Παναγιώτης Μαυροειδής
Η κυβερνητική προπαγάνδα έχει διαμορφώσει μια εικόνα success story για την οικονομική διαχείριση στην Ελλάδα, παρουσιάζοντας αποσπασμένα στοιχεία και κάνοντας βολικές συγκρίσεις. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική, ακόμα και με τα εργαλεία της αστικής πολιτικής. Πολύ περισσότερο, εάν μιλήσουμε για την πραγματική ζωή των εργαζομένων, όπου η υπερεκμετάλλευσή τους είναι το έδαφος για να αναπτυχθεί η κερδοφορία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Επιλεκτικές συγκρίσεις ποσοστών που βολεύουν
Τόσο ο απολογισμός για το 2023 όσο και οι προβλέψεις για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2024 αποπνέουν ένα θριαμβευτικό κλίμα ειδικά στα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση της ΝΔ μέσα. Το αφήγημα είναι ότι υπάρχει οικονομική ανάπτυξη μεγαλύτερη της ευρωζώνης, μέσα από πακτωλό επενδύσεων σε συνθήκες εύκολου δανεισμού λόγω ανόδου επενδυτικής βαθμίδας, μείωσης χρέους, αλλά και της ανεργίας. Εντυπωσιάζει, επίσης, η αφωνία και η έλλειψη στοιχειώδους αποδόμησης των έωλων κυβερνητικών επιχειρημάτων από μεριάς της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και ακροδεξιά), αφήνοντας χώρο (ελεγχόμενης) κριτικής μόνο σε πρώην υπουργούς και τεχνοκράτες όλων των τάσεων.
Πριν γίνει αναλυτική αναφορά σε ένα προς ένα τα κυβερνητικά επιχειρήματα, επισημαίνονται τρεις μεθοδολογικές αλχημείες της κυβέρνησης.
Πρώτο: Η κυβέρνηση προτιμά να παίζει με μεταβολή ποσοστών αποκρύπτοντας τα απόλυτα νούμερα.
Δεύτερο: Και αυτή ακόμη η σύγκριση ποσοστών που κάνει για διάφορα μεγέθη αφορά μεταβολές κυρίως σε σχέση με την καταβύθιση της οικονομίας σε συνθήκες πανδημίας και λίγο μετά, ενώ αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι να συγκρίνει με την προ-μνημονιακή περίοδο!
Τρίτο: Προβάλλει (επιλεκτικές) συγκρίσεις με τις επιδόσεις της οικονομίας στην ΕΕ, αποκρύπτοντας ότι η τελευταία είναι σε μια κατάσταση τελματώδους στασιμότητας, επιβράδυνσης, στα όρια κυριολεκτικά της ύφεσης.
Στο κείμενο αυτό αφενός θα αξιολογηθούν αντικειμενικά οι ισχυρισμοί που προβάλλονται και αφετέρου, κυρίως, θα σταθμιστούν με βάση τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα. Η τελευταία διάσταση λείπει εντελώς από τις αναλύσεις του συρμού στα αστικά μέσα, λες και όλοι, «λαός και Κολωνάκι», στο ίδιο τραπέζι τρώμε και πίνουμε.
Ας αφήσουμε προς το παρόν το ταξικό πρόσημο της περίφημης «ανάπτυξης» και ας μπούμε «στα παπούτσια» της κυρίαρχης αφήγησης, όπου όλα μετριούνται με όρους ΑΕΠ.
Για την ανάπτυξη και την άνοδο του ΑΕΠ
Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ στην ευρωζώνη είναι 1+ και στην Ελλάδα 2+ (για την ακρίβεια 2,4% για το 2023 και πρόβλεψη 2,5% για το 2024). Είναι αυτό για πανηγυρισμούς, όταν μάλιστα υπάρχουν και εκτιμήσεις όπως της ING και της Ιταλικής UniCredit, που κάνουν λόγο για επιβράδυνση για το 2024 με άνοδο ΑΕΠ στο 1,3%;
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται μόλις στο 65,4% του ευρωπαϊκού, όταν το 2009 ήταν στο 95,3%. Οι μισθοί είναι σημαντικά μικρότεροι, ενώ οι τιμές των προϊόντων έχουν απογειωθεί.
