Νίκος Πελεκούδας
Ως αποτέλεσμα της επανάστασης του 1905, από το 1906 μέχρι το 1917, συγκλήθηκαν από τον τσάρο αρκετές εκλογές για τη Δούμα, «κοινοβουλίου» περιορισμένων αρμοδιοτήτων. Τα ζητήματα που τέθηκαν –συμμετοχή ή αποχή, συμμαχίες και με ποιους όρους– και οι απαντήσεις που δόθηκαν από τους μπολσεβίκους είναι παραδείγματα αρχών και κριτηρίων επαναστατικής αξιοποίησης αυτών των θεσμών.
Μέσα από μια σειρά κειμένων που εκτείνονται σε μια περίοδο δέκα τουλάχιστον χρόνων, ο Λένιν επιχειρεί να καθορίσει τη στάση των μπολσεβίκων αλλά και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας απέναντι στις τέσσερις κύριες εκλογικές αναμετρήσεις που θα υπάρξουν μέχρι τη Σοσιαλιστική Επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. Τα κείμενα παρουσιάζουν έναν εξαιρετικό πλούτο σκέψεων, με πάθος και λογική. Βασικότερο στοιχείο τους είναι η σταθερή προσήλωση στο ζήτημα της μεθόδου που θα οδηγήσει στις αναγκαίες αποφάσεις. Η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, η σχέση με την εργατική τάξη, οι συμμαχίες και η αυτοτέλεια δράσης, όλα παρουσιάζονται με αφορμή τις εκλογές, με έναν κοινό παρονομαστή: να προωθηθεί η επανάσταση και η πράξη της εργατικής τάξης και του Κόμματος για αυτήν.
Για την πρώτη Δούμα (Απρίλιος-Ιούλιος 1906)
Στις αρχές Αυγούστου του 1905, ένα μήνα περίπου μετά το τέλος της εξέγερσης του θωρηκτού Ποτέμκιν και ενώ σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς έχουμε την εκδήλωσή επαναστατικών ενεργειών από τους εργάτες και τους αγρότες της Ρωσίας, o τσάρος Νικόλαος ο Β΄ αποφασίζει, υπό την πίεση των γεγονότων, να παραχωρήσει τη σύγκληση Δούμας (κοινοβουλίου). Αρχικά με συμβουλευτικό χαρακτήρα και αργότερα, τον Οκτώβριο και υπό την πίεση της εξελισσόμενης επανάστασης, με κάπως διευρυμένες αρμοδιότητες. Η λαϊκή αντιπροσώπευση σε αυτήν ήταν κίβδηλη. Με βάση τον εκλογικό νόμο, οι εκλογές δεν ήταν καθολικές (γυναίκες, νέοι κάτω των 25 ετών, στρατιωτικό προσωπικό αλλά και κάποιες εθνικές μειονότητες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου). Στην κουρία (εκλογικό τομέα) των γαιοκτημόνων αντιστοιχούσε ένας εκλογέας για 2.000 ψηφοφόρους, στις πόλεις ένας για 4.000, στις τάξεις των αγροτών ένας για 30.000 και στους εργάτες ένας για 90.000! Ενώ στις πρώτες δύο κατηγορίες προβλέπονταν δύο στάδια εκλογών (γενικά οι ψηφοφόροι και έπειτα οι εκλέκτορες), στις αγροτικές και εργατικές κουρίες προβλέπονταν τρία και τέσσερα στάδια! Η Δούμα θα λειτουργήσει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1906, καταρρέοντας υπό το βάρος της εργατικής αγανάκτησης, αλλά και των αντιφάσεων εντός των κυρίαρχων τάξεων.
