Μαριάννα Τζιαντζή
Ο κινηματογράφος Ιντεάλ, όπως τον ξέραμε, πέθανε, τελείωσε. Την περασμένη Παρασκευή έγινε εκεί η τελευταία προβολή με την ταινία Pulp Fiction.
Κοσμοσυρροή, δάκρυα και χειροκροτήματα. Άλλη μια ταφόπλακα σε ένα μνημείο του πολιτισμού. Νεκροθάφτες η κυβέρνηση, το υπουργείο Πολιτισμού, ο ΕΦΚΑ, ο Δήμος της Αθήνας… όλοι όσοι επιδιώκουν τη μετάλλαξη του κέντρου της πόλης, όλοι όσοι ονειρεύονται τη μετατροπή της Αττικής σε Ντουμπάι της Μεσογείου.
Μόνο η πρόσοψη του κτιρίου θα παραμείνει, μια διατηρητέα πέτσα, ένα διακοσμητικό κέλυφος, ενώ η λειτουργία, το περιεχόμενο, θα αλλάξει εντελώς, καθώς το κτίριο θα μετατραπεί σε ξενοδοχείο πολυτελείας, αν και στον ίδιο χώρο θα φιλοξενούνται συνέδρια και ποικίλα «ιβέντ». Το Ιντεάλ δεν θα ρημάξει όπως εδώ και χρόνια ρημάζει ο κινηματογράφος Άστρον στους Αμπελόκηπους, όπως ρημάζει το εργοστάσιο της Columbia στον Περισσό, όπως ρημάζει η πανέμορφη ερειπωμένη κατοικία του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στα Εξάρχεια. Η ιστορική μνήμη είναι ανεπιθύμητη, εκτός και αν κρίνεται τουριστικά αξιοποιήσιμη. Επιθυμητές οι επενδύσεις, η επεκτατική και ασύστολη τουριστικοποίηση, επιθυμητός και ο «εξευγενισμός» που στην πραγματικότητα είναι αγριανθρωπισμός.
Το Ιντεάλ δεν ήταν μόνο ένα σινεμά, αλλά μια κιβωτός μνήμης, συλλογικής και προσωπικής, ενώ ο αγώνας που δόθηκε για να κρατηθεί στη ζωή δεν ήταν μόνο υπόθεση των σινεφίλ. Ακριβώς όπως και ο αγώνας ενάντια στις φρουρούμενες λαμαρίνες και στην κοπή των δέντρων της πλατείας Εξαρχείων δεν αφορά μόνο τους κατοίκους της συγκεκριμένης γειτονιάς. Η πόλη δεν χάνει μόνο τα παλιά σύμβολά της, χάνει την ψυχή της. Με τον ίδιο τρόπο χάνεται και ο Κήπος του Μουσείου, που δεν ήταν μόνο μια καφετέρια ανάμεσα στις πολλές, αλλά ένας ζωντανός χώρος πολιτισμού, όπου τα τελευταία χρόνια φιλοξενήθηκαν αναρίθμητες παρουσιάσεις βιβλίων και συζητήσεις για το βιβλίο. Παλαιότερα, ο Κήπος του Μουσείου ήταν ένα αναψυκτήριο με ζωντανή ορχήστρα, όπου ο κόσμος μπορούσε να ακούσει δημοφιλείς τραγουδιστές και τραγουδίστριες χωρίς να πληρώσει πολλά, όπως θα συνέβαινε αν πήγαινε να τους ακούσει σε κοσμικά μαγαζιά στα οποία εμφανίζονταν πιο αργά τη νύχτα. Τώρα ο χώρος αυτός «φαστ-φουντοποιείται», ενώ την ίδια τύχη έχει και ο Κήπος του Νομισματικού Μουσείου, που εδώ και 16 χρόνια ήταν ένας φιλόξενος χώρος για συναυλίες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το κτιριακό συγκρότημα του Πολυτεχνείου την έχει γλιτώσει από τον οδοστρωτήρα της ανάπλαση,ς καθώς πρόκειται