Η μεγάλη εικόνα είναι ότι η ελληνική οικονομία είναι η μόνη από όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες που επλήγησαν από την κρίση του 2008-2009, που δεν έχει γυρίσει στα προ κρίσης μεγέθη, καθώς το ΑΕΠ το 2023 ήταν 222 δισ. ο στόχος για το 2024 είναι 235 δισ, ενώ το 2009 ήταν 235 δισ. Σημειώνεται εδώ ότι τα νούμερα για τα 2023 είναι σε τρέχουσες τιμές, δηλαδή φουσκωμένα λόγω του πληθωρισμού. Μιλώντας σε ποσοστά, σε σύγκριση με το 2009, το ελληνικό ΑΕΠ είναι 6% χαμηλότερο, ενώ στην ευρωζώνη είναι 18% υψηλότερο σε σχέση με το 2009.
Η κυβέρνηση κρύβει την εικόνα σε σχέση με την εξέλιξη του μεγέθους της οικονομίας και παίζει με τα ποσοστά ανάπτυξης σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Ο λόγος που μπορεί να παρουσιάζει μια πλασματικά έστω καλή εικόνα είναι απλός: Το 2020 λόγω πανδημίας είχαμε βύθιση του ρυθμού ανάπτυξης -9%, οπότε στη συνέχεια είναι λογικό να έχουμε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι βαίνουν μειούμενοι (2021: 8,4%, 2022: 5,6%) .
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται μακριά από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό (μόλις στο 65,4%). Η κυβέρνηση προβάλει τη σχετική βελτίωσή του σε σχέση με το 2020 (ήταν 59%), αποσιωπά όμως το γεγονός ότι είναι πολύ μικρότερο από αυτό του 2009 (95,3%).
Επενδύσεις
Η επίδοση του 2023 και προσδοκώμενη άνοδος του ΑΕΠ και των επενδύσεων κατά 60% έχουν να κάνουν με τις εισροές από το Πρόγραμμα Ανάκαμψης (36 δισ., 50% σε χορηγήσεις και 50% σε δάνεια) και το ΕΣΠΑ, με την πλειοψηφία αυτών των πακέτων να πηγαίνουν σε κατασκευές, ενώ άλλες επενδύσεις που θεωρούνται περισσότερο παραγωγικές μακροπρόθεσμα φαίνεται είναι πενιχρές.
Πρόκειται για δημόσιο χρήμα (κοινοτικό με συνεπικούρηση από εθνικό) το οποίο δίνεται απευθείας στους καπιταλιστέςείτε με μηδενική συμμετοχή τους («δημόσια» έργα) είτε και κάποια συμμετοχή τους (Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα). Την ίδια στιγμή που το κλασικό «εθνικό» Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ), περιορίζεται σε χαμηλά επίπεδα (3-5% του ΑΕΠ).
Αν θέλει κανείς να αποτιμήσει ουσιαστικά το ειδικό βάρος των νέων επενδύσεων θα πρέπει να υπολογίσει όχι τον ακαθάριστο αλλά τον καθαρό σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, δηλαδή να αφαιρέσει τις αποσβέσεις του υπάρχοντος εξοπλισμού/κεφαλαίου. Έτσι, προκύπτει ότι η Ελλάδα είχε αρνητικό καθαρό σχηματισμό παγίου κεφαλαίου από το 2011 έως και το 2022, δηλαδή βρισκόταν σε κύκλο απο-επένδυσης και ταυτόχρονα αναδιάρθρωσης (για λόγους που αφορούν νέα πεδία κερδοφορίας), αλλά όχι «επενδυτικού μπουμ». Οι απώλειες (αποσβέσεις) της περιόδου είναι άνω των 100 δισ. και μόνο από το 2022 και μετά, οριακά οι νέες επενδύσεις ξεπέρασαν το ύψος των αποσβέσεων, φτάνοντας το 13,7% του ΑΕΠ όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 22%.
Είναι αναγκαίες αποσαφηνίσεις σε ότι αφορά τη φιλολογία για την άνοδο της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτή πρακτικά σημαίνει, άμεσα ή έμμεσα, ευκολότερο δανεισμό για τράπεζες και επιχειρήσεις και τίποτα περισσότερο για τον εργαζόμενο κόσμο. Ευκολότερος δανεισμός με φτηνότερο χρήμα που θα οδεύσει στην ανάπτυξη επιχειρηματικών σχεδίων κυρίως σε κατασκευές, real estate και υπερ-τουρισμό, μαζί και σε εξαγορές δημόσιας περιουσίας.
