Γιώργος Παυλόπουλος
▸ Ν∆, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επιδιώκουν να μεταφέρουν εκεί την αντιπαράθεση, υιοθετώντας εθνικιστική-ακροδεξιά ατζέντα
Εικόνες από την προεκλογική περίοδο του 2019 φέρνει στη μνήμη το σκηνικό που τείνει να κυριαρχήσει στην τελική ευθεία προς τις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Από την περίοδο, δηλαδή, που η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη είχε κάνει σημαία της τα αποκαλούμενα «εθνικά θέματα» και κυρίως την (αντιδραστική, εκβιαστική και εχθρική για τα συμφέροντα των εργατών στην Ελλάδα και τη γειτονική χώρα, όπως σημειώνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) Συμφωνία των Πρεσπών,. Με στόχο, όπως είναι γνωστό, να κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα για προδοσία και να βάλει το τελευταίο καρφί στο πολιτικό φέρετρο της «πρώτη φορά Αριστεράς», η οποία είχε ήδη εκτεθεί ανεπανόρθωτα με τις πολιτικές των μνημονίων, τις κωλοτούμπες και τις τραγωδίες στο Μάτι και τη Μάνδρα.
Αυτή τη φορά, βεβαίως, ούτε η επόμενη κυβέρνηση κρίνεται ούτε ο πλήρως μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη έχει ελπίδα να αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, είναι γεγονός ότι τα ελληνοτουρκικά στο φόντο της νέας συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Άγκυρα, οι εξελίξεις στη Βόρειο Μακεδονία μετά τις πρόσφατες εκλογές και τη σαρωτική επικράτηση του VMRO, καθώς και η όξυνση της κόντρας με την Αλβανία ειδικά μετά την ομιλία Ράμα στην Αθήνα – και τα τρία, δηλαδή, μείζονα «εθνικά μέτωπα» – δείχνουν να παίρνουν το πάνω χέρι στην πολιτική και προεκλογική αντιπαράθεση.
Πρόκειται για κάτι που δεν είναι τυχαίο, καθώς αποκαλύπτει ότι τα τρία βασικά κόμματα του αστικού μπλοκ επιδιώκουν να μεταφέρουν εκεί τον «καυγά» τους, μιας και στα ζητήματα της οικονομίας, των δημοκρατικών δικαιωμάτων, του πολέμου (στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη) και, βεβαίως, της ΕΕ είναι φανερό σε όλους ότι ουσιαστικά ταυτίζονται. Στην πράξη, βεβαίως, αυτό συμβαίνει και στα «εθνικά», μόνο που εκεί έχουν περισσότερες δυνατότητες να κοροϊδέψουν τον λαό ότι δήθεν διαφωνούν ριζικά. Όσο για τα κόμματα που ανήκουν ή δηλώνουν ότι ανήκουν στην Αριστερά, με τη στάση τους αποκαλύπτουν τη βαθύτερη υποταγή τους στο κυρίαρχο αστικό αφήγημα – και μαζί, την αδυναμία τους να συγκροτήσουν και να υπερασπίσουν μια ολοκληρωμένη και ταξικά διεθνιστική πρόταση.
Η πρακτική της ΝΔ είναι λίγο ως πολύ αναμενόμενη. Έχοντας προ πολλού διαπιστώσει σημαντικές διαρροές προς τα πάσης φύσης ακροδεξιά κόμματα, με πρώτη και καλύτερη την Ελληνική Λύση του Βελόπουλου, επιδιώκει να κλείσει τις ρωγμές. Έτσι, έχει ενδυθεί εκ νέου τη στολή του «μακεδονομάχου», τρίζοντας τα δόντια προς τη Βόρειο Μακεδονία και απειλώντας ότι θα μπλοκάρει εκ νέου την πορεία της προς την ΕΕ ή ακόμη και τα κονδύλια που έχει λαμβάνειν από εκεί, εάν δεν τηρηθούν κατά γράμμα όσα υπογράφηκαν στις όχθες των Πρεσπών – αφήνοντας παράλληλα αιχμές για τις υποχωρήσεις που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα, εκτός από μια «κακή» συμφωνία, να έχουν δώσει το δικαίωμα στη γείτονα να υπαναχωρεί. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση φροντίζει να υπενθυμίζει ότι είναι ο προστάτης της μειονότητας στην Αλβανία (στη Βόρειο Ήπειρο,λ σύμφωνα με την ορολογία της), πετώντας το γάντι στα Τίρανα με τη συμμετοχή του Μπελέρη στο ευρω-ψηφοδέλτιό της.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι στα ελληνοτουρκικά είναι αναγκασμένη να κινείται πολύ πιο μετρημένα και προσεκτικά, για δύο λόγους. Αφενός, επειδή αυτό πιέζουν να γίνει οι ΗΠΑ και η ΕΕ, μην θέλοντας να είναι ανοιχτό ένα ακόμη επικίνδυνο μέτωπο σε μια περιοχή που κυριολεκτικά φλέγεται, ούτε να διακυβευθούν οι συμφωνίες με τις οποίες έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε απέραντη βάση και σε ένα «χρήσιμο ηλίθιο». Και αφετέρου, διότι η ελληνική αστική τάξη και η κυβέρνησή της γνωρίζουν καλά ότι η Τουρκία έχει αλλάξει «πίστα» και είναι εξαιρετικά ισχυρή – και πάντως πολύ περισσότερο από τη Β. Μακεδονία και την Αλβανία – για να την προκαλέσουν ευθέως και χωρίς ξένες πλάτες.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σε αυτό το φόντο, δεν διστάζει να πλειοδοτεί (μάλλον εκ του ασφαλούς) σε εθνικιστικές κορώνες – όπως είχε κάνει και επί Τσίπρα, όταν είχε προσπαθήσει να αντιγράψει το γνωστό παπανδρεϊκό σύνθημα «Βυθίσατε το Χόρα». Έτσι, πέρα από την επιλογή του νυν προέδρου του να κάνει περιοδεία στις μειονοτικές περιοχές της Αλβανίας λίγο πριν την επίμαχη ομιλία Ράμα, επιρρίπτει στην κυβέρνηση την ευθύνη για ενδεχόμενο ναυάγιο της Συμφωνίας των Πρεσπών και σπεύδει να φέρει στη Βουλή τα μνημόνια που είχε δεσμευτεί να εγκρίνει η ελληνική πλευρά (και δεν το έχει κάνει). Στα ελληνουτουρκικά δεν διστάζει να την κατηγορήσει για «συστηματική υποχωρητικότητα» και «υποβάθμιση της τουρκικής προκλητικότητας», καλώντας τη πρακτικά να κάνει… τσαμπουκά. Στην ίδια περίπου γραμμή κινείται και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, φροντίζοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα να υπενθυμίζει ότι είναι «το μοναδικό πραγματικά πατριωτικό κόμμα».
Εξαιρετικά προβληματική η στάση του ΚΚΕ, όπως και του ΜεΡΑ25 και της Νέας Αριστεράς
Η Νέα Αριστερά, από την πλευρά της, υπεραμύνεται των επιτευγμάτων του «παλιού, καλού» ΣΥΡΙΖΑ, αφήνοντας αιχμές για τις σχέσεις του με τον Νετανιάχου – έστω και αν τα στελέχη της ήταν τότε μέλη της κυβέρνησης που τις οικοδομούσε – ενώ το ΜεΡΑ25 διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι οδηγείται σε «αχρηστία» η Συμφωνία των Πρεσπών που, όπως σημειώνουν οι συντονιστές του, «υπό όρους θα μπορούσε να συμβάλει στη συνεργασία των δύο χωρών».
Όσον αφορά στο ΚΚΕ, τέλος, ο επικίνδυνος κατήφορός του στα «εθνικά θέματα» δεν έχει τελειωμό. Για του λόγου το αληθές, η ανακοίνωση την οποία εξέδωσε με αφορμή τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα… υπό πολιορκία, καθώς απειλούνται τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Τονίζει, μάλιστα, ότι «στις προκλήσεις της Τουρκίας ήρθαν να προστεθούν τις τελευταίες μέρες κι άλλες (…) από την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία», ενώ καλεί τον λαό «να επαγρυπνεί» ώστε να μην υπάρξει «καμία υποχώρηση από την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας».
Έτσι, βεβαίως, το κάλεσμα που απευθύνει πάλι για «κοινή πάλη του ελληνικού και του τουρκικού λαού, των λαών της περιοχής» είναι τουλάχιστον αντιφατικό. Διότι αν πιστέψουμε όλα τα παραπάνω, τότε αυτή η κοινή πάλη θα βασίζεται στην παραδοχή ότι οι Έλληνες έχουν σε όλα δίκιο και οι άλλοι άδικο και τους απειλούν…