Πολιτική υπεραξία προσπαθεί να εκμαιεύσει η κυβέρνηση μέσα από τον βαρύτατο τραυματισμό αστυνομικού στον Ρέντη και από τη γενικότερη όξυνση των φαινομένων οπαδικής βίας. Υποβαθμίζοντας τα πραγματικά αίτια του προβλήματος, δηλαδή τις κοινωνικές ανισότητες και τη στενότατη διασύνδεση αθλημάτων και επιχειρηματικών συμφερόντων, οι κυβερνητικοί επικοινωνιολόγοι προσπαθούν πείσουν την κοινωνία πως μοναδική λύση αποτελεί η εδραίωση του δόγματος «νόμος και τάξη».
Η εμμονική στοχοπροσήλωση στην καταστολή ως «απάντηση» δεν εδράζεται μόνο στο συντηρητικό χαρακτήρα του κυβερνώντος κόμματος, αλλά αποτελεί πηγαίο στοιχείο του σύγχρονου κράτους. Ως εκ τούτου, σε όποιο ζήτημα και αν προκύψει η προτεινόμενη απάντηση είναι ίδια…. Κάμερες, αστυνόμευση, σκληρότερες ποινές κλπ. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση αποσκοπεί σε ξεκάθαρα πολιτικά οφέλη: Αφενός, συντηρητικοποιεί την πολιτική ατζέντα και την κοινωνία, αφετέρου αναβαθμίζει τους κατασταλτικούς και δικαστικούς μηχανισμούς του κράτους. Σε πρώτη φάση απέναντι στους οπαδούς…
Βεβαίως, ο στόχος είναι τελικά το κίνημα. Γι αυτό, άλλωστε, πολλοί κυβερνητικοί και συστημικοί αναλυτές επαναλάμβαναν πως ό,τι συνέβη έξω από το γήπεδο του Ρέντη θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί σε μία πορεία ή εντός των πανεπιστημιακών χώρων. Συνεπώς, είναι δεδομένο πως ό,τι σήμερα προγραμματίζεται ως μέτρο αντιμετώπισης της «οπαδικής βίας», αύριο μπορεί να παρουσιαστεί ως μέτρο αντιμετώπισης της «πολιτικής βίας».
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει την κοινωνίας πως κάθε μορφή «βίας» είναι ίδια και πρέπει να αντιμετωπίζεται καταιγιστικά. Η βία, άμεση και έμμεση, που προωθείται ή ασκείται από το διαπλεκόμενο στον αθλητισμό κεφάλαιο είναι δήθεν ίδιας βαρύτητας με αυτή που ασκεί μία παρέα ανήλικων οπαδών ή ίδιας ποιότητας με τη αντι-βία του κινήματος. Έτσι, προσπαθούν να κατοχυρώσους πως το μονοπώλιο της «βίας» θα ασκείται αποκλειστικά από το κράτος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.12.23)