Κατερίνα Φραγκουλοπούλου
Στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης παρουσιάζεται μέχρι τις 13/11 ο μονόλογος «18/9», της Μαρίας Λούκα. Αφορά την ιστορία της Δάφνης, της νέας γυναίκας που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Η παράσταση «18/9» της Μαρίας Λούκα, σε σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη, ακολουθεί τη φόρμα του θεάτρου-ντοκουμέντο και με λιτά μέσα, σε έναν εξίσου λιτό χώρο, μάς κάνει κοινωνούς της προσωπικής ιστορίας ενός νέου ανθρώπου που καλείται να σηκώσει το τεράστιο βάρος της ιστορικής στιγμής, ενώ παράλληλα παρουσιάζει μια βαθιά ανάλυση της κοινωνίας της οικονομικής κρίσης και της διολίσθησης στον φασισμό. Η ερμηνεία της Δώρας Χρυσικού είναι συγκλονιστική. Ευαίσθητη όταν χρειάζεται, δυνατή όταν πρέπει, αποστασιοποιημένη όταν περιγράφει τη σκληρή και άχαρη πραγματικότητα που βιώνει και τους συμβιβασμούς που καλείται να κάνει, απλώς για να συνεχίσει να υπάρχει. Είναι ορατή η συγκίνηση της Δώρας Χρυσικού και η αγάπη της για τη Δάφνη και είναι φανερό ότι κάθε φορά καταθέτει την ψυχή της ακολουθώντας τη διαδρομή της. Τέλος, είναι πολύ δύσκολο για τον θεατή να μείνει ασυγκίνητος όταν η παράσταση κλείνει με τους πανηγυρισμούς στο Εφετείο και τη συγκλονιστική κραυγή της Μάγδας Φύσσα «τα κατάφερες, γιε μου».
Το θέατρο-ντοκουμέντο ξεκίνησε στην επαναστατική Ρωσία ως «Ομιλούσα Εφημερίδα» με στόχο την ενημέρωση των αναλφάβητων πολιτών. Σύντομα εμπλουτίστηκε με καλλιτεχνικές δράσεις και απεκδύθηκε το ρόλο της ενημέρωσης. Πήρε την τελική(;) πολιτικοποιημένη μορφή του τη δεκαετία του ‘60 και έκτοτε συνδέει την ιστορία και την αλήθεια με την τέχνη.
Το γεγονός ότι όλες οι παραστάσεις έγιναν sold out δείχνει την ευαισθησία του κόσμου για την υπόθεση Φύσσα
Η παράσταση «18/9» είναι ένα άριστο δείγμα μιας τέτοιας δουλειάς. Το κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα από την κατάθεση της Δάφνης στο Εφετείο αλλά έχει και στοιχεία μυθοπλασίας, κυρίως σχετικά με την εσωτερική πάλη της μέχρι να αποφασίσει να καταθέσει κόντρα στις απειλές και τον εκφοβισμό που δέχτηκε αυτή και η οικογένειά της και κόντρα στις φωνές της «λογικής» που τη συμβούλευαν «να κοιτάξει τη δουλειά της». Χωρίς ούτε μια στιγμή να γίνεται διδακτικό, βάζει το πραγματικό ερώτημα της ατομικής ευθύνης απέναντι στον δολοφονημένο Παύλο Φύσσα αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Καθώς η Δάφνη παλεύει για να βρει τη δύναμη να κάνει το χρέος της, μάς εκθέτει την πραγματικότητα μιας κοινωνίας που ασελγεί στο κορμί της νεολαίας, βάζει φραγμούς στα πιο απλά όνειρα – όπως αυτά για σπουδές, βυθίζει οικογένειες στη βία της φτώχειας, καταφέρνει να διοχετεύσει το δικαιολογημένο θυμό στον διπλανό (ειδικά αν είναι «διαφορετικός») με αποτέλεσμα τον διαρκή φόβο και την κατάλυση κάθε έννοιας αλληλεγγύης.
Είναι αυτή, η σκληρή καπιταλιστική κοινωνία, που γεννάει τον φασισμό, με την ανοχή όλων αυτών που κοιτούν τη δουλειά τους και δεν μπλέκουν. Η Δάφνη βρήκε τη δύναμη να πει ως εδώ και να σταθεί στα πόδια της, όταν συνειδητοποίησε ότι στο Εφετείο δεν ήταν μόνη της, είχε στο πλευρό της 30.000 ανθρώπους που απαιτούσαν την καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης – και έκανε το αποφασιστικό βήμα για να τους συναντήσει.