Γιώργος Παυλόπουλος
Το ναυάγιο των πολιτικών αυταπατών που συνόδευσαν την άνοδο της κυβερνώσας Αριστεράς στην Ευρώπη οδήγησε μεγάλο τμήμα των κοινωνιών να αναζητήσει λύσεις και… εκδίκηση στο απέναντι «άκρο». Το «άσε με να κάνω λάθος» εκατομμυρίων ανθρώπων την πρώτη περίοδο μετά την κρίση αποδεικνύεται ότι συνέβαλε καθοριστικά στην αντιδραστική στροφή που συντελείται σήμερα.
Podemos, ΣΥΡΙΖΑ και «κυβερνώσα» Αριστερά
Πριν δύο εβδομάδες, στις 17 Ιανουαρίου, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την ίδρυση των Podemos. Ενός πολιτικού μορφώματος το οποίο ήρθε να εκφράσει πολιτικά το αποκαλούμενο «Κίνημα των Αγανακτισμένων» που είχε ξεσπάσει τα προηγούμενα χρόνια, στο φόντο της χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και την Ισπανία — όπως και τη γειτονική Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ελλάδα και άλλες χώρες.
Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, οι Podemos διέγραψαν μία διαδρομή την οποία άλλα κόμματα δεν έχουν καταφέρει να διανύσουν σε πολλές δεκαετίες, αποδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο το βάθος και την έκταση του ρήγματος που προκάλεσε αυτή η κρίση: Βρέθηκαν πολύ γρήγορα στην πρώτη γραμμή των πολιτικών εξελίξεων και διεμβόλισαν τον παραδοσιακό δικομματισμό, αποσπώντας 69 έδρες (σε σύνολο 350) στις πρώτες βουλευτικές εκλογές στις οποίες έλαβαν μέρος μετά την ίδρυσή τους, το 2015, ενώ το 2016 τις αύξησαν σε 71. Έγιναν ο κυβερνητικός εταίρος των Σοσιαλιστών το 2019, έχοντας απωλέσει ήδη τη μισή τους δύναμη, ενώ σήμερα διαθέτουν μόλις 5 βουλευτές, τους οποίους εξέλεξαν μέσω του Sumar και οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν κάτω από 3% ενόψει ευρωεκλογών.
Υπό μία έννοια, η πορεία των Podemos είναι παράλληλη με εκείνη άλλων κομμάτων που, εκκινώντας από διαφορετική αφετηρία, «καβάλησαν» το πολιτικό-κοινωνικό τσουνάμι που προκάλεσε εκείνη η μεγάλη κρίση. Ανάμεσά τους και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος μάλιστα έγινε η μοναδική δύναμη προερχόμενη από την Αριστερά που κατάφερε να ηγηθεί μιας κυβέρνησης στην ΕΕ. Η σημερινή του βαθιά κρίση αναμφίβολα έχει πολλά κοινά στοιχεία με την αντίστοιχη των Podemos.
Οι αποχρώσεις της ακροδεξιάς
Τα τελευταία χρόνια, μια σειρά κόμματα που επιχείρησαν να εκφράσουν πολιτικά και κοινοβουλευτικά την λαϊκή οργή που πυροδότησε η χρηματοπιστωτική κρίση, είδαν την επιρροή τους να συρρικνώνεται δραματικά, ενίοτε φτάνοντας στα όρια της κατάρρευσης ή και εξαφάνισης. Η διαδικασία αυτή συνοδεύτηκε από την παράλληλη ενίσχυση της Ακροδεξιάς, η οποία σε πολλές χώρες της ΕΕ έχει πλέον μετατραπεί σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Με άλλα λόγια, ο βαρύς «χειμώνας» στον οποίο έχει βυθιστεί η κυβερνώσα Αριστερά, μετά την απογοήτευση που προκάλεσε η θυσία κάθε ικμάδας ριζοσπαστισμού στο όνομα της συμμετοχής στο εγχώριο και ευρωπαϊκό αστικό σύστημα εξουσίας, άνοιξε τον δρόμο στην «άνοιξη» για τα ακροδεξιά μορφώματα, που μοιάζουν να αποτελούν το επόμενο «καταφύγιο» ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων.
Τα τελευταία, μάλιστα, μοιάζουν να είναι ιδιαιτέρως ευέλικτα και προσαρμοστικά στις απαιτήσεις που υπάρχουν για να εισέλθουν στα σαλόνια της εξουσίας, μην διστάζοντας να δώσουν ό,τι διαπιστευτήρια τους ζητηθούν. Αποδεικνύοντας, έτσι, στην πράξη ότι αποτελούν μέρος των λύσεων που επιδιώκει να δώσει ο καπιταλισμός και οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη στην πολύπλευρη και επίμονη κρίση και όχι των ρήξεων και ανατροπών που έχει σήμερα ανάγκη η μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία.
Με τον τρόπο αυτό δε έχουν πετύχει ήδη πολλά και έχουν βάλει πλώρη για ακόμη περισσότερα, ενόψει και των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Στην Ιταλία, για του λόγου το αληθές, πρωθυπουργός είναι η «εξευγενισμένη» Ακροδεξιά της Τζόρτζια Μελόνι, με εταίρο τον ρατσιστή και εθνικιστή Ματέο Σαλβίνι — που αμφότεροι έχουν γίνει πλήρως αποδεκτοί από τις Βρυξέλλες. Στην Ολλανδία, ο «όμορος» Γκερτ Βίλντερς αναδείχθηκε μακράν πρώτος στις πρόσφατες εκλογές και έχει σοβαρές πιθανότητες να ηγηθεί της νέας κυβέρνησης, μη διστάζοντας μάλιστα να βάλει στον «πάγο» βασικές πλευρές του προεκλογικού του προγράμματος. Στη Γερμανία, επίσης, η AfD μοιάζει να έχει «κλειδώσει» τη δεύτερη θέση, πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες, με το ποσοστό της να υπερβαίνει το 20% και να υπολείπεται ελάχιστα του αθροίσματος των τριών κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού. Στη Γαλλία, την ίδια στιγμή, η Λεπέν είναι έτοιμη να σαρώσει στις ευρωεκλογές, διευρύνοντας διαρκώς το προβάδισμά της από τους υπόλοιπους, με ποσοστά κοντά στο 30%.
Παρόμοια η εικόνα στην Ιβηρική: Στην Πορτογαλία, όπου διεξάγονται πρόωρες εκλογές στις 10 Μαρτίου, το ακροδεξιό Chega έρχεται τρίτο στις δημοσκοπήσεις με 16-17%, έναντι 7,2% που είχε πάρει το 2022, διεκδικώντας τη συμμετοχή του σε κυβέρνηση με τους δεξιούς Σοσιαλδημοκράτες – ακολουθώντας αντίθετη πορεία από το Μπλόκο και τη Δημοκρατική Συμμαχία που συγκροτούν ΚΚ και Πράσινοι. Στην Ισπανία, το Vox υποχώρησε μεν στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, από το 15% στο 12,5%, παραμένει όμως τρίτη δύναμη μπροστά από το Sumar (στο οποίο έχουν βρει στέγη οι Podemos) και δηλώνει έτοιμο να συνεργαστεί με το Λαϊκό Κόμμα σε κυβερνητικό επίπεδο. Όσο για την Ελλάδα, η εικόνα των προηγούμενων εκλογών μιλά από μόνη της.