Γιώργος Κρεασίδης
▸ «Εθνική μνημονίων» στήνει η ΝΔ με τα ρετάλια του εκσυγχρονισμού
Η προεκλογική μεταγραφή της Εύης Χριστοφιλοπούλου από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ προκάλεσε σχόλια και αντιδράσεις. Πιο έντονα από τον πάγκο της ΝΔ που βλέπει την πρόσβαση σε θέσεις εξουσίας να απομακρύνεται, αφού οι μεταγραφές καλύπτουν αρκετές από αυτές. Δεν έλειψαν φυσικά και οι ειρωνείες για την πολιτική ηθική της Χριστοφιλοπούλου, που κατά καιρούς έχει λοιδωρήσει όσους έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ ενώ έχει κατακεραυνώσει τη ΝΔ.
Όλα αυτά φυσικά έχουν βάση, καθώς η Χριστοφιλοπούλου υπήρξε υπουργός και ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ όταν ήταν κόμμα εξουσίας. Η απομόνωση όμως αυτής της μεταγραφής από το γενικότερο πλαίσιο είναι βολική για όσους θέλουν να αφήσουν στο απυρόβλητο την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όσο και αν ισχύει ότι η μεταγραφή είναι μια κωλοτούμπα για μια καρέκλα, άλλο τόσο ισχύει ότι το νέο στέλεχος της ΝΔ δεν θα πει τίποτα καινούργιο στα πλαίσια του ρόλου που αναλαμβάνει. Θα υπερασπιστεί όσα είπε και κυρίως έκανε τα τελευταία 15 χρόνια τουλάχιστον.Αυτό υπογράμμισε ο Μητσοτάκης στη δήλωσή, του τονίζοντας πως συνεργάστηκε με τη Χριστοφιλοπούλου στα πλαίσια της μνημονιακής συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Ο ακραίος αντιλαϊκός χαρακτήρας αυτών των κυβερνήσεων και οι κοινωνικοί αγώνες εκείνης της περιόδου οδήγησαν σε βαθιά κρίση τα κόμματα που τις στήριξαν.
Το τρίτο μνημόνιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού καταργήθηκε το «όχι» του λαού στο δημοψήφισμα του 2015, λειτούργησε σαν ξέπλυμα για το παλιό πολιτικό σκηνικό. Αυτό επανήλθε εκπροσωπώντας βασικά την αστική στρατηγική, που εξασφάλισε από όλες τις κυβερνήσεις την παραμονή στην ΕΕ, αλλά και τα μεσοστρώματα που άντεξαν, έστω και με την ψυχή
στο στόμα, χάρη στη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και την υποτίμηση της εργασίας.
Την παραπέρα υλοποίηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που περιγράφει το «πακέτο ανάκαμψης» ανέλαβε
η ΝΔ του Μητσοτάκη ως το μνημονιακό κόμμα που άντεξε. Όχι όμως με μια λογική μονοκομματικής διαχείρισης. Εξάλλου, η παραδοσιακή της βάση δεν επαρκεί αλλά και δεν αντέχει να στηρίξει μια τέτοια πολιτική. Το κυβερνητικό επιτελείο επιδίωξε τη συναίνεση γύρω από την πολιτική της άρχουσας τάξης, στη στρατηγική που χάραξαν τα μνημόνια, με μια «εθνική μνημονίων», μέσα από μεταγραφές από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που στήριξαν μνημόνια, κυρίως βέβαια από το ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου η συρρίκνωσή του δημιούργησε ένα πολιτικό δυναμικό που διψούσε για επάνοδο σε θέσεις εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόνο σε επίπεδο υπουργών και αναπληρωτών έχει 8 πρώην στελέχη και μέλη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, δύο με προέλευση το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, τους Σκυλακάκη και Αυγενάκη που πέρασαν από τη βραχύβια σκληρά μνημονιακή Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη, ενώ ο Κύπριος Χρ. Στυλιανίδης προέρχεται επίσης από την κεντροαριστερά. Σε επίπεδο κυβερνητικών στελεχών, το φάσμα διευρύνεται με προερχόμενους από Ποτάμι και ΔΗΜΑΡ.
Όλα αυτά έχουν και τα όριά τους. Ήδη εμφανίστηκαν οι πρώτες έρευνες που καταγράφουν σοβαρή φθορά στην αποδοχή της κυβέρνησης, αν και η ΝΔ παραμένει χωρίς ισχυρό αντίπαλο, κυρίως λόγω της κατάστασης της αντιπολίτευσης. Η στρατηγική συναίνεση που εξασφαλίζει εφεδρείες στη ΝΔ μόνο με την είσοδο του λαϊκού παράγοντα μπορεί να σπάσει, όπως δείχνει η ρωγμή που άνοιξε από το φοιτητικό κίνημα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (03.02.24)