για κληροδότημα με αυστηρά καθορισμένη χρήση, αν και πολλοί επιδίωξαν την κατάργησή του ως ΑΕΙ και τη μετατροπή του σε προέκταση του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας μετατρέπεται σε «επενδυτικό-τουριστικό προορισμό», σε ένα πολυκέφαλο «mall». Το Μινιόν, για παράδειγμα, δεν ήταν απλώς ένα λαϊκό πολυκατάστημα: στην καφετέριά του, στον τελευταίο όροφο, που ήταν και ένα φτηνό σελφ σέρβις εστιατόριο, έβρισκαν για λίγη ώρα καταφύγιο πολλοί περαστικοί αλλά και εργαζόμενοι του κέντρου της πόλης. Τώρα το Μινιόν αναπλάθεται: ακριβά διαμερίσματα και μεζονέτες, εμπορικά καταστήματα πολυτελείας, γραφεία για «σμαρτ» επιχειρήσεις και όλα αυτά με πράσινο μανδύα, φιλικό στο περιβάλλον και άξενο για τους ανθρώπους. Στην ίδια γραμμή της λοβοτόμησης της πόλης, της απαλλαγής της από καθετί αγωνιστικό και ζωντανό, κινήθηκε και η απόφαση της υπουργού Πολιτισμού για την έξωση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων από το νεοκλασικό κτίριο στο Θησείο που εδώ και χρόνια τού είχε παραχωρηθεί.
Το ιστορικό κέντρο της Αθήνας μετατρέπεται σε «επενδυτικό-τουριστικό προορισμό», σε ένα πολυκέφαλο «mall».
Το Ιντεάλ όπως το ξέραμε χάνεται, όπως χάθηκαν και άλλα στέκια του κέντρου της πόλης, από το βιβλιοπωλείο Κάουφμαν μέχρι τους λουκουμάδες «Αιγαίον», ένα ταπεινό υπόγειο που μοσχοβολούσε μέλι και κανέλα — ας μην θεωρηθεί ιεροσυλία η ταυτόχρονη αναφορά αυτών των δύο. Εκατοντάδες μικρά καταστήματα, καφενεία, συνεργεία, βιβλιοπωλεία έχουν χαθεί ή κινδυνεύουν με λουκέτο, καθώς τα ενοίκια γίνονται δυσβάσταχτα. Ίσως αυτό που πιο εύγλωττα εκφράζει το όραμα της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού για την Αθήνα είναι η πρόσφατη απόφαση για το εισιτήριο των 30 ευρώ στην Ακρόπολη, αλλά και η σύσταση μιας νέας υπηρεσίας: της «Εξατομικευμένης Επίσκεψης» με ειδική πριβέ ξενάγηση νωρίς το πρωί ή μετά τις οχτώ το βράδυ, χωρίς το πλήθος των απλών επισκεπτών. Ποιος ξέρει, ίσως σύντομα ο Παρθενώνας να διατίθεται σαν ακριβοπληρωμένο ντεκόρ για γάμους, βαφτίσια, φωτογραφίσεις μόδας κ.λπ. Εξατομικευμένες εμπειρίες, όχι συλλογικές. Ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται, περιτειχίζεται, επιτηρείται αυστηρά. Και το Ιντεάλ, όπως και οι εκατοντάδες νεκροί συνοικιακοί κινηματογράφοι, ήταν δημόσιος χώρος κι ας έπρεπε να πληρώσουμε εισιτήριο για να τον επισκεφτούμε. Ήταν ένα τριαντάφυλλο και ο θάνατός του θυμίζει το Ψωμί και τριαντάφυλλα. Γιατί χωρίς τα τριαντάφυλλα (με την ευρύτερη έννοια), το ψωμί (με την ευρύτερη έννοια) είναι πικρό.