Μισθοί εργαζομένων
Μελέτες των τραπεζών εκτιμούν ότι η όποια ανοδική τάση των μισθών δε θα επηρεάσει τις επιχειρήσεις, διότι τα προηγούμενα χρόνια οι πενιχρές αυξήσεις υπολείπονταν του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση κάνει λόγο για άνοδο του κατώτατου μισθού (αφορά μικρό ποσοστό μισθωτών) και του μέσου μισθού. Και πάλι ωστόσο ψεύδεται: Ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα το 2009 ήταν 1.234 ευρώ, ενώ το 2023 ήταν 1.038 ευρώ (Καθημερινή 27/12). Το τελευταίο είναι παραπλανητικό μέγεθος, καθώς συμψηφίζει εργατικούς μισθούς με υψηλότατους μισθούς μισθωτών μικροαστικών και αστικών στρωμάτων. Πρόσφατη έρευνα ανέφερε ότι το 80% των μισθωτών δεν είχαν καμία ονομαστική αύξηση μισθού, δηλαδή είχαν μείωση αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ σε ένα σύνολο 35 χωρών, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν το δεύτερο χαμηλότερο ωριαίο μισθό, ενώ σε τέσσερις μόνο χώρες δουλεύουν περισσότερο από ό,τι στη χώρα μας
Σε σχέση με τις τριετίες, πρέπει να επισημαίνεται ότι η λεγόμενη «επιστροφή» τους αφορά το 2024 και μετά, δηλαδή ισχύει ότι είχε κάποιος «γράψει» έως το 2012 και από το 2012 έως το 2024 θεωρείται ως μη υπάρχον διάστημα!
Δημοσιονομική σταθερότητα
Η κυβέρνηση με κάθε ευκαιρία ξεκαθαρίζει ότι οι αναπτυξιακές πολιτικές θα πρέπει να κινούνται στο πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας. Στο δια ταύτα, για το 2024 έχει τεθεί στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2,4% σε συμμόρφωση με τις ευρωμνημονιακές δεσμεύσεις. Το 2024 είναι χρονιά άρσης της λεγόμενης «ρήτρας διαφυγής» (που είχε δώσει το «δικαίωμα» παρέκκλισης από τους δημοσιονομικούς κανόνες και δυνατότητα ενισχύσεων λόγω πανδημίας).
Προβάλλεται ως επιτυχία η πιθανή εξαίρεση των πολεμικών δαπανών σε σχέση με τον «κόφτη» των δημοσιονομικών στόχων περί πλεονάσματος/ελλείμματος. Η απόφαση ωστόσο αυτή καταδεικνύει τη γύμνια της ΕΕ και όσων ομνύουν σε αυτήν: Δαπάνες για πόλεμο και θάνατο χωρίς περιορισμό, όχι όμως και δαπάνες για παιδεία, υγεία, κοινωνικές πολιτικές.
Έλλειμμα
Η κυβέρνηση δίνει έμφαση στη μείωση του ελλείμματος, ωστόσο η μεγάλη εικόνα είναι ότι η Ελλάδα για συνεχόμενα χρόνια έχει έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πάνω από 6-7% του ΑΕΠ το 2023, κοντά στα 20 δισ., έναντι 9,6% το 2022). Ακόμη και για το 2028 η πρόβλεψη είναι για 3% έλλειμμα.
Πέρα από αυτά, τα έσοδα στηρίζονται υπερβολικά στον τουρισμό που είναι κλάδος ευάλωτος σε υγειονομικές, πολεμικές και περιβαλλοντικές/κλιματικές κρίσεις η ανάπτυξη του οποίου μάλιστα πάει χέρι χέρι με την εκδίωξη των εργαζομένων/κατοίκων από τη χρήση ακτών και λοιπών ομορφιών, καθώς και με εργασιακό καθεστώς γαλέρας.
Οι λοιπές εξαγωγές, με τη σχετική εξαίρεση των αγροτικών προϊόντων αφορούν αγαθά με μεγάλο ποσοστό ενσωμάτωσης στη δομή τους εισαγόμενα αγαθά (με πιο κραυγαλέο παράδειγμα τα καύσιμα). Έτσι κάθε άνοδος στις εξαγωγές προκαλεί άνοδο και στις εισαγωγές, ενώ κάθε διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες ή αύξηση του κόστους των εισαγόμενων, φέρνει τα πάνω κάτω.
Το χρέος μεγαλώνει, το ξεπούλημα συνεχίζεται
Μεγαλύτερο το χρέος το 2023 από το 2009, όταν μπήκαμε στα ευρω-μνημόνια
Η κυβέρνηση διατυμπανίζει τη μείωση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ (160% το 2023 έναντι 212% το 2020). Ωστόσο, το ποσοστό βγαίνει μικρότερο, διότι αυξήθηκε ο παρονομαστής (ΑΕΠ) λόγω πληθωρισμού. Ο αριθμητής (χρέος) όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αντίθετα αυξήθηκε κατά 35 δισ. σε σχέση με το 2020. Το 2023 έκλεισε με χρέος 357 δισ., όταν το 2009 ήταν 298 δισ. Οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν για το 2028 υψηλότατο χρέος 145% του ΑΕΠ.
