Μπάμπης Συριόπουλος
Ο Άρειος Πάγος (το Α1 τμήμα του) ανακοίνωσε στις 24 Απριλίου τα κόμματα που θα συμμετέχουν στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου. Αποκλείστηκαν 14 κόμματα επειδή δεν κατέβαλλαν το παράβολο και το νεοφασιστικό κόμμα των Σπαρτιατών με πολιτικό σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος είναι ο καταδικασμένος και έγκλειστος Ηλίας Κασιδιάρης. Παράλληλα εκκρεμεί για τις 19 Ιουνίου η δίκη των 11 βουλευτών των Σπαρτιατών και του Ηλία Κασιδιάρη για εξαπάτηση του εκλογικού σώματος σε σχέση πάλι με το ποιος ήταν ο πραγματικός αρχηγός του κόμματος.
Ο Μητσοτάκης antifa;
Ο αποκλεισμός από τις ευρωεκλογές έγινε μετά από προσφυγή του ΠΑΣΟΚ, της ΝΕΑΡ και της ΝΔ. Ο Κ. Μητσοτάκης διεκδικεί τα πρωτεία στον αντιφασισμό: «Μαχόμαστε τον ακροδεξιό φασισμό στην πράξη, όχι στα λόγια […]». Αυτός ο ανταγωνισμός για τα αντιφασιστικά πρωτεία γίνεται παράλληλα με αυτόν για το ποιο κόμμα θα κερδίσει τις ψήφους των Σπαρτιατών. Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν τα άλλα κόμματα του ακροδεξιού τόξου (Νίκη του Δ. Νατσιού, Ελληνική Λύση του Κ. Βελόπουλου, «Πατριώτες» του Π. Εμφιετζόγλου κ.λπ.). Το βασικό όμως ζήτημα είναι η επιδίωξη προσέλκυσης ψηφοφόρων από ένα βαθιά συντηρητικό τμήμα του πληθυσμού με εθνικιστικές αντιλήψεις και ροπή στη θρησκοληψία. Σ’ αυτό τον αγώνα δρόμου επιδίδονται και αστικά κόμματα υποτίθεται υπεράνω πάσης υποψίας, με την ανάλογη βέβαια προσαρμογή στο πολιτικό τους προφίλ και στους υποψηφίους τους. Για τη ΝΔ οι υποψηφιότητες Γιώργου Αυτιά («εμείς πάμε στην Ευρώπη με το σύνθημα πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια») και του Φρέντι Μπελέρι με το σκοτεινό παρελθόν του -ως μέλος της φασιστικής παραστρατιωτικής ΜΑΒΗ τη δεκαετία του ’90- χρησιμεύουν για την αλίευση ανάλογων ψήφων. Ο Β. Κασσελάκης από τον ΣΥΡΙΖΑ, υποψήφιος ευρωβουλευτής (και ξάδελφος του προέδρου), έσπευσε να χαρακτηρίσει «ευπρόσδεκτες» τέτοιες ψήφους, όπως και ο Τάκης Θεοδωρικάκος από τη ΝΔ· τελικά ανακάλεσαν και οι δύο τις δηλώσεις τους προσπαθώντας να σώσουν τα προσχήματα. Ενδεικτική μιας συνολικής στροφής προς μια βαθιά συντηρητική ρητορεία είναι επίσης η φιλοδοξία του Στ. Κασσελάκη να διεκδικήσει την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια από αυτούς που νομίζουν πως τους ανήκουν καταλήγοντας ότι «η καπηλεία του πατριωτισμού, της πίστης και της οικογένειας από τη Δεξιά τελειώνει εδώ».
Το τρίπτυχο που τους ενώνει είναι βέβαια «ιδιωτική ιδιοκτησία, κέρδος, “Δύση”» και πάνω σ’ αυτή τη βασική συμφωνία μπορούν να δοκιμάζουν διαφορετικά μείγματα φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού με ακροδεξιές αποχρώσεις ή προοδευτικής, «δικαιωματικής» προσήλωσης σε παραδοσιακά δεξιά και ακροδεξιά συνθήματα. Στην προσπάθεια εξασφάλισης ανοχής ή και υποστήριξης από την εκκλησία εντάσσεται και η συνάντηση του Κ. Μητσοτάκη με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, όπου ο πρώτος τόνισε το «σημαντικό κοινωνικό αποτύπωμα της Εκκλησίας» και το «περίσσευμα αγάπης και στήριξης» που δίνει, ενώ ο δεύτερος δήλωσε: «Δεν κάνουμε ούτε αυτό που θα μας πει ο Βελόπουλος ούτε οποιοσδήποτε πολιτικός».
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα ευρύτερης νομιμοποίησης ακροδεξιών αντιλήψεων και του πολιτικού προφίλ με έντονες ακροδεξιές αποχρώσεις που αποπνέει η ίδια η ΝΔ, η απαγόρευση καθόδου των Σπαρτιατών μοιάζει περισσότερο με ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο εσωτερικό της δεξιάς πολυκατοικίας, διαπάλη τελικά σε ένα βαθιά αντιδραστικό, ακροδεξιό φόντο για τη λεία των ακροδεξιών-φασιστικών ψήφων.
Σε αυτή την οικογενειακή διαμάχη εντός του αστικού κράτους και της δεξιάς πολυκατοικίας εναλλάσσονται τα γρονθοκοπήματα και τα χάδια, ο Ν. Μιχαλολιάκος αποφυλακίζεται καθώς στο πρόσωπό του εφαρμόζονται οι ευνοϊκότερες των ρυθμίσεων και οι ευεργετικότερες διατάξεις, η προχωρημένη ηλικία, η κατάσταση της υγείας του και η «θετική διαγωγή» του! Έτσι αφήνεται ελεύθερος ενώ έχει εκτίσει πραγματικά κάτι παραπάνω από το ένα τρίτο της ποινής του και αυτό όχι με τις χειρότερες συνθήκες (κέντρο αποκατάστασης στους Αγ. Ανάργυρους). Η μεροληψία της «Δικαιοσύνης» βγάζει μάτι καθώς δεν πάρθηκε καθόλου υπόψη η μη μεταμέλεια του Μιχαλολιάκου, ενώ στην περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα αυτό το κριτήριο ήταν το βασικό για την απόρριψη μεταγωγής του σε αγροτική φυλακή. Ακόμα ένα κλείσιμο του ματιού στο ακροδεξιό ακροατήριο.
Η αριστερά πρέπει να χαίρεται;
Το ερώτημα είναι αν παρόλα αυτά ο κόσμος της αριστεράς, του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, οι χιλιάδες αγωνιστές που αντιμετώπισαν τον φασισμό στους δρόμους, που συγκρούστηκαν με και μάτωσαν από τις χρυσαυγίτικες συμμορίες, που έχουν δει την αγαστή συνεργασία της αστυνομίας και του κράτους μ’ αυτές, όλοι όσοι απεχθάνονται τη φασιστική ιδεολογία και πρακτική πρέπει -παρά τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στην απαγόρευση της εκλογικής καθόδου των Σπαρτιατών- να χαίρονται γι αυτό το μπλοκάρισμα.
Ας δούμε το σκεπτικό της απόφασης του Αρείου Πάγου. Το Σύνταγμα στο άρθρο 29 επιτρέπει την ίδρυση «σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η απόφαση παίρνει στα σοβαρά τον όρο που τίθεται στο άρθρο 29 καθώς «είναι σαφώς επιτακτικός, όπως προκύπτει και από τη γραμματική ερμηνεία του ενόψει της χρησιμοποίησης της λέξης “οφείλει”», οπότε «η ελληνική δημοκρατία, κατά την ως άνω συνταγματική επιταγή […] έχει τη θετική υποχρέωση να μην επιτρέπει τη χρήση των δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής ενός κόμματος με σκοπό τη διάβρωση των φιλελεύθερων και δημοκρατικών θεσμών και οφείλει να αυτοπροστατεύεται κατά των συμπεριφορών, οι οποίες, υπό την επίφαση και ψευδεπίγραφη μορφή της σύστασης πολιτικών κομμάτων, που η ίδια η Δημοκρατία επιτρέπει για τη λειτουργία της, σκοπούν την κατάλυσή της. Η αυτοπροστασία αυτή δεν επιβάλλεται συνταγματικώς να έχει τη μορφή της εκ των υστέρων ποινικής καταστολής τέτοιων συμπεριφορών των κομμάτων, αλλά επιβάλλεται και μία προληπτική προστασία πριν δηλαδή την εκδήλωση αυτής της δράσης με τη νομοθετική ρύθμιση των προϋποθέσεων που πρέπει να απαιτούνται, προκειμένου ένα πολιτικό κόμμα να συμμετάσχει στις εκλογές». (σ.σ. όλες οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Ο Άρειος Πάγος, ένα δικαστήριο αποφασίζει αν ένα πολιτικό κόμμα κάνει αυτό που «οφείλει» (όπως ορίζεται «επιτακτικά») να κάνει και αν κρίνει ότι δεν το κάνει, παίρνονται μέτρα προληπτικά. Όλα αυτά γίνονται για την «αυτοπροστασία της μαχόμενης ελληνικής δημοκρατίας» όπως γράφεται παρακάτω. Ενάντια σε ποιους μάχεται η ελληνική δημοκρατία το έχουν καταλάβει οι εργαζόμενοι που κηρύσσονται παράνομες οι απεργίες τους και καταγράφονται και φακελώνονται τα μέλη των σωματείων τους και οι διαδηλωτές που ξυλοκοπούνται και συλλαμβάνονται. Όσον αφορά πάντως στο άρθρο 16 που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν έγινε καμιά «επιτακτική» ερμηνεία του.
Η απόφαση του Αρείου Πάγου θυμίζει ότι το 1975 είχε προταθεί επίσης η δυνατότητα απαγόρευσης της λειτουργίας ενός κόμματος «που η δράση του τείνει στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος». «Το γεγονός ότι τότε αποσύρθηκε ύστερα από τις αντιδράσεις των τότε κομμάτων της αντιπολίτευσης εναρμονιζόταν με τις τότε επικρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, κατά τις οποίες η Ελλάδα εξερχόταν από την επτάχρονη δικτατορία και υπήρχε δικαιολογημένη δυσπιστία» ομολογείται παρακάτω. Εκτός όμως από τις συνθήκες της εποχής «στη δυσπιστία αυτή συνέβαλε και η πλήρως αόριστη τότε προταθείσα φράση “η δράση του (κόμματος) τείνει στην ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος”». Ναι, αυτή η φράση ήταν όντως αόριστη, ενώ το «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» είναι απολύτως σαφές! Υποτίθεται ότι τίθενται αντικειμενικά κριτήρια σε σχέση με το ποιος είναι ο «φαινομενικός» και ο «πραγματικός» αρχηγός. Πόσο αντικειμενικά μπορεί να είναι αυτά; Αν ένα κόμμα δεν έχει αρχηγό αλλά συλλογική ηγεσία; Για παράδειγμα ποιος είναι ο αρχηγός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ο Άρειος Πάγος μπορεί να αποφασίζει ποια είναι «η υποκρυπτόμενη ηγεσία» ενός κόμματος που αντιτίθεται στη δημοκρατία.
Το ελληνικό αστικό κράτος με αυτή την απόφαση του Αρείου Πάγου κρίνει ότι η απαγόρευση εκλογικής καθόδου κομμάτων -που ήταν αδιανόητη το 1975 καθώς στη μεταπολίτευση επικρατούσε γενικευμένη «δυσπιστία» στον ελληνικό λαό για τους «προστάτες» της δημοκρατίας- τώρα είναι εφικτή. Τώρα εκτιμούν ότι υπάρχει εμπιστοσύνη! Πρέπει να χαιρόμαστε γι αυτό;
Μήπως όμως έτσι τουλάχιστον ξεμπερδέψαμε από την χειρότερη, σχεδόν αμιγώς ναζιστική, εκδοχή της Χρυσής Αυγής και των Σπαρτιατών; Ας μην υπάρχει κανένας τέτοιος εφησυχασμός. Αυτοί που έβαλαν φυλακή τον Χίτλερ το 1923 τον έκαναν καγκελάριο το 1933. Η αστική τάξη είναι κάποιες φορές εξαιρετικά μεγαλόψυχη, όταν χρειάζεται συγχωρεί και ανταμείβει. Η απόφαση αποφυλάκισης του «φύρερ» Μιχαλολιάκου, αυτού του πολύ πραγματικού φασίστα αρχηγού δείχνει τα όρια του κρατικού αντιφασισμού. Το σύστημα φροντίζει τους ανθρώπους του, πάντα μεριμνά για εφεδρείες και ποτέ δεν γκρεμίζει τις γέφυρες.
Πως πολεμιέται ο φασισμός;
Η άνοδος ακροδεξιών και φασιστικών αντιλήψεων και ρευμάτων είναι πριν απ’ όλα αποτέλεσμα της συνολικής επιθετικής, αντιδραστικής μετατόπισης της κυρίαρχης πολιτικής σε όλα τα ζητήματα, κυρίως γύρω από τα λεγόμενα εθνικά θέματα, τη μετανάστευση, τα θέματα της «τάξης» και της «ασφάλειας», του ρατσισμού και του αντικομμουνισμού. Έτσι, «νομιμοποιούνται» στη λαϊκή συνείδηση οι απόψεις εθνικιστικών, ρατσιστικών και θρησκόληπτων-σκοταδιστικών οργανώσεων που επηρεάζουν το πολιτικό σκηνικό σε δεξιότερη κατεύθυνση. Οι δυνάμεις αυτές ενισχύονται από συγκεκριμένα κέντρα του συστήματος: από τμήμα της άρχουσας τάξης, από ορισμένους εφοπλιστές και την εκκλησία, από το βαθύ κράτος των δικαστών και των σωμάτων καταστολής. Με την απροκάλυπτη πολεμική στροφή της ΕΕ και των κυβερνήσεων, την απλόχερη υποστήριξη προς την Ουκρανία και τη συνενοχή στη σφαγή στη Γάζα ήδη απαγορεύονται όχι μόνο διαδηλώσεις αλλά και συνέδρια και επιβάλλεται λογοκρισία. Όσο εντείνεται η πολεμική προετοιμασία και εμπλοκή τόσο θα εντείνονται και οι κραυγές του εθνικισμού (και του κάθε κράτους ξεχωριστά και του «ευρωπαϊκού» συνολικά) και της μισαλλοδοξίας.
Από την άλλη, η ακροδεξιά και ο φασισμός έχουν ως κύρια κοινωνική τους δεξαμενή ορισμένα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που βρίσκουν ένα ψεύτικο αντιδραστικό «αντισυστημικό» αποκούμπι. Ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός εμπορευματοποιεί τα πάντα, θεωρεί ότι η δουλειά με αξιοπρέπεια είναι «φιλοσοφία» (Αδ. Γεωργιάδης), πνίγει τα πάντα «στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού», κρατάει απ’ όλες τις ανθρώπινες σχέσεις «την αναίσθητη πληρωμή τοις μετρητοίς» και απ’ όλες τις ελευθερίες προτάσσει την ελευθερία του εμπορίου. Μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι μόνο μ’ αυτά; Ιδίως αυτοί που πετάγονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας ή που βλέπουν ότι -παρά την υποτιθέμενη «κοινωνική κινητικότητα»- θα παραμείνουν ακίνητοι στον πάτο; Έτσι η αστική τάξη προωθεί εναλλακτικά και παράλληλα την επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες και τη θαλπωρή που προσφέρουν «φαντασιακές κοινότητες», ανελεύθερες και καταπιεστικές αλλά με «ανθρώπινο πρόσωπο». Εμφανίζονται «πατριώτες και θρήσκοι» ενώ όταν χρειαστεί «πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες» (από τον Κ. Βάρναλη).
Ο κρατικός αντιφασισμός δεν μπορεί να καταπολεμήσει πραγματικά την ακροδεξιά και το φασισμό, πάνω απ’ όλα δεν μπορεί και δεν θέλει να καταπολεμήσει τις αιτίες και τις ρίζες του ανορθολογισμού, του εθνικισμού, της βίας και της βαρβαρότητας που είναι σύμφυτα -έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση- με τον καπιταλισμό. Πόσο μάλλον σήμερα όταν η αστική πολιτική, ιδίως το δεξιό-ακροδεξιό νεοσυντηρητικό ρεύμα της, υποκλίνεται σε ή και ανοιχτά υιοθετεί πλευρές των ακροδεξιών-φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Το μόνο που καταφέρνει ο κρατικός αντιφασισμός των απαγορεύσεων είναι να ηρωοποιεί και να προσδίδει αντισυστημικό χαρακτήρα στην ακροδεξιά, καθώς και να εξοικειώνει την κοινή γνώμη με αντιδημοκρατικά μέτρα ενάντια στον «ριζοσπαστισμό», στα «άκρα» και σε όσους δεν «εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» όπως «οφείλουν» να κάνουν.
Η ακροδεξιά και ο φασισμός, το ρεύμα της αντεπαναστατικής απελπισίας, καταπολεμάται σε καιρούς κρίσης και αβεβαιότητας από το αντίστροφο ρεύμα της επαναστατικής ελπίδας, από ένα ισχυρό αντικαπιταλιστικό και κομμουνιστικό ρεύμα, από ένα ιδεολογικό, πολιτικό, πολιτιστικού, αξιακό, επαναστατικό «αντίπαλο δέος» στον φονικό-ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ένα ρεύμα εργατικού και διεθνιστικού ανθρωπισμού που θα εμπνεύσει τη νεολαία και τους εργαζομένους. Όχι μόνο στο δρόμο αλλά και στις ιδέες. Αντί για «πατρίδες σαν μασκαρεμένες σκρόφες» και «θρησκείες που ζητάνε παρθενιές» (από τραγούδι των Δ. Μητσοτάκη-Γ. Κλιούμη), ένα ρεύμα εργατικού και διεθνιστικού ανθρωπισμού που θα εμπνεύσει τη νεολαία και τους εργαζομένους.