Η στάση απέναντι στις εκλογές θα πυροδοτήσει την αντιπαράθεση μεταξύ των μπολσεβίκων και των μενσεβίκων. Ο Λένιν θα ισχυριστεί ότι με δεδομένη τη συνέχιση της επαναστατικής κίνησης της εργατικής τάξης και της αφύπνισης των αγροτών, η Δούμα είναι ολότελα άχρηστη για τους σκοπούς και το πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας. Προτείνει την ενεργό αποχή, δηλαδή την παρέμβαση των μπολσεβίκων σε όλες τις εκλογικές συγκεντρώσεις, ακόμα και με τη βία, καλώντας τους εργάτες και το λαό σε ένοπλη εξέγερση, στη συγκρότηση επαναστατικού στρατού και προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης. Δηλαδή, καμιά συμμετοχή στις εκλογές, καμιά συμμαχία με καμία πολιτική δύναμη και ειδικά με τους Καντέτους (συνταγματικό αστικό κόμμα, αντεπαναστατικό- φιλελεύθερο-μοναρχικό, εκφραστής των κεφαλαιοκρατών της πόλης και του χωριού). Θα καταγγείλει τις εκλογές επισημαίνοντας πως σε διαφορετική περίπτωση, θα δοθεί το μήνυμα πως το ζήτημα της επανάστασης έχει λήξει.
Ακόμα και έτσι, οι εργατικές και λαϊκές διαθέσεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν. Οι τρουντοβίκοι, διάσπαση των Σοσιαλεπαναστατών, κόμμα μικροαστικής διαμαρτυρίας, θα εκλέξουν βουλευτές και στην πρώτη αλλά και στη δεύτερη Δούμα. Ήταν σαφές πως εδώ αντανακλώνται βαθύτερες αλλαγές στη ρωσική κοινωνία.
Ο Λένιν, τέλος, παραδέχεται ότι οι διαθέσεις της εργατικής τάξης είναι προσωρινά πεσμένες, όπως επισημαίνει, αλλά ότι η ερμηνεία γι’ αυτό είναι πως η πάλη βρίσκεται σε μια καμπή. Σε αυτό το στοιχείο, άλλωστε, θα στηριχτεί αρκετά αργότερα προκειμένου να κάνει αυτοκριτική για το ενδεχόμενο της ανάγκης εκλογικής παρέμβασης ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, όσο εχθρικές και αν ήταν.
Για τη δεύτερη Δούμα (Φεβρουάριος-Ιούνιος 1907)
Η πρώτη Δούμα έχει διαλυθεί. Είναι άχρηστη για όλους. Για τον τσάρο γιατί δεν θέλει κανέναν επιτηρητή, διακοσμητικό ή πραγματικό, στην πολιτική του. Για τους Καντέτους και όλη την αντιπολίτευση, που έχουν υποβάλλει 391 αιτήματα ενάντια στις κυβερνητικές αυθαιρεσίες με κανένα να μην γίνεται αποδεκτό, θα σημάνει τη συντριβή των αυταπατών περί εκπλήρωσης στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών (π.χ. απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων). Για την εργατική τάξη και τα πληβειακά αγροτικά στρώματα, θα αποτελέσει πραγματική κοροϊδία και συνέχιση της εκμετάλλευσης.
Από την άλλη μεριά, η επαναστατική φλόγα έχει κοπάσει. Τώρα η λενινιστική λογική προτάσσει άλλες ανάγκες. Θα υπενθυμίσει,πρώτα από όλα, ότι η ενεργός αποχή και το μποϊκοτάρισμα των εκλογών για την πρώτη Δούμα δεν ήταν ζήτημα αρχής, αλλά σκοπιμότητας. Έπρεπε να βοηθήσει στο να καταλάβουν οι λαϊκές μάζες ότι η Δούμα ως θεσμός είναι ανίκανος και εχθρικός να λύσει τα ζητήματα που έθετε η επανάσταση. Ήταν αυτό το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που πίεζε και την αστική αντιπολίτευση εντός της Δούμας. Τώρα πια όμως, δεν υπήρχε λόγος αποχής, παρά τις δυσκολίες του εκλογικού συστήματος. Ο κοινοβουλευτισμός και η συμμετοχή σε αντιπροσωπευτικά σώματα για τους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, άλλωστε, είναι ένα από τα μέσα διαφώτισης, διαπαιδαγώγησης και οργάνωσης του προλεταριάτου, είναι ένα από τα μέσα της πάλης των εργατών για την απελευθέρωσή τους. Πάντα, βεβαίως, κάνοντας συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης αναφορικά με την αναγκαιότητα συμμετοχής.
Η συμμετοχή στις εκλογές και με δεδομένες τις δυσχέρειες του εκλογικού συστήματος, θα θέσει το ζήτημα των εκλογικών συμμαχιών (για παράδειγμα, ο μενσεβίκος πια Πλεχάνοφ θα θέσει το ζήτημα της συμμαχίας όλων όσων θέλουν να αγωνιστούν ενάντια στο «παλιό καθεστώς»). Ο Λένιν τοποθετείται στη βάση της αυτοτέλειας του Κόμματος και στις εκλογές, στο κατώτερο επίπεδό τους, πριν την εκλογή εκλεκτόρων. Η πλεχανοφική γραμμή, αντιθέτως, σημαίνει την ενσωμάτωση του Κόμματος κατευθείαν στα αστικά σχέδια διαπραγμάτευσης της επανάστασης.
Ο Λένιν, ταυτόχρονα, αποδέχεται και προτείνει τις συμμαχίες στο επίπεδο των εκλεκτόρων. Με δύο όρους, όμως: Ο πρώτος, να είναι συμμαχίες με δυνάμεις που ακόμα και με ατελή τρόπο παλεύουν για την επαναστατική αλλαγή του πολιτεύματος. Ο δεύτερος, η οποιαδήποτε συμφωνία να είναι σαφής πριν τη διενέργεια των εκλογών, τόσο σε ό,τι αφορά τους κομματικούς υποψήφιους, όσο και με τα άλλα κόμματα. Η δε εκλογική καμπάνια, που θα πρέπει να γίνει με κατανοητό τρόπο προς την εργατική τάξη και τους αγρότες, είναι αναγκαίο να ωθήσει στην οργάνωση της επανάστασης, δηλαδή την οργάνωση του προλεταριάτου και των επαναστατικών στοιχείων της αστικής δημοκρατίας.
Για την Τρίτη Δούμα (Νοέμβριος-Ιούνιος 1912)
Η περίοδος της Τρίτης Δούμας είναι η περίοδος της επαναστατικής ανάπαυλας, όπως σημειώνει ο Λένιν. Η εξέγερση στον στρατό τον Ιούνιο του 1907 και στον στόλο της Μαύρης Θάλασσας δεν είχαν μαζική απήχηση. Το πραξικόπημα της διάλυσης της Δεύτερης Δούμας από τον τσάρο δεν προκάλεσε μια πλατιά επαναστατική δράση. Το αντίθετο, οδήγησε σε εσωστρέφεια και ταλαντεύσεις μέσα στην πρωτοπορία, διώξεις και αντεργατικά χτυπήματα, φιλοσοφική και προγραμματική σύγχυση. Μέσα από όλους αυτούς τους παράγοντες μπορεί να εξηγηθεί και η μακροημέρευση της ίδιας της τρίτης Δούμας, της μόνης που εξάντλησε την προβλεπόμενη πενταετία.
Το αίτημα για αποχή, που επαναλαμβάνεται τότε από μερίδα της Αριστεράς, είναι έωλο κατά το Λένιν. Ο μαρξισμός, θα επισημάνει, διαφέρει από όλες τις άλλες σοσιαλιστικές θεωρίες γιατί συνδυάζει θαυμάσια την επιστημονική νηφαλιότητα στη εκτίμηση της συγκεκριμένης κατάστασης με την αναγνώριση της σημασίας της επαναστατικής δραστηριότητας της ίδιας της εργατικής τάξης, καθώς έχει πάντα μεθοδολογικό του όπλο τη σύνδεση αυτών των δύο παραγόντων.
Τη στιγμή που σκοπός της αντίδρασης και των αστικών αντιπολιτευτικών δυνάμεων είναι να κάνουν την εργατική τάξη και τον επαναστατημένο λαό να ξεχάσει την επαναστατική παράδοση και εμπειρία του, τις μορφές πάλης, την δυνατότητά του για οργάνωση, τα συνθήματα και τις ιδέες που μπορεί να γεννά ο επαναστατικός αγώνας, καθήκον των μαρξιστών είναι να αξιοποιούν όλα τα μέσα που τους δίνονται, πάντα με αυτοτέλεια προγράμματος αλλά και οργανωτική, για να εκμεταλλευτούν όλο αυτό το οπλοστάσιο με στόχο την επανάσταση. Τονίζεται ότι μόνο με τον επαναστατικό αγώνα μπορεί να επιτευχθεί και κάπως σοβαρή και σταθερή βελτίωση της ζωής.
Ως συνέπεια, έρχεται η πρόταση είναι για συμμετοχή στις εκλογές. Για να μετατραπεί η μερική άνοδος του εργατικού κινήματος και των αγώνων σε γενική, για την ένταση των προσπαθειών ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να μετατραπεί σε επαναστατικό, ώστε η άμυνα στην επίθεση της εξουσίας να γίνει αντεπίθεση της εργατικής τάξης.
Άλλωστε, μέσα σε όλα τα ζητήματα αρχίζει και αναδύεται ένα ακόμα. Τα σύννεφα του επερχόμενου Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου αρχίζουν να πυκνώνουν. Η Δεύτερη όπως και η Τρίτη Δούμα θα είναι όλο και πιο φιλοπόλεμες και εθνικιστικές, επιχειρώντας να συνθλίψουν τους νέους εργατικούς αγώνες που προκύπτουν.
Ειδικά η Τρίτη Δούμα, έπειτα και από τις ακόμα πιο αντιδραστικές εκλογικές ρυθμίσεις, θα είναι αυτή που θα χαρακτηριστεί Δούμα των Λόρδων και Λακέδων ή Δούμα του Αφέντη, ακόμα πιο συντηρητική και υποταγμένη στον τσάρο, θα εκλέξει πρόεδρο Οκτωβριστή από τα πιο ακραία αντεπαναστατικά εθνικιστικά κόμματα της Ρωσίας και το 1910 τον μεγαλέμπορο και βιομήχανο Γκουτσκόφ.
Ο Λένιν τοποθετείται στη βάση της αυτοτέλειας του κόμματος και στις εκλογές, στο κατώτερο επίπεδό τους, πριν την επιλογή των εκλεκτόρων. Ταυτόχρονα, αποδέχεται και προτείνει τις συμμαχίες στο επίπεδο των εκλεκτόρων με δύο όρους: Ο πρώτος, να είναι συμμαχίες των δυνάμεων που ακόμα και με ατελή τρόπο παλεύουν για την επαναστατική αλλαγή του πολιτεύματος. Ο δεύτερος, η οποιαδήποτε συμφωνία να είναι σαφής πριν τη διενέργεια των εκλογών.
Για την Τέταρτη Δούμα (Σεπτέμβριος 1915-Οκτώβριος 1917)
Η πρώτη δουλειά της Τέταρτης Δούμας θα είναι να εγκρίνει τις πολεμικές πιστώσεις που ζητούσε η κυβέρνηση για τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Από το Σεπτέμβριο του 1915 θα συνέλθει ξανά το Φεβρουάριο του 1916 και το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς θα διαλυθεί, στο φόντο της κορύφωσης του επαναστατικού κύματος. Ουσιαστικά, με την εκπαραθύρωση του τσάρου τελειώνει η ζωή της. Θα συνεχιστεί μέχρι την οριστική διάλυσή της με τη μορφή των «ιδιωτικών συναντήσεων», δηλαδή των διάφορων αυθαίρετων μυστικοσυμβουλίων που συγκαλεί η Προσωρινή Κυβέρνηση για να αναχαιτίσει την επανάσταση και τη μπολσεβίκικη δυναμική. Οι ίδιοι οι Οκτωβριστές, που και πάλι ηγεμονεύουν σε αυτή, θα διασπαστούν σε τρία κομμάτια αποτυπώνοντας εμφατικά τα εξουσιαστικά αδιέξοδα. Το φαινόμενο Ρασπούτιν, ενός διεφθαρμένου κομπογιαννίτη θεραπευτή ο οποίος κερδίζει την εύνοια της τσαρίνας, θα ξεχειλίσει το ποτήρι των ενδοαστικών συγκρούσεων. Ο Ρασπούτιν θα θεωρηθεί κοντόφθαλμα η αιτία όλων των δεινών για τον κλυδωνισμό της μοναρχίας από άμεσους τσαρικούς κύκλους και θα δολοφονηθεί το Δεκέμβρη του 1916.
Κριτήριο η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης
Ο Λένιν, έχοντας κατοχυρώσει τη συμμετοχή του Κόμματος στις εκλογές, αναφέρεται ξανά ενάντια στην αποχή, αλλά πολύ λιγότερο. Τώρα το βασικό στοιχείο συζήτησης είναι ο χαρακτήρας του εκλογικού προγράμματος. Για τον Λένιν το εκλογικό πρόγραμμα δεν είναι μίνιμουμ, δεν είναι αυτό που υποτίθεται πως μπορούν να καταλάβουν οι μάζες. Έχει το χαρακτήρα απολογισμού. Αυτός ο απολογισμός περιλαμβάνει το κομματικό πρόγραμμα, την τακτική που εφάρμοσε και που προτείνει και την εκτίμηση όλων των ιδεολογικοπολιτικών ρευμάτων. Της παρουσίασης δηλαδή των βασικών πολιτικών δυνάμεων και γραμμών καθώς και της ταξικής φύσης των κομμάτων.
Ένα γενικό σύνθημα είναι αναγκαίο, τέτοιο που να δίνει την ευκαιρία για την ανάπτυξη μιας ολόπλευρης σοσιαλιστικής προπαγάνδας. Έτσι, προκύπτει το «δημοκρατία – δήμευση όλης της τσιφλικάδικης γης -οχτάωρη εργάσιμη ημέρα». Ταυτόχρονα, ψηλά στην προπαγάνδα των εκλογών τοποθετείται πλέον η επιχειρηματολογία γιατί η επανάσταση είναι και δικαιολογημένη και ωφέλιμη.
Διατηρείται η τακτική για τα δύο στάδια της εκλογικής διαδικασίας και γίνεται πιο συγκεκριμένη με ιεραρχήσεις. Όπου απαιτείται εκλογική συμφωνία μεταξύ των εκλεκτόρων για να ηττηθούν οι αντεπαναστάτες Οκτωβριστές, οι μαυροεκατονταρχίτες, συνάπτονται συμφωνίες με τρουντοβίκους, λαϊκούς σοσιαλιστές κ.τ.λ., με την επαναστατημένη αστική δημοκρατία.
Αντί επιλόγου
Η συμμετοχή ή η αποχή στις εκλογές, κατά τον Λένιν, είναι μια μορφή δράσης του Κόμματος, την οποία αξιοποιεί αναλύοντας πρώτα από όλα την κίνηση της εργατικής τάξης και του αγωνιζόμενου λαού. Συνδέεται με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Συνοψίζοντας, τον Μάη του 1920 έγραψε: « Όταν, τον Αύγουστο του 1905, ο τσάρος ανήγγειλε τη σύγκληση συμβουλευτικού “κοινοβουλίου”, οι μπολσεβίκοι κήρυξαν αποχή –αντίθετα απ’ όλα τα αντιπολιτευτικά κόμματα και τους μενσεβίκους– και η επανάσταση του Οκτώβρη του 1905 το σάρωσε πραγματικά. Τότε η αποχή αποδείχτηκε σωστή, όχι γιατί είναι γενικά σωστή η μη συμμετοχή στα αντιδραστικά κοινοβούλια, αλλά γιατί είχε εκτιμηθεί σωστά η αντικειμενική κατάσταση, που οδηγούσε στη γρήγορη μετατροπή των μαζικών απεργιών σε πολιτική, έπειτα σε επαναστατική απεργία και μετά σε εξέγερση». Στην πτυχή που αφορά πιο συγκεκριμένα τη συμμετοχή, δίνεται η αφορμή για την ακριβή περιγραφή των προγραμματικών όρων της εκλογικής μάχης, της διαμόρφωσης συμμαχιών (μπορούμε καλύτερα τώρα να εκτιμήσουμε τη διαστρέβλωση των λενινιστικών κριτηρίων για αυτές, υπό το φως του εκλογικού συστήματος της εποχής και με κριτήριο την θέση της επανάστασης στα εκλογικά προγράμματα των συμμάχων), των οργανωτικών καθηκόντων του Κόμματος.
Η γραμμή αυτή είχε και εκλογικές επιτυχίες, διόλου αμελητέες. Όμως, πέρα από αυτές, ήταν πολύτιμη γιατί εμπέδωσε τη σύνδεση του Κόμματος με την εργατική τάξη σε κάθε στροφή της ταξικής πάλης και την ανάδειξη μέσα από αυτήν των πρωταγωνιστών της επανάστασης του 1917. Το Κόμμα άλλαζε αλλάζοντας την ίδια την τάξη και με βάση τις ανάγκες της στάσης του στις εκλογές. Διατηρώντας πάντα τον επαναστατικό πυρήνα της ύπαρξής του.