δικαιοσύνη», ο Σ. Φάμελλος τη σέβεται και τη στηρίζει «γιατί είναι πυλώνας της Δημοκρατίας», αλλά δεν εμπιστεύεται την ηγεσία της «γιατί λειτουργεί πολύ συχνά ως βραχίονας της κυβέρνησης», ενώ ο Κ. Μητσοτάκης διακηρύσσει ότι «τη δικαιοσύνη την αποδίδει η Δικαιοσύνη» και όχι τα «λαϊκά δικαστήρια».
Η δικαστική εξουσία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού κράτους και πάνω απ’ όλα εξαρτημένη από το γενικό συμφέρον της αστικής τάξης. Η «Δικαιοσύνη» επέτρεψε την ουσιαστική κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων και τον ορισμό του κατώτερου μισθού από την εκάστοτε κυβέρνηση, παρότι το άρθρο 22 του Συντάγματος λέει για «συλλoγικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές απoτύχoυν, με τoυς κανόνες πoυ θέτει η διαιτησία». Η «Δικαιοσύνη» επέτρεψε τη θέσπιση του υποκατώτατου μισθού το 2012 για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών παραβιάζοντας το ίδιο άρθρο που κατοχυρώνει «δικαίωμα ίσης αμoιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας» χωρίς καμιά διάκριση. Η «Δικαιοσύνη» βγάζει σχεδόν όλες τις απεργίες παράνομες. Αυτή η «Δικαιοσύνη» είναι μέρος της συγκάλυψης των Τεμπών.
Η «ανεξάρτητη» δικαστική εξουσία συχνά αξιοποιείται από αστικούς μηχανισμούς για αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού κατά το δοκούν. Στη Ρουμανία τον Δεκέμβρη του 2024 ακυρώθηκαν οι εκλογές από το Συνταγματικό Δικαστήριο λόγω «εμπλοκής ξένου κράτους» (Ρωσία).
Ο σεβασμός στη «Δικαιοσύνη» και στον ανεξάρτητο ρόλο που παίζει -ή θα ‘πρεπε να παίζει- είναι σεβασμός στο αστικό κράτος καθώς όλα τα προβλήματα πρέπει να λύνονται στο εσωτερικό του. Ο αγωνιζόμενος λαός δεν μπορεί να έχει καμιά εμπιστοσύνη σ’ αυτή τη «Δικαιοσύνη». Θα βρει το «δίκιο» του για το έγκλημα στα Τέμπη μόνο με την ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής του κεφαλαίου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 22-23 Φεβρουαρίου