Την 1η Νοέμβρη 2011 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Τζιαντζής, ηγετικό στέλεχος του ΝΑΡ και του κομμουνιστικού κινήματος, αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη. Η καλύτερη τιμή στη μνήμη του είναι η μελέτη της συνεισφοράς του. Στο πλαίσιο αυτό το Πριν αναδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα από το άρθρο του Κώστα Τζιαντζή με τίτλο «Ποιος φοβάται το επαναστατικό κόμμα της εποχής μας;», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 24/7/1994.
Ποιος είναι ο βασικός πυρήνας της αντεπαναστατικής φυσιογνωμίας και δράσης των καθεστωτικών, εργατικών κομμάτων και ταυτόχρονα ο ομφάλιος λώρος για τη συνεχιζόμενη εξάρτηση και των νέων τάσεων επαναστατικής χειραφέτησης; Ο πυρήνας αυτός δε βρίσκεται μόνο στη μια ή την άλλη αστική παραλλαγή της τακτικής-στρατηγικής τους, στον κυβερνητισμό τους, στην πατροπαράδοτη συνήθειά τους να στριφογυρίζουν διαρκώς με καταπληκτική ευλυγισία στα κλινοσκεπάσματα του συστήματος. Αλλά βρίσκεται κυρίως στη μορφή και στους τρόπους άσκησης της πολιτικής, που αποτελούν δημιουργική μετεξέλιξη και προσαρμογή του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος. […]
Που οφείλεται όμως αυτή η εξέλιξη; Μήπως κυρίως στις αντικειμενικές συνθήκες, στις δυσκολίες και στις προδοσίες των αρχηγών και των κάθε λογής αποδιοπομπαίων τράγων; Ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες για την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου στις νέες προσπάθειες των αντικαπιταλιστικών τάσεων της εποχής μας;
Οι σύγχρονες επαναστατικές δυνάμεις πρέπει ν απαλλαγούν από τη ρηχή ανάλυση για τις αιτίες της μέχρι τώρα εκφυλιστικής πορείας του εργατικού επαναστατικού υποκειμένου. Πρέπει όχι μόνο να αναζητήσουν το βασικό νήμα στην έλλειψη των όρων «που κάνουν αδύνατο κάθε πισωγύρισμα», αλλά να ανιχνεύσουν αυτούς τους όρους στην ιστορική πορεία κι στη σύγχρονη πραγματικότητα. Και ιδιαίτερα να προωθήσουν την ενίσχυσή τους μέσα από τις συγκεκριμένες ταξικής αναμετρήσεις που ωριμάζουν.
Πρώτος όρος είναι να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι η βασική αντίφαση στη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου βρίσκεται μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Γενικά η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των αντιφάσεών του διαμορφώνει την αντιφατική εσωτερική κοινωνική συγκρότηση και κίνηση της εργατικής τάξης, καθορίζει την εσωτερική διαπάλη που τη διαπερνά, ανάμεσα στην τάση εξάρτησης και την τάση χειραφέτησης από την αστική κυριαρχίας σ’ όλες τις σφαίρες της οικονομίας, της πολιτικής, της ιδεολογίας.
Γι’ αυτό οι νέες επαναστατικές δυνάμεις δεν μπορούν με κανένα τρόπο, όπως παλιά, από τη μια να αποθεώνουν τις επαναστατικές τάσεις και από την άλλη να διαιωνίζουν την καθυστέρηση μέσα στην εργατική τάξη. Αντίθετα, πρέπει να εντοπίζουν, να αξιοποιούν και να προβάλλουν εκείνες τις αντιφάσεις, που δίνουν τη δυνατότητα στις τάσεις χειραφέτησης να επικρατούν πάνω στην εξάρτηση και την υποταγή των εργαζομένων. Τελικά, η επαναστατική τάση των εργαζομένων είναι και η μόνη κοινωνική βάση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου της εποχής μας.
Δεύτερος όρος είναι να επαναθεμελιώσουν στη θεωρία, στην πολιτική και στην πράξη την αφετηριακή αρχή για την αντικειμενική επαναστατική δυνατότητα της εργατικής τάξης, για τον καθοριστικό ρόλο και τις ευθύνες του εργαζόμενου κοινωνικού ανθρώπου του δημιουργού της ιστορίας. « Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης». Αυτός είναι ο θεμελιακός νόμος του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου.
