Οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της περασμένης Κυριακής οδήγησαν στην πρώτη εκλογική ήττα του Ταγίπ Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στα 21 χρόνια που κυβερνούν την Τουρκία. Όχι κυρίως επειδή έχασαν εκ νέου τους τρεις μεγαλύτερους δήμους –Ιστανμπούλ, Άγκυρα και Σμύρνη– αλλά διότι αυτό έγινε με πολύ μεγαλύτερη διαφορά από ό,τι το 2019, ενώ ταυτόχρονα το ΑΚΡ ήρθε δεύτερο πίσω από το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) σε πανεθνικό επίπεδο.
Το «κλειδί» για την ερμηνεία του αποτελέσματος βρίσκεται στην οικονομία, καθώς το 85% απαντούσε στις δημοσκοπήσεις ότι αυτό ήταν το βασικό πρόβλημα και, κατά συνέπεια, το κριτήριο της ψήφου. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το ΑΚΡ και οι υποψήφιοί του έχασαν πολλές ψήφους στις εργατικές συνοικίες, όπου εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με την απειλή της φτώχειας. Αντιθέτως, το κυβερνών κόμμα διατήρησε τις δυνάμεις του σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Τουρκίας – με εξαίρεση τις κουρδικές περιοχές, όπου το DEM παρέμεινε «συμπαγές» παρά τις πιέσεις και τις διώξεις και κατάφερε να κερδίσει εκ νέου σημαντικούς δήμους, εκ των οποίων 3 μητροπολιτικοί (έναντι 11 του ΑΚΡ και 15 του CHP).
Με βάση τα παραπάνω, αρκετοί μίλησαν για «τέλος εποχής», προδιαγράφοντας αλλαγή σελίδας στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2028. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως τίποτα δεν είναι δεδομένο και πολλά θα εξαρτηθούν από τις επιλογές του ίδιου του Ερντογάν και το κατά πόσο θα είναι εκ νέου υποψήφιος, παρά τα όσα έχει δηλώσει. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι σε επίπεδο ψήφων τα κέρδη του CHP ισοδυναμούν ουσιαστικά με τις απώλειες του κόμματος της Ακσενέρ, ενώ η πτώση του ΑΚΡ οφείλεται αφενός στην αύξηση της αποχής κατά 7% και αφετέρου στη σημαντική επίδοση του ισλαμικού κόμματος, του οποίου ηγείται ο υιός Ερμπακάν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (6.3.24)