Το ενδιαφέρον βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, (εκδόσεις Κίχλη) δεν είναι μια μελλοντική δυστοπία. Αφετηρία του είναι το παρόν, εμπεριέχει το παρόν και απευθύνεται στο μέλλον
Ο Νώε στην εβραϊκή μυθολογία ήταν εκείνος που διάλεξε ο Θεός για να σωθεί με την οικογένεια του από τον κατακλυσμό που προκάλεσε προκειμένου να τιμωρήσει τους ανθρώπους για την ασέβειά τους προς αυτόν. Με την Κιβωτό του -στην οποία επέβαιναν και από ένα ζευγάρι από κάθε είδος ζώου που υπήρχε στην γη- άντεξε τις 40 μέρες του κατακλυσμού ώσπου έφτασε στο όρος Αραράτ. Από τους γιους του Νώε ξεκίνησε μια νέα περίοδος για το γένος των ανθρώπων.
Στον Νώε του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, ο αφηγητής επιβιώνει από έναν τοπικό κατακλυσμό. Δεν είναι προφυλαγμένος σ’ ένα περίκλειστο πλεούμενο. Έχει μία μικρή βάρκα που είναι και το παρατηρητήριό του -όντας κι ίδιος αντικείμενο παρατήρησης από φιλοπερίεργους επιβάτες ελικοπτέρων που περνούσαν τυχαία από την περιοχή. Είναι έρμαιο του αέρα, της ζέστης και του κρύου. Δεν έχει συντροφιά τους οικείους του ούτε όλη τη γήινη πανίδα. Μόνος του συνοδός είναι ένας σκύλος, ο Παρασκευάς που βρέθηκε τυχαία κοντά του, τον περιμάζεψε και μοιράζεται μαζί του τα πενιχρά του εφόδια: λίγα τρόφιμα, νερό και τις λέξεις που ξεδιπλώνουν τις διηγήσεις του και ιστορούν τα συναισθήματα και την μοναξιά του. Του λέει ιστορίες από την Βίβλο ή απαγγέλει ποιήματα ή αγορεύει για τα πνευματικά επιτεύγματα της αρχαιότητας, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Εξάλλου και το επάγγελμά του είναι ιστορητής -παραμυθάς. Τον καλούσαν να απαγγείλει ποιήματα, παραμύθια, αποσπάσματα από τραγωδίες σε σχολεία, σε αμφιθέατρα, σε ιδρύματα. Κι ο λόγος του άμεσος, ρυθμικός, σε ορισμένα σημεία παραμυθιακός. Κι η δύναμή του παραμυθητική, ακόμη κι όταν εκφράζει μια άγρια πραγματικότητα.
Δεν έχει επιλεγεί από κανέναν ύψιστο ως εκλεκτός και δεν πιστεύει σε κανέναν Θεό. Στο δικό του «Σύμβολο της Πίστεως» ορκίζεται στον ελεύθερο από εξουσίες άνθρωπο, στο ερωτικό του σώμα, στην καθημερινή του σταύρωση και ανάσταση και μοναδική του πίστη είναι η «λαλήσασα δια των μεγάλων ποιητών».
Πλέει πάνω στα νερά που έχουν καλύψει σχεδόν τα πάντα -εκτός από τις ψηλές κορφές των βουνών, όπου μένουν οι προνομιούχοι -άγνωστο για πόσο ακόμα. Παρατηρεί τον ανταγωνισμό της επιβίωσης των διασωθέντων, τα επιπλέοντα απομεινάρια σωμάτων και αντικειμένων που προ κατακλυσμού θεωρήθηκαν επιτεύγματα της άνετης ζωής, της επιστήμης, της ψηφιακής τεχνολογίας. Όσα υψώνονται πάνω από τα νερά σύντομα πέφτουν υπό το βάρος των σωμάτων που κρέμονται από αυτά για να σωθούν. Τα νερά ταπεινώνουν την ματαιοδοξία.
Η πλεύση του πρωταγωνιστή είναι όμως ταυτοχρόνως και μια ανίχνευση των βυθών, μια καταβύθιση στις δομές και στις αξίες ενός πολιτισμού που δεν χρειάστηκε έναν θεό για να τον τιμωρήσει. Είναι εκείνος που προκάλεσε τα δεινά του καθώς έχασε την ανθρωπιά του, περιφρόνησε κάθε έννοια δικαίου, ταύτισε την τιμή με το χρήμα και μετέτρεψε σε βορά των όρνεων «χιλιετίες από κόπους, αγώνες, αίμα, φωνές, γραφές και ελπίδες». Ζει τον «κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας», όπως έγραφε ο Λευτέρης Πούλιος.
Ο μοναχικός ταξιδιώτης του «Νώε» ανασύρει με την μνήμη του αυτά που γνωρίζει πως έχει καλύψει η πλημμύρα. Ανακαλεί τη ζωή της πόλης, τη σοφία και την αφροσύνη της, την ομορφιά και την ασχήμια της, την ανησυχία και την εθελοτυφλία της, τους οιωνούς της καταστροφής της και την επιδεικτική αδιαφορία της. Απομαγεύει αλλά και μαγεύει ξανά τον κόσμο που έζησε δημιουργώντας και παραλλάσσοντας παλαιούς μύθους και παραμύθια που μιλούν για εκδίκηση αλλά και για τη δύναμη της αγάπης. Μόνο που το τέλος τους αλλάζει: «Δεν ζήσαν αυτοί καλά ούτε κι εμείς καλύτερα». Θυμάται το γαλήνεμα της ψυχής που πρόσφερε η φύση αλλά και νοσταλγεί την απλότητα της καθημερινής ζωής, τα ευτελή υλικά που πλαισίωναν στιγμές τρυφερότητας και φροντίδας. Χαμένα πια στον υγρό τάφο τους πιθανόν να προσμένουν από κάποια μελλοντική εξωγήινη επίσκεψη το στήσιμο ενός μνημείου «προς τιμή της χαμένης ανθρωπότητας, ένα τοτέμ στη μνήμη των ανθρώπων».
Το πρόσφατο έργο του εξαιρετικού Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη δεν είναι μια μελλοντική δυστοπία. Αφετηρία του είναι το παρόν, εμπεριέχει το παρόν και απευθύνεται στο μέλλον. Οι κατακλυσμοί σε όλες τις μυθολογίες του κόσμου σήμαναν και μια νέα περίοδο για την ζωή των ανθρώπων. Ο κατακλυσμός του Νώε αποτελεί μια πρόκληση για μια εκ νέου ανακάλυψη της ζωής και του χρόνου – και όχι μόνο των ανθρώπων. Είναι και μια πρόσκληση σαν εκείνο το πείσμα που κάνει τον αφηγητή της ιστορίας να κωπηλατήσει για να φτάσει στον «Ου Τόπο» και να πάρει το όνομα «Ούτις». Κι έτσι ν’ αρχίσει ξανά την ιστορία.
Αιμιλία Καραλή