Τρίτος όρος είναι να αποκατασταθεί η αντικειμενική διαλεκτική σχέση πρωτοπορίας-τάξης που για χρόνια αναποδογυρίστηκε στην πράξη. Οι πρωτοπορίες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν αναγκαίες μορφές κίνησης και ανάπτυξης της καθοριστικής επαναστατικής πολιτικής παρέμβασης της ίδιας της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και όχι, όπως είχε επικρατήσει, αντίστροφα, η παρέμβαση αυτή να αντιμετωπίζεται σαν μορφή κίνησης και ανάπτυξης της όποιας μερικής ιδεολογικο-πολιτικής πρωτοπορίας, χώρας, κόμματος, οργάνωσης ή ηγετικής ομάδας.
Τέταρτος όρος είναι να αναζητηθεί και να προβληθεί ο ρόλος της προσωπικότητας του κοινωνικού εργαζόμενου ανθρώπου, που η αυτονάπτυξή του είναι και ο τελικός σκοπός του εργατικού κινήματος. Αυτός ο νόμος του επαναστατικού υποκειμένου έχει ιδιαίτερη σημασία για τις οργανωτικές μορφές συγκρότησής του, που πρέπει να ανταποκρίνονται στην ανάγκη χειραφέτησης και ανάπτυξης της κάθε προσωπικότητας έως την κατάργηση όλων των κοινωνικών διακρίσεων.
Πέμπτος όρος είναι η προσπάθεια για να αποκατασταθεί στην πράξη η διαλεκτική ανάμεσα στο «αυθόρμητο» και το «συνειδητό». Το «αυθόρμητο» συχνά εκφράζει τη διαδικασία της σχετικά ανεπαρκούς, αλλά αναπτυσσόμενης συνειδητότητας της εργατικής τάξης ως το επίπεδο της συνολικής επαναστατικής πολιτικής. Είναι μια διαδικασία που εκπορεύεται από την τάση χειραφέτησής της απέναντι στην αστική κυριαρχία και αναπτύσσεται με την πείρα και την πάλη σε όλα τα επίπεδα, τη θεωρία, την πολιτική και την οικονομικοκοινωνική αντικαπιταλιστική αντίσταση των εργαζομένων.
Έκτος όρος και πιο σημαντικός είναι να αποκατασταθεί με βάση τις σύγχρονες συνθήκες η επαναστατική σύνδεση ανάμεσα στα πεδία των κοινωνικών ταξικών αναμετρήσεων των παραγωγικών σχέσεων και την πολιτική πάλη. Πρέπει με νέους τρόπους να «αναγνωριστεί» η εντελώς διαστρεβλωμένη μέχρι τώρα αλληλεπίδραση ανάμεσα στις τρεις βασικές κατευθύνσεις της εργατικής αντικαπιταλιστικής παρέμβασης. Αντίθετα με όσα λέγονται, ο Μαρξ τεκμηριώνει στο έργο του την αντικειμενική τάση αλληλοσύνδεσης της επαναστατικής πάλης για τα συμφέροντα, την πολιτική και τη θεωρία, καθώς και την αντικειμενική δυνατότητα πραγματοποίησης αυτής της αλληλοσύνδεσης από τους εργάτες.
Η επαναστατική σύνδεση της ιδεολογικής, πολιτικής και οικονομικής πλευράς της εργατικής πάλης κρίνεται κάθε φορά τελικά από τη βασική πολιτική πρωτοπορία κάθε εποχής, από τα ευρύτερα επαναστατικά τμήματα του εργατικού κινήματος. Αν οι μάζες της εργατικής τάξης δεν είχαν αυτό τη δυνατότητα να παίζουν σχετικά αυτοτελή κα αποφασιστικό ρόλο στην τελική επαναστατική σύνθεση αυτών των τριών κατευθύνσεων, τότε η επανάσταση θα ήταν αδύνατη.
Οι κλασικοί του επιστημονικού σοσιαλισμού όσο κατηγορηματικά διακήρυσσαν ότι χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα, άλλο τόσο θεωρούσαν ότι «οι επαναστατικές ιδέες προϋποθέτουν την ύπαρξη επαναστατικής τάξης», πίστευαν ότι «η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της ιστορικής επαναστατικής πάλης» και «όργανό της είναι το εργατικό επαναστατικό κόμμα, που πρέπει να εντάσσεται κάτω από τον έλεγχό της».
Ανιχνεύοντας αυτούς τους όρους, αλλά και όσους θα φέρει στην επιφάνεια η ίδια η πείρα των αντικαπιταλιστικών αγώνων, της επαναστατικής αναζήτησης και της εξέγερσης, τα αντικαπιταλιστικά αντικαθεστωτικά ρεύματα μπορούν να αντιμετωπίσουν και την ιδεολογική τρομοκρατία του κεφαλαίου και το διάχυτο φόβο και τις αγκυλώσεις των εξαρτημένων εργατικών τμημάτων απέναντι στην αναπότρεπτη προσπάθεια επανίδρυσης του συνολικού επαναστατικού υποκειμένου της εποχής μας.