Ιάσονας Σταθαμόπουλος
Επιτυχημένο διήμερο της Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας για το ’44
Μεγάλη επιτυχία είχε το Διήμερο για τα 80χρονα από τον Δεκέμβρη του 1944 στη Νομική που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. Και τις δύο μέρες (14 και 15 Δεκέμβρη), η μαζική προσέλευση ιδιαίτερα νεολαίας, οι ενδιαφέρουσες εισηγήσεις κατά γενική ομολογία, τα ερωτήματα που τέθηκαν και οι τοποθετήσεις που ακολούθησαν, φώτισαν γνωστές και λιγότερο γνωστές πλευρές της κορυφαίας αυτής στιγμής της επαναστατικής εποποιίας του ελληνικού λαού κατά τη δεκαετία του 1940.
Την πρώτη μέρα, στην εισήγησή του ο Προκόπης Παπαστράτης ανέτρεξε στο κίνημα των στρατιωτών και ναυτών της Μέσης Ανατολής, με τη δράση της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης με ηγέτη τον κομμουνιστή Γιάννη Σαλλά, την πολιτικοποίηση των στρατιωτών και των ναυτών και την εκλογή επιτροπών στρατιωτών στις μονάδες. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών στις αντιφασιστικές εξεγέρσεις (Μάρτιος 1943, Απρίλιος 1944) ήταν η καταστολή και η εκκαθάριση του ελληνικών δυνάμεων της Μ. Ανατολής από τους αριστερούς κι αντιφασίστες, με σκοπό να γίνουν δυνάμεις πραιτοριανών της αντίδρασης.
Ο Φοίβος Οικονομίδης αναφέρθηκε στην αποφασιστικότητα της Βρετανίας, δεσπόζουσας καπιταλιστικής δύναμης εκείνη την εποχή, να τσακίσει το ΕΑΜικό κίνημα. Στάθηκε στον ρόλο της σοβιετικής στρατιωτικής αποστολής τον Ιούλη του 1944 και του επικεφαλής της συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπόφ. Όπως σημείωσε ο ομιλητής, ο Ποπόφ επισκέφτηκε τμήματα του ΕΛΑΣ στις 5 Δεκέμβρη όταν είχαν αρχίσει οι μάχες, δεν απέτρεψε το ΚΚΕ από την ένοπλη σύγκρουση χωρίς ωστόσο και να στηρίξει δημόσια και πολιτικά το ΕΑΜ απέναντι στη βρετανική επέμβαση.
Ο Δημήτρης Μαριόλης στάθηκε στην περίοδο μετά την απελευθέρωση της Αθήνας και την κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου και τη συμμετοχή των υπουργών του ΕΑΜ σ’ αυτή. Οι υπουργοί του ΕΑΜ αναγκάστηκαν να διαχειριστούν την πολιτική λιτότητας που επέβαλαν οι Βρετανοί, την υποτίμηση της δραχμής και την δραματική κοινωνική και επισιτιστική κατάσταση. Υπογράμμισε επίσης ότι η σημερινή αποτίμηση ανθρώπων και αποφάσεων δεν μπορεί να γίνεται κυρίως με βάση την ύστερη γνώση, τονίζοντας ότι το ΚΚΕ και οι ηγέτες του δεν δέχτηκαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ χωρίς μάχη -όπως έγινε αλλού στην Ευρώπη.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης επικέντρωσε στη διαπαιδαγώγηση των μελών των ΚΚ που στόχευαν στην εργατική εξουσία και στη αυτοπεποίθηση των εργατικών και λαϊκών μαζών που σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια της κατοχής. Αυτοί οι δύο παράγοντες έτειναν στη μετατροπή της εθνικοαπελευθερωτικής αντίστασης σε κοινωνικές επαναστάσεις. Σύγκρινε στη συνέχεια τρία παραδείγματα -Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία- τονίζοντας το παράδειγμα της τελευταίας όπου η δημιουργία «κυβέρνησης του βουνού» από το 1942, η μη αναγνώριση του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησής του και η συγκρότηση των «προλεταριακών ταξιαρχιών» έδωσαν τη νίκη.
