Κώστας Παλούκης
Η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ) στο Α΄ Συνέδριό του (17-23 Νοέμβρη 1918) σηματοδοτεί την είσοδο της ελληνικής εργατικής τάξης στον πολιτικό στίβο «για τον εαυτό της». Μετά τις αρχικές αντιφάσεις και ταλαντεύσεις, υπό την επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης και των οξυμένων συγκρούσεων που προκαλεί ο πόλεμος στη Μικρά Ασία, το νεοσύστατο κόμμα προσχωρεί στο κομμουνιστικό κίνημα και στη διεθνιστική αντιπολεμική πάλη.
Στα 1918, ένα νεωτερικό μοντέλο κοινωνικής συμμαχίας και οργάνωσης της εργατικής τάξης, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εμφανίζεται με την ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας). Το νέο κόμμα αμέσως δηλώνει την σύνδεσή του με την Β΄ ή Σοσιαλιστική Διεθνή. Το ΣΕΚΕ θα αναλάμβανε να διαφωτίσει και να εκφράσει τους εργάτες με μια ιδεολογία, μεθοδολογία και έναν μηχανισμό πρωτότυπο και νεωτερικό για την Ελλάδα. Κηρύσσοντας την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής «κοινωνικής μεταβολής», που «σημαίνει την απελευθέρωσιν όχι μόνο των προλεταρίων, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος που υποφέρει σήμερον» υπογραμμίζει τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης και προσδιορίζει το δικό του καθήκον: «να διαμορφώση τον αγώνα της εργατικής τάξεως εις αγώνα συνειδητόν και ενιαίον και να οδηγήση αυτήν εις την φυσική και αναγκαία αποστολήν της». Παρά το νεωτερικό αντικαπιταλιστικό λόγο, όμως, οι πρώτοι σοσιαλιστές και στη συνέχεια το ΣΕΚΕ διατηρούσαν μία επαμφοτερίζουσα σχέση με τα αστικά κόμματα. Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι ο Βενιζέλος και η κυβέρνηση του 1918 ευνόησαν την ίδρυση του ΣΕΚΕ με σκοπό την ενίσχυση στο εξωτερικό των ελληνικών θέσεων πάνω στα εθνικά ζητήματα και, πράγματι, οι πρώτοι σοσιαλιστές και οι πρώτοι ηγέτες του ΣΕΚΕ δεν αρνήθηκαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Το Α΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ, παρότι υπερασπίζεται τη λήξη του πολέμου και την ειρήνευση χωρίς αποσπάσεις εδαφών, δεν τοποθετείται αρνητικά στην μικρασιατική εκστρατεία και, στην ουσία, αναπαράγει τις θέσεις του βενιζελισμού σε μια πιο αριστερή εκδοχή. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμά του δεν υιοθετεί την επαναστατική δράση, αλλά προτείνει ένα σταδιακό μετασχηματισμό προς δημοκρατικότερες δομές, που θα καταλήξει στη «Λαϊκή Δημοκρατία». Ο Ριζοσπάστης θα αναφερθεί για πρώτη φορά και κριτικά, αν και όχι με πολύ πολιτικό και με οξύ περιεχόμενο, στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας τον Ιούνιο του 1919 καθώς μέχρι τότε επιφυλασσόταν ότι θα θεωρηθεί η κριτική του αντιπατριωτική. Μάλιστα, οι πρώτοι σοσιαλιστές, ιδιαίτερα οι φιλοανταντικοί, μάλλον θα δεχθούν επιφυλακτικά την νίκη των «μαξιμαλιστών» μπολσεβίκων. Σύντομα, όμως η στάση απέναντι στην Σοβιετική Ρωσία θα αλλάξει για το σύνολο σχεδόν των μελών του ΣΕΚΕ. Ως εκ τούτου, το αίτημα για σύνδεση με την Κομμουνιστική Διεθνή του Λένιν, που ιδρύεται το 1919, τίθεται ανοιχτά στους κόλπους του νεοπαγούς κόμματος. Το γεγονός αυτό δε θα πρέπει όμως να συνδεθεί μόνο με τον ενθουσιασμό για τις επιτυχίες και το δέος που αναμφισβήτητα προκαλούσε το Κόμμα και η ηγεσία της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ στα 1919 «αποφασίζει να αποχωρήσει εκ της β΄ Διεθνούς και να αποκηρύξει την οπορτουνιστικήν τακτικήν της».
