Μπάμπης Συριόπουλος
Τα μεγάλα ποσοστά εκλογικής αποχής δείχνουν την απαξίωση των αστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών και κομμάτων, την κοινωνική δυσαρέσκεια και συχνά μια αριστερόστροφη διαμαρτυρία. Η αστική εξουσία όμως προσαρμόζεται στη νέα κατάσταση. Η εργατική πολιτική χρειάζεται άλλους δρόμους και απαντήσεις.
Η αυξανόμενη αποχή από τις εκλογές είναι ένα αναντίρρητο γεγονός στη χώρα μας. Αποφεύγοντας το ζήτημα των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και της εκκαθάρισής των τελευταίων, θυσιάζοντας τη στατιστική ακρίβεια των ποσοστών, παίρνουμε ενδεικτικά μόνο τον απόλυτο αριθμό των ψηφισάντων. Στις βουλευτικές εκλογές τον Οκτώβριο του 2009 ψήφισαν λίγο πάνω από 7 εκατ., στις βουλευτικές του περασμένου Μάη λίγο πάνω από 6 εκατ., ενώ στον α’ γύρο των πρόσφατων τοπικών εκλογών 5.132.000 περίπου. Η τάση είναι εμφανής, η αποχή διογκώθηκε στην Ελλάδα μετά την κρίση, αλλά το φαινόμενο είναι παγκόσμιο.
Το προφανές εδώ είναι η αυξανόμενη απόσταση τμήματος του εκλογικού σώματος από τις πολιτικές διαδικασίες και διαπάλη, τουλάχιστον όπως διεξάγεται στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Αυτή η τάση υπονομεύει την κοινωνική νομιμοποίηση αυτών των θεσμών, προβληματίζει τα αστικά επιτελεία, αχρηστεύει –ως ένα βαθμό– παραδοσιακούς τρόπους και μέσα επηρεασμού και ενσωμάτωσης των μεσαίων στρωμάτων και της εργατικής τάξης. Βέβαια το κεφάλαιο, ιδίως οι ηγεμονικές μερίδες του, μπορούν και αναπτύσσουν νέους διαύλους σχέσεων ηγεμονίας και υποταγής με την εκμεταλλευόμενη πλειονότητα, σε επίπεδο επιχείρησης, κλάδου, τοπικά και πανεθνικά, χωρίς τη μεσολάβηση των αστικών κομμάτων και των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Εξάλλου το κράτος είναι το πρώτο κόμμα της αστικής τάξης κι αυτό δεν υπονομεύεται με καμία αποχή.
Η νικήτρια αστική τάξη στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό της εποχής μας δεν έχει ανάγκη την ενεργητική συμμετοχή των λαϊκών μαζών στην πολιτική πάλη. Η αστική ιδεολογία δεν διαχέεται προς τα κάτω μόνο ή κυρίως από τα αστικά κόμματα ή θεσμούς, αλλά από την καθημερινή πρακτική των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, όπου αποθεώνεται η ανταλλακτική αξία σε βάρος της αξίας χρήσης, και της αγοράς εργασίας όπου επιβεβαιώνεται το κεφάλαιο σαν αναγκαίος όρος για την κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή. Γι’ αυτό και από τη στιγμή που ο καπιταλισμός αποτελεί αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα, η αστική τάξη δεν έχει τόση ανάγκη από την ύπαρξη μαζικών αστικών ή ρεφορμιστικών κομμάτων και ενεργητικής στράτευσης σ’ αυτά. Μια χαρά βολεύεται με τη χαμηλή συμμετοχή στις εκλογές και την αποπολιτικοποίηση των μαζών, συχνά (π.χ. στις ΗΠΑ) τις επιδιώκει κιόλας.
Στο παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις όπου η αποχή είχε συνειδητό πολιτικό χαρακτήρα. Στις εκλογές στις 31 Μαρτίου 1945 το ΕΑΜ και το ΚΚΕ κάλεσαν σε αποχή καταγγέλλοντας τις εκλογές σε συνθήκες λευκής τρομοκρατίας και νοθείας. Μια τάση του εργατικού κινήματος, το αναρχικό και αναρχοσυνδικαλιστικό ρεύμα, είχε «αντιπολιτική» και αντιεκλογική στάση προπολεμικά, προτάσσοντας την επαναστατική γενική απεργία. Και σήμερα η πολιτική αποχή από μια εκλογική διαδικασία μπορεί να είναι η απάντηση σε ένα εκβιαστικό δίλημμα όπως στον β’ γύρο των τοπικών εκλογών. Ωστόσο, το φαινόμενο της αποχής, όπως εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια, δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Σίγουρα μια μερίδα από το ποσοστό της αποχής εκφράζει αριστερόστροφη διαμαρτυρία απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική και τη συναινετική αντιπολίτευση στον σύγχρονο κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό. Όμως αυτή η διαμαρτυρία μένει βουβή, εκδηλώνει αμηχανία και παθητικότητα και όχι ενεργή αντίθεση ενάντια στην αστική πολιτική. Εκφράζει την αδυναμία της τελευταίας να ενσωματώσει με θετικό τρόπο τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τη νεολαία που ασφυκτιούν στη καπιταλιστική βαρβαρότητα, αλλά ταυτόχρονα τη δύναμή της να τους παθητικοποιεί.
Το κράτος είναι το πρώτο κόμμα της αστικής τάξης κι αυτό δεν υπονομεύεται με καμία αποχή
Όπως με το «τέλος των ιδεολογιών» δεν τέλειωσε καθόλου η αστική ιδεολογία στις διάφορες εκδοχές της, αντίθετα κυριάρχησε συντριπτικά, έτσι και από την αποχή και την αποπολιτικοποίηση δεν τελειώνει καθόλου η αστική πολιτική, αντίθετα συχνά παίζει χωρίς αντίπαλο. Η επαναστατική Αριστερά της εποχής μας δεν μπορεί να αρκείται σε διαπιστώσεις όπως «ο λαός γυρίζει την πλάτη του στο πολιτικό σύστημα» ή να αναδεικνύει την αδυναμία των αστικών αντιπροσωπευτικών θεσμών να ενσωματώνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια, πολύ περισσότερο να κολακεύει την παραίτηση από την εφ’ όλης της ύλης πολιτική πάλη, στο όνομα διάσπαρτων επιμέρους κινηματικών δράσεων, που τελικά παρά τον ριζοσπαστισμό τους αφομοιώνονται από την κυρίαρχη πολιτική. Εκτός από τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, υπάρχουν και οι αυταπάτες των κατακερματισμένων απαντήσεων. Η βουβή διαμαρτυρία πρέπει να μετασχηματιστεί σε πολιτικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα με κομμουνιστικό πυρήνα, που να εκφράζεται σε όλες τις μάχες, από την απεργία και τη διαδήλωση μέχρι και τις συνολικές πολιτικές αναμετρήσεις στο εκλογικό πεδίο. Εξάλλου, αν η αποχή άλλαζε τον κόσμο, θα ήταν παράνομη.