Σήμερα το χρέος παραμένει πάνω από το επίπεδο του 2012 τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ παρά τα κουρέματα (53,5% συνολικά) τη σφαγή των μνημονίων, απλή απόδειξη ότι στόχος της αστικής επίθεσης δεν ήταν το χρέος αλλά το χτύπημα λαϊκού εισοδήματος, εργατικών κατακτήσεων και δημόσιας περιουσίας.
Η παραπέρα μείωση είναι εξαιρετικά επισφαλής: Πρώτο, με τη άρση της ρήτρας διαφυγής το 2024 προκύπτει υποχρέωση για πλεόνασμα τουλάχιστον 2%. Δεύτερο, λόγω του τερματισμού των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το 2032. Τρίτο, λόγω υψηλότερων επιτοκίων αναχρηματοδότησης του τοκισμού (παρά την είσοδο σε ανώτερη επενδυτική βαθμίδα!). Τέταρτο, το 2022 έληξαν τα έσοδα από την επιστροφή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τα κέρδη της ΕΚΤ από αγορά, ομολόγων του ελληνικού δημοσίου. Πέμπτο, το 2026 λήγει η ένεση κεφαλαίων από Ταμείο Ανάκαμψης.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος» για κοινωνικές πολιτικές στενεύει απελπιστικά.
Την ίδια στιγμή βαφτίζεται «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας, η περαιτέρω ιδιωτικοποίησή της με έμφαση στα ακίνητα της ΕΤΑΔ και πρώτη προτεραιότητα τα ακίνητα στο Παραλιακό Μέτωπο Αττικής, ενώ προγραμματίζεται επίσης η εκχώρηση των υπόλοιπων περιφερειακών αεροδρομίων, μαζί και οι παραχωρήσεις Λιμανιών Ηρακλείου και Βόλου, της Εγνατίας, της Αττικής Οδού και η είσοδος του αεροδρομίου Ελευθέριος Βενιζέλος στο Χρηματιστήριο.
Το τελικό ταξικό ισοζύγιο της κυβερνητικής πολιτικής
Αρχικά, ας συμπληρώσουμε τις εικόνες: Το ποσοστό ανεργίας είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη και το υψηλότερη στους νέους. Έπεσε ως ποσοστό, αλλά όχι κυρίως επειδή άνοιξαν (επισφαλείς και κακοπληρωμένες) δουλειές, όσο περισσότερο διότι Έλληνες και μετανάστες εργάτες έφυγαν και μειώθηκε το δυνάμει εργατικό δυναμικό.
Την ίδια στιγμή, σε σχέση πάντα με το 2009, τα έσοδα από ΦΠΑ ανέβηκαν 40%, ο φόρος εισοδήματος ανέβηκε κατά 25%, ενώ τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν 23%.
Δηλαδή, ο κόσμος πληρώνει περισσότερους φόρους τη στιγμή που εργάζεται περισσότερο (ή ξενιτεύεται) και το εισόδημα μειώνεται. Το να πανηγυρίζει κανείς (όπως η κυβέρνηση της ΝΔ) σε αυτές τις συνθήκες, θυμίζει αυτόν που πηγαίνει σε κηδεία και αναφωνεί «πέντε πέντε την ημέρα και εκατό την εβδομάδα». Φυσικά, τίποτα το αφύσικο για την κυβέρνηση, ακριβώς διότι είναι ο νεκροθάφτης του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος.
Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της κυριαρχίας του δόγματος «πρώτα οι επενδύσεις και τα κέρδη» και πάντα μέσα στο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, αν θέλουμε να τη δούμε από τη σκοπιά των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Στο εθνικό επίπεδο, μέσω της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης, της άγριας φορολογίας, της ακρίβειας και της λιτότητας (με τη «βοήθεια» του αυταρχισμού αλλά και της συναίνεσης) επιβάλλεται μια διαρκής μεταφορά εισοδήματος από «κάτω» προς τα «πάνω» και «έξω». Στη συνέχεια, (μέρος από) το κλεμμένο χρήμα «επιστρέφει» απευθείας στις τσέπες των μεγάλων επιχειρήσεων ως «πακέτα επενδύσεων» και οι «ιθαγενείς» καλούνται να υμνολογήσουν χάντρες και καθρεφτάκια (με τη «βοήθεια» της διακομματικής ευρωλαγνείας)
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (13.1.24)