Στις 2 Μάη 1919 άρχισε η απόβαση Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη. Η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου την παρουσίασε ως περιορισμένη επιχείρηση στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ. Τελικά η επιχείρηση μετατράπηκε σε εκτεταμένη πολεμική σύρραξη. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες την περίοδο που διεξάγεται η μικρασιατική εκστρατεία οδηγούν σε όξυνση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Παλαιά Ελλάδα. Όλες οι ανακοινώσεις σωματείων περιείχαν το αίτημα της άρσης του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας «δια τα εσωτερικά ζητήματα».
Οι εργατικές απεργίες εν μέσω μικρασιατικής εκστρατείας αποκτούσαν έντονο πολιτικό και αντιπολεμικό περιεχόμενο, ακόμα και εάν οι συνδικαλιστικοί φορείς τους δεν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο. Η γενική απεργία του 1919 είχε αμιγώς εργατικά αιτήματα, όπως η αύξηση των ημερομισθίων και η μείωση των τιμών, αλλά και την υπεράσπιση των εργατικών σωματείων απέναντι στις απόπειρες των εργοδοτών να παρακάμψουν τους οργανωμένους και να προτιμήσουν «ελεύθερους» εργάτες. Με το αίτημα αυτό ουσιαστικά το συνδικαλιστικό κίνημα διεκδικούσε την κατάργηση της εργολαβίας και την κυριαρχία της μισθωτής εργασίας. Οι απεργίες αυτές χαρακτηρίζονταν από το κράτος «στάση σε καιρό πολέμου» και καταστέλλονταν με την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, με την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, με συλλήψεις και στρατοδικεία. Οι συλλήψεις σοσιαλιστών εργατών και οι διώξεις μελών του ΣΕΚΕ κορυφώθηκαν με την σύλληψη ηγετικών στελεχών του και την απαγγελία της κατηγορίας επί εσχάτη προδοσία και συγκεκριμένα «επί προκλήσει εις διέγερσιν εμφυλίου πολέμου». Παράλληλα, στο μικρασιατικό μέτωπο θα δραστηριοποιηθούν Έλληνες κομμουνιστές με επικεφαλής τον Παντελή Πουλιόπουλο, τον Γιώργο Νίκολη και τον Ελευθέριο Σταυρίδη που θα δημιουργήσουν αντιπολεμικούς πυρήνες και θα κυκλοφορήσουν την εφημερίδα Ερυθρός Φρουρός. Το Κεντρικό Συμβούλιο των Κομμουνιστών Φαντάρων του Μετώπου θα κυκλοφορήσει προκηρύξεις στους στρατιώτες συνήθως γραμμένες από τον Πουλιόπουλο. Αυτές οι προκηρύξεις θα είναι κατά της εκστρατείας και του πολέμου και όπως χαρακτηριστικά γράφουν «για τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων τραπεζιτών και καπιταλιστών σκοτώνονται τα παιδιά των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ στα 1919 «αποφασίζει να αποχωρήσει εκ της β΄ Διεθνούς και να αποκηρύξει την οπορτουνιστικήν τακτικήν της.» Παράλληλα, «δίδει εντολήν εις την Κεντρικήν Επιτροπήν να προπαρασκευάση το έδαφος δια την προσχώρησιν εις την γ΄ Διεθνή…». Τον Ιανουάριο του 1920, το ΣΕΚΕ θα ενταχτεί στη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ). Τον Απρίλιο του 1920, θα συνέλθει το Β΄ Συνέδριο του ΣΕΚΕ το οποίο θα επιβεβαιώσει την στροφή προς την Κομμουνιστική Διεθνή απαλείφοντας στοιχεία του προγράμματος που θεωρούνταν ρεφορμιστικά, όπως η θέση για ενδιάμεση «Λαϊκή Δημοκρατία» ή για την ανάγκη της εθνικής άμυνας ή για την Κοινωνία των Εθνών. Σε αυτό το συνέδριο, θα αποφασιστούν η προσχώρηση στην «γ΄ Διεθνή της Μόσχας», με την αποδοχή των αρχών και των ψηφισμάτων της, η αποδοχή των 21 όρων και η προσθήκη «Κομμουνιστικό» σε παρένθεση στον τίτλο. Το βήμα αυτό προς τον κομμουνισμό θα ανοίξει το ζήτημα της σύνδεσης με την ΚΔ συνολικά στο σοσιαλιστικό κίνημα και θα προκαλέσει σημαντικές διαφωνίες και συγκρούσεις, παρότι δεν θα πραγματοποιηθεί ουσιαστικά παρά μόνο το 1924.