Χρίστος Κρανάκης
▸ Το πανεκπαιδευτικό κίνημα πέτυχε την απομόνωση της ΝΔ, ανοίγοντας τον δρόμο για μεγαλύτερες κατακτήσεις
«Με ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία πέρασε σήμερα, 29 Γενάρη, το νομοσχέδιο που επιτρέπει την ίδρυση των μη κρατικών Πανεπιστημίων». Σε έναν τέτοιον τίτλο ειδήσεων ήλπιζε η κυβέρνηση και οι «έμποροι» της Παιδείας. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν τόσο ομαλά ενώ είναι στο χέρι του κινήματος να πάρουν (ακόμα) πιο ξέφρενη πορεία.
Με μια επιφανειακή ανάλυση, η «μάχη» της ψήφισης ή μη του νομοσχεδίου μοιάζει να χάθηκε… Ένα από τα βασικά αιτήματα του κινήματος δεν δικαιώθηκε. Όμως ο «πόλεμος» δεν έχει κριθεί, ενώ και η «νίκη» της κυβέρνησης μόνο πύρρειος μπορεί να χαρακτηριστεί. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε (σχεδόν) αποκλειστικά από τους βουλευτές της ΝΔ και, μάλιστα, υπό ένα πλαίσιο πολιτικών αναδιπλώσεων. Η αρχική επιθετική ρητορεία του αστικού μπλοκ «στρογγυλεύτηκε» με επιχειρήματα περί «ενίσχυσης της δημόσιας παιδείας», «το 70% του ν/σ αφορά τα δημόσια ιδρύματα» κ.λπ. Το πανεκπαιδευτικό κίνημα, λοιπόν, πέτυχε αρχικά την απομόνωση της Νέας Δημοκρατίας και ρωγμές στο αστικό πολιτικό στρατόπεδο, πλήττοντας και την κυβερνητική επιχειρηματολογία. Παρότι, από πλευράς αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, δεν υπήρξε καμία ψευδαίσθηση πως τα παραπάνω θα αρκούσαν ώστε να αλλάξουν οι αρνητικοί συσχετισμοί, η πολιτική πίεση που άσκησε το κίνημα και οι τριγμοί που δημιούργησε στο αστικό μπλοκ εξουσίας είναι ποιοτικά στοιχεία που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Ειδικά όταν το «ρήγμα» στο χώρο της εκπαίδευσης παραμένει ανοιχτό.
Το νομοσχέδιο μπορεί να πέρασε στη Βουλή, αλλά, δεν φαίνεται να «πέρασε» στην κοινωνία. Το δημόσιο «πλήγμα» που προξένησε ο αγώνας φοιτητών και εργαζομένων στην εκπαίδευση, αποδυναμώνει –έστω και μερικώς– τη χρόνια προσπάθεια υπονόμευσης της δημόσιας παιδείας και ταυτόχρονης ενίσχυσης της ιδιωτικής. Το πανεκπαιδευτικό κίνημα ιεράρχησε επιθετικά το ζήτημα στη δημόσια ατζέντα. Μπορεί η ενεργή στράτευση και συμμετοχή κοινωνικών ομάδων εκτός πανεπιστημίου να μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη (εάν είχε τεθεί και ανάλογος στόχος από όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς), παρ’ όλα αυτά, έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων –αν και όχι συγκροτημένο–
που τάσσεται κατά της ιδιωτικοποίησης της παιδείας και των κοινωνικών αγαθών. Στην αμέσως επόμενη φάση του αγώνα, το μπλοκ αυτό δύναται να συμβάλλει καθοριστικά.
Τα παραπάνω δεν έχουν σκοπό να βαπτίσουν «νίκη» την «ήττα». Η πιθανή απογοήτευση που μπορεί να νιώσουν αγωνιστές/τριες –πολλοί από τους οποίους συμμετείχαν στον πρώτο τους μεγάλο γύρο κινητοποιήσεων– από την ψήφιση του νομοσχεδίου είναι φυσική και επακόλουθη. Όμως, εάν ένα κοινωνικό κίνημα «κερδίζει» ή όχι δεν κρίνεται στην πρώτη «ζαριά» ούτε καθορίζεται αποκλειστικά από τα πεπραγμένα εντός Βουλής, ειδικά όταν πραγματώνεται σε τόσο αντίξοες πολιτικά συνθήκες. Πάντα οι αγώνες αφήνουν παρακαταθήκες που, συνειδητά ή ασυνείδητα, εντυπώνονται στη συλλογική συνείδηση. Η ψήφιση του νόμου μπορεί πρόσκαιρα να απογοητεύσει ένα δυναμικό που ρίχτηκε στον αγώνα, όμως το ίδιο δυναμικό μπορεί να ξαναριχτεί στη μάχη. Άλλωστε κανένας αγώνας και κανένα κίνημα δεν χαρακτηρίστηκε από αποκλειστικά ανοδική τροχιά, ούτε πέτυχε αποκλειστικά και μόνο νίκες. Το κίνημα ενάντια στον νόμο Διαμαντοπούλου, για παράδειγμα, δεν κατάφερε την απόσυρση του νόμου, όμως –εν καιρώ– κατάφερε να μπλοκάρει κρίσιμες πτυχές του εντός πανεπιστημίου και εν τέλει να τον μπλοκάρει στην πράξη. Ομοίως, τα μεγαλειώδη αντιμνημονιακά κινήματα δεν «έσβηναν» όταν ψηφίζονταν τα μέτρα της τρόικας, αντίθετα πάλευαν ώστε να μην υλοποιηθούν ή να αποσυρθούν υπό την πίεση του αγώνα διαρκείας. Με την ίδια λογική, οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις της Πέμπτης και της Παρασκευής δεν αποτελούν μία «απέλπιδα προσπάθεια» ανατροπής του νόμου χωρίς βάθος και συνέχεια αλλά την «αρχή» ενός ακόμα πιο συνολικού αγώνα υπεράσπισης της δημόσιας παιδείας και εναντίωσης σε κάθε απόπειρα ιδιωτικοποίησης/
επιχειρηματικοποίησής της, σε ρήξη με την πολιτική κυβέρνησης, κεφαλαίου και ΕΕ.
Ο μεγάλος φοιτητικός αγώνας απαρχή μιας συνολικής πάλης κατά της κυρίαρχης πολιτικής
Η πολιτική πρόταση για να πραγματοποιηθεί αυτό υπάρχει. Διατυπώθηκε –φυσικά με αντιφάσεις– εντός του κινήματος και έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στην αναβαθμισμένη κινηματική εμφάνιση του πρόσφατου διημέρου. Είναι εκείνη η πολιτική πρόταση που διέγνωσε το «ταβάνι» ενός παραδοσιακού φοιτητικού κινήματος και μίλησε από την αρχή για την ανάγκη ο αγώνας φοιτητών και εργαζομένων στην εκπαίδευση να κλιμακωθεί, να βαθύνει και να ενώσει. Αυτή την πολιτική πρόταση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο φοιτητικό κίνημα κι ευρύτερα ακολούθησε σθεναρά μια «μαγιά» αγωνιστών/στριών και μπήκε στην πάλη με λογική ανατρεπτικού αγώνα διαρκείας, μαζικών συνελεύσεων και αναζωογόνησης της ενεργούς συμμετοχής στο κίνημα. Έτσι ώστε να μπλοκαριστούν οι τηλεξεταστικές, να μετατραπεί η πρυτανεία του ΕΚΠΑ σε κέντρο αγώνα τις ημέρες ψήφισης του νόμου, να υπάρχει ένα και κοινό Συντονιστικό Γενικών Συνελεύσεων, να υπάρξουν κοινές πορείες φοιτητών-εργαζομένων (όπως οι δύο απογευματινές πορείες). Μπορεί οι παραπάνω ενέργειες να μην αγκαλιάστηκαν από κάποιες πολιτικές δυνάμεις του κινήματος: Η πρόσφατη πανεργατική απεργία δεν καλέστηκε σε μια λογική κοινής κλιμάκωσης του αγώνα εργαζομένων, φοιτητών, αγροτών, ενώ σε πολλές περιπτώσεις στις διαδικασίες του συντονιστικού κυριάρχησαν λογικές «κομματικού τσιφλικιού» και «μικροηγεμονισμού». Όμως, το κίνημα είναι ένας «ζωντανός» οργανισμός που απορρίπτει και αποδέχεται διαφορετικές γραμμές ανά φάση και περίοδο. Ενόψει του νέου και πιο σύνθετου κύκλου που ανοίγεται στον χώρο της παιδείας, η «μάχη» της ηγεμονίας θα καθοριστεί από το πραγματικό κινηματικό έργο που παράγει η κάθε πολιτική αντίληψη και όχι από επικοινωνιακές ατάκες που ειπώνονται μόνο και μόνο να παίξουν στο luben…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (9.3.24)