Στο βιβλίο Θάνατοι στη χούντα του Δημήτρη Βεριώνη (εκδ. Τόπος), παρουσιάζονται 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς και οι κύκλοι του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν μόνο αριστεροί ή αντιστασιακοί· ήταν εργάτες, φοιτητές, μαθητές, μικρά παιδιά, γυναίκες και άντρες, φαντάροι, αξιωματικοί, ακόμα και κληρικοί.
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα λεξικό, μια ληξιαρχική καταγραφή, αλλά είναι το προϊόν μιας δεκάχρονης συστηματικής έρευνας, είναι το καταστάλαγμα της μάχης της μνήμης ενάντια στη λήθη, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Πασίγνωστη είναι η φράση «ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία, ο θάνατος ενός εκατομμυρίου ανθρώπων είναι στατιστική». Θα λέγαμε ότι τραγωδία θα ήταν να ξεχάσουμε και τους 247 ανθρώπους στους οποίους είναι αφιερωμένο το βιβλίο. Κάποια από τα θύματα της δικτατορίας αποτυπώθηκαν στη συλλογική μνήμη και τους περιβάλλει το φωτοστέφανο του ήρωα – και δικαίως. Άλλα όμως πέρασαν στην αφάνεια, τους κατάπιε η ανωνυμία της «στατιστικής». Κάποιοι συγγενείς των νεκρών έδωσαν μάχη για να φανεί η αλήθεια και να πληρώσουν οι ένοχοι. Άλλοι δεν μίλησαν από φόβο, ενώ κάποιοι διστάζουν να μιλήσουν ακόμα και σήμερα. Το πέπλο της σιωπής ανασηκώνει ο συγγραφέας και το κάνει με σεβασμό, επιμονή, μεθοδικότητα.
Το Θάνατοι στη χούντα είναι επικεντρωμένο στους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δεν είναι απλώς η πρώτη ύλη της Ιστορίας: είναι αυτοί που συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό, τη μεγάλη τοιχογραφία. Όπως γράφει στον πρόλογό του ο συγγραφέας: « Όμως, τα γεγονότα, αλλά και η ίδια η Ιστορία, δημιουργούνται από ανθρώπους και όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από το “ειδικό” χάριν του “γενικού”, τόσο πιο πολύ αποστερούμε την Ιστορία από σημαντικά δομικά της στοιχεία».
Οι 247 δολοφονημένοι ή μυστηριωδώς «εξαφανισμένοι» ή σκοτωμένοι κάτω από ύποπτες συνθήκες δεν χωρίζονται σε επιβάτες της πρώτης, της δεύτερης και της τρίτης θέσης. Ο καθένας και μια διαφορετική ιστορία όχι μόνο ως προς το πώς πέθανε αλλά ως το πώς έζησε. Για παράδειγμα, τον Μπασρί Καράκας (Αλέξανδρο-Βασίλειο) που δολοφονήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1973, ενώ είχε βγει με τον μικρό του γιο για να αγοράσει ψωμί, οι εφημερίδες της εποχής τον βάφτισαν… φακίρη. Δεν ήταν φακίρης ο άνθρωπος, δεν ξάπλωνε πάνω σε ένα κρεβάτι με καρφιά, ταχυδακτυλουργός, λαϊκός καλλιτέχνης ήτανε!
Η δικτατορία είχε διαπρέψει στην τέχνη της απόκρυψης των εγκλημάτων της. Για παράδειγμα, ο θάνατος ενός 20χρονου στρατιώτη αποδόθηκε επισήμως σε καρδιακή προσβολή, όμως κατά την εκταφή αποδείχτηκε ότι είχε δεχτεί σφαίρα! Ένας 19χρονος υποτίθεται ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας από την Ακρόπολη, αλλά στο σώμα του δεν υπήρχε ούτε μία αμυχή. Και ο Γιάννης Καΐλης, ο φοιτητής της Σχολής Τεχνών από το Δίστομο, που έγραψε τα συνθήματα «Έξω αι ΗΠΑ», «Έξω το ΝΑΤΟ» στην πύλη του Πολυτεχνείου, παρουσιάστηκε από την Ασφάλεια ως αυτόχειρας, τη στιγμή που το σώμα του έφερε εμφανή σημάδια από βασανιστήρια και όχι από πτώση.
Οι άνθρωποι δεν είναι απλώς η πρώτη ύλη της Ιστορίας: είναι αυτοί που συνθέτουν το μεγάλο ψηφιδωτό, τη μεγάλη τοιχογραφία.
Να σημειώσουμε ότι ο Δημήτρης Βεριώνης δεν είχε γεννηθεί όταν επιβλήθηκε η δικτατορία. Δεν είχε προσωπικά ή οικογενειακά βιώματα από την κτηνωδία της χούντας. Ωστόσο, αφιέρωσε δέκα χρόνια όχι μόνο για να μελετήσει πάμπολλα αρχεία και γραπτές πηγές και να πάρει συνεντεύξεις οικείων προσώπων των νεκρών, αλλά για να τιμήσει τους Άγνωστους Στρατιώτες της ελευθερίας. Και τούτο γιατί στην πρώτη του επίσκεψη στα γραφεία του Συνδέσμου Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων 1967-1974, εκεί όπου κάποτε ήταν η ΕΑΤ-ΕΣΑ, είδε φωτογραφίες των νεκρών και συγκλονίστηκε από τη δική του άγνοια! Θέλησε λοιπόν να μάθει – κι αυτός ο δρόμος δεν ήταν εύκολος. ΄Εμαθε όσα μπόρεσε ο Δημήτρης Βεριώνης, έχοντας επίγνωση ότι ο κατάλογος ίσως είναι πολύ μακρύτερος.
Το βιβλίο αυτό, που περιέχει 290 φωτογραφίες, δεν είναι απλώς μια απόδοση τιμής στους νεκρούς και μια «ελάχιστη αίσθηση δικαίωσης» για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Είναι μικρές, ανείπωτες μέχρι χθες ιστορίες που συνθέτουν τη Μεγάλη Ιστορία. Μέσα από αυτές δεν βλέπουμε τα πρόσωπα των βασανιστών, των δολοφόνων ή των ψευδόμενων χουντικών. Βλέπουμε όμως τον Άνθρωπο –«επιστρέφουμε στους ανθρώπους», όπως με τρεις λέξεις συνοψίζει το βιβλίο του ο συγγραφέας.
Μαριάννα Τζιαντζή