Τη δεύτερη μέρα η Ιωάννα Θώμου επικέντρωσε στο ρόλο της νεολαίας και των γυναικών στην αντίσταση μέσα από την ΕΠΟΝ. Ανάδειξε τη δημιουργία του σπουδαστικού λόχου του ΕΛΑΣ «Λόρδος Μπάιρον» και την ηρωική του δράση τον Δεκέμβρη στο κέντρο της Αθήνας, στα Εξάρχεια και στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο. Τόνισε την ιδιαίτερη συμμετοχή των γυναικών, όχι μόνο σε βοηθητικούς ρόλους αλλά και στην ένοπλη πάλη, στις εκλογές για την ΠΕΕΑ κτλ. Επίσης φοιτήτριες της ιατρικής και της νοσηλευτικής περιέθαλπαν τραυματίες κατά τη διάρκεια των μαχών. Ο Δημήτρης Κουσουρής εξέτασε τα μεταπολεμικά αφηγήματα στην Ευρώπη και τον ιστορικό αναθεωρητισμό. Αν η αφήγηση της πρώτης περιόδου ήταν η αντιφασιστική εθνική ενότητα, στην Ελλάδα έφτασε καθυστερημένα το 1982 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Στη συνέχεια τα τελευταία χρόνια του ψυχρού πολέμου και κυρίως μετά το 1990 αναδύθηκε με διάφορες μορφές το δίπολο φιλελευθερισμός/ολοκληρωτισμός και η εγκληματολογική προσέγγιση του κομμουνισμού. Στην Ελλάδα επίσης με καθυστέρηση επιχειρήθηκε ένας ανάλογος αναθεωρητισμός όπου επιχειρήθηκε η μετάβαση από το δίπολο φασισμός/αντιφασισμός στο κομμουνισμός/αντικομμουνισμός και στην «κόκκινη βία». Στο κέντρο μπήκε η εμφύλια διάσταση, ενώ η κατοχή και η συνεργασία μαζί της τέθηκαν στο περιθώριο.
Ο Νίκος Πελεκούδας ανέτρεξε στην Κομμουνιστική Διεθνή κυρίως μετά το 7ο Συνέδριό της το 1935 και την προώθηση των λαϊκών μετώπων με αστικές δυνάμεις, την εκτίμηση για το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και την κατεύθυνση ότι «στο παρόν στάδιο δεν θα καλούμε σε ανατροπή του καπιταλισμού στις διάφορες χώρες, ούτε σε παγκόσμια επανάσταση». Σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση εντασσόταν και η διάλυση της ΚΔ για τη διευκόλυνση της πιο πλατιάς αντιχιτλερικής ενότητας χωρίς «καχυποψίες». Ο Μορίς Τορέζ, γγ του γαλλικού ΚΚ δήλωσε στη συζήτηση στο Προεδρείο της Διεθνούς ότι «τώρα στη Γαλλία μετά την κατάχτησή της από τους χιτλερικούς δημιουργήθηκε η βάση για ένα πλατύτατο «εθνικό μέτωπο»». Ο Βασίλης Μηνακάκης επικέντρωσε στις συνεχείς υποχωρήσεις και συμβιβασμούς του ΚΚΕ απέναντι στη Βρετανία και στην αστική τάξη, στη συμμετοχή των πέντε υπουργών στην κυβέρνηση και την προώθηση αντιλαϊκών μέτρων από μεριάς τους. Αυτή η κατεύθυνση ξεκινούσε από το ίδιο το πρόγραμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας και τη λογική των σταδίων, τον ίδιο το χαρακτήρα του ΕΑΜ, συμπεριλάμβανε τις πολιτικές συμφωνίες και τις στρατιωτικές κινήσεις πριν και κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη.
Όπως γράφει η ανακοίνωση της Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας «η συζήτηση μεγάλων ιστορικών γεγονότων και κρίσιμων καμπών του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος είναι επίκαιρες και απολύτως αναγκαίες για τους σημερινούς αγωνιστές και αγωνίστριες, εφόσον στοχεύουν στην μελέτη και διαλεκτική αποκρυστάλλωση συλλογικής εμπειρίας και πολιτικών συμπερασμάτων […]».