Γιώργος Μουρμούρης
▸Τον Σεπτέμβρη του 2013 η Χρυσή Αυγή (ΧΑ) αλώνιζε. Οι δολοφονικές επιθέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη.
Γίνονταν όλο και πιο οργανωμένες, όλο και πιο αιματηρές, όλο και πιο απροκάλυπτες. Το ακαταδίωκτο –σε βαθμό de facto συνέργειας στις επιθέσεις– που απολάμβανε η εγκληματική οργάνωση από τους κρατικούς μηχανισμούς και την τότε κυβέρνηση Σαμαρά, της οποίας ο γενικός γραμματέας Τάκης Μπαλτάκος διατηρούσε «ανοιχτή γραμμή» με τον Κασιδιάρη, είχε αποθρασύνει τους νεοναζί. Άλλωστε τον Ιανουάριο του ίδιου έτους χρυσαυγίτες είχαν δολοφονήσει εν ψυχρώ τον Σαχζάτ Λουκμάν. Στις 12 Σεπτεμβρίου από τύχη η δολοφονική επίθεση στα μέλη του ΠΑΜΕ, στο Πέραμα, δεν είχε αφήσει πίσω της θύματα. Όμως ήταν θέμα χρόνου να υπάρξει ο πρώτος νεκρός από την αποθρασυμένη ναζιστική συμμορία ήταν θέμα χρόνου.
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 2013 ο Παύλος Φύσσας συνοδευόμενος από τη σύντροφό του και φίλους του βρισκόταν στην καφετέρια «Κοράλλι», στο Κερατσίνι, παρακολουθώντας αγώνα ποδοσφαίρου. Στην ίδια καφετέρια βρισκόταν και μια παρέα χρυσαυγιτών. Ανάμεσά τους ο Γιάννης Άγγος, υπεύθυνος ασφάλειας της Τοπικής Οργάνωσης Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, ο οποίος κάλεσε τον ιεραρχικά ανώτερό του Γιάννη Καζατζόγλου και τον ενημέρωσε για την παρουσία του Φύσσα και της παρέας του στην καφετέρια. Άλλωστε ο αντιφασίστας μουσικός ήταν από καιρό στοχοποιημένος: «Το μπαστάρδι το ψάχναμε τόσο καιρό», έλεγε ο χρυσαυγίτης Νίκος Αποστόλου σε τηλεφωνική του συνομιλία.
Κατόπιν ο Καζαντζόγλου τηλεφώνησε στον πυρηνάρχη Νίκαιας της Χρυσής Αυγής, Γιώργο Πατέλη. Γύρω στις 11.30 μ.μ. ο Πατέλης έστειλε μέσω υπολογιστή σε κινητά τηλέφωνα μελών της ΧΑ από τη Νίκαια το γραπτό μήνυμα: «Όλοι τώρα τοπική. Όσοι είσαστε κοντά. Δεν θα περιμένουμε μακρινούς. Τώρα». Από τις 11.26 μ.μ. έως τις 11.50 μ.μ. ο Πατέλης επικοινώνησε επτά φορές τηλεφωνικά με τον βουλευτή της ΧΑ και περιφερειάρχη Πειραιά Γιάννη Λαγό. Δεν ήταν η πρώτη φορά άλλωστε που ακολουθούνταν αυτή η διαδικασία: Το καλοκαίρι του 2012 ο Πατέλης ενημέρωνε συγκεντρωμένους χρυσαυγίτες ότι μόνο εάν λάβει την έγκριση του Λαγού θα στείλει γραπτά μηνύματα για τη συγκρότηση μιας ομάδας που θα «καθάριζε» το πανηγύρι στην Παναγίτσα της Νίκαιας. «Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο. Τίποτα! Ό,τι κινείται, σφάζεται», έλεγε τότε. Σύντομα συγκροτήθηκε ένα Τάγμα Εφόδου της Χρυσής Αