Γεράσιμος Λιβιτσάνος
▸ Έτοιμοι να εμπλακούν σε θερινές, μετεκλογικές, ζυμώσεις
ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά θα κινηθούν ως «αντίπαλοι χώροι» μέχρι τις ευρωεκλογές, όμως τα δεδομένα αλλάζουν ριζικά στις 10 Ιουνίου όταν θα έχουν κλείσει οι κάλπες. Αφού το επερχόμενο καλοκαίρι θα είναι «αφιερωμένο» στην υπόθεση που λέγεται «κεντροαριστερά». Στο όνομα της οποίας θα ιχνηλατηθεί το –υπαρκτό– έδαφος συγκλίσεων.
Αυτή η προοπτική υπάρχει στο «πίσω μέρος του μυαλού» είτε στις ηγεσίες, είτε σε συγκεκριμένους πόλους στο εσωτερικό και των τριών κομμάτων. Ιδίως από τη στιγμή που δύσκολα κάποιο από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα θα αποκτήσει ισχυρό εκλογικό προβάδισμα.
Από την άλλη βέβαια, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών πιθανότατα θα καθορίσει τους όρους με τους οποίους θα ξεκινήσουν οι «ζυμώσεις» για τη σταδιακή διαμόρφωση ενός πόλου κυβερνητικής διαχείρισης, αντίπαλο δέος της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το πρώτο δείγμα, θυμίζουμε, δόθηκε με σαφήνεια στις 13 Φεβρουαρίου στην περίφημη εκδήλωση στο Θέατρο Άλφα με τίτλο: «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος; Μια πειστική απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων». Εκεί όπου μετείχαν οι Διονύσης Τεμπονέρας, Μανώλης Χριστοδουλάκης και Έφη Αχτσιόγλου. Η Κουμουνδούρου και η Χαριλάου Τρικούπη είχαν δείξει μια δυσθυμία για την εκδήλωση εστιάζοντας όμως κυρίως στον –προεκλογικό– χρόνο που αυτή έγινε και όχι στα ζητούμενά της.
Η βάση πάνω στην οποία είναι δυνατή μια διαδικασία πολιτικών συγκλίσεων δεν είναι άλλη από τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας». Με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την οριοθέτηση του αποτελέσματος. Το στοιχείο αυτό θα καθορίσει, αντικειμενικά, και τις όποιες, λιγότερο ιδεολογικές και περισσότερο προγραμματικές, αναζητήσεις για τη διαμόρφωση μιας κοινής πλατφόρμας.
Από εκεί και πέρα κομβικό ρόλο θα παίξουν οι εσωτερικές εξελίξεις, κυρίως σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Ο χώρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ο πλέον απρόβλεπτος όσον αφορά τις μετεκλογικές εξελίξεις, αφού στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ οι διενέξεις συγκρατούνται απλά από το μορατόριουμ που επιτεύχθηκε μετά το συνέδριό του, ανάμεσα στις «τάσεις».
Όσον αφορά το ΠΑΣΟΚ, και εκεί υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα ιδίως με την λεγόμενη «δεξιά» του πτέρυγα. Δύσκολα όμως θα διαμορφωθούν οι συνθήκες ώστε να αμφισβητηθεί η ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη εφόσον βέβαια το ποσοστό στις εκλογές είναι εντός … «λογικών ορίων», κάτι που ήδη διαφαίνεται.
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεδομένο πως ο «κεντροαριστερός πόλος» θα διαμορφωθεί από το σύνολο των τριών κομμάτων. Άλλωστε τέτοιες διαδικασίες δύσκολα εξελίσσονται χωρίς διαγκωνισμούς και αντιπαραθέσεις. Ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη και τον παράγοντα των προσωπικών φιλοδοξιών που είναι υπαρκτός σε όλο το φάσμα των προαναφερόμενων κομμάτων. Σε αυτήν τη λογική δεν θα ήταν απίθανο να εμπλακεί –για παράδειγμα– μόνον ένα τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ εφόσον οι καταστάσεις στην Κουμουνδούρου αποδειχθούν άκρως διχαστικές.
Αυτό το τελευταίο, προφανώς θα εξαρτηθεί από τον βαθμό της βούλησης του Στέφανου Κασσελάκη να διαμορφώσει μετεκλογικά μια νέα ηγετική ομάδα υπό τον πλήρη έλεγχό του. Προοπτική στην οποία παραπέμπουν τόσο οι κατά καιρούς δηλώσεις του όσο και η έλευση ολοένα και περισσότερων στελεχών από τον χώρο της Νέας Δημοκρατίας όπως π.χ η πρόσφατη «πρόσληψη» του Άρη Σπηλιωτόπουλου.
Επίσης, όσοι γνωρίζουν τον χώρο, παρατηρούν με ενδιαφέρον τις κινήσεις του Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώην πρωθυπουργός πέρα από το εμφανές «rebranding» της πολιτικής του παρουσίας, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφυλάσσει για τον εαυτό του έναν ρόλο στις «κεντροαριστερές» εξελίξεις του επερχόμενου θέρους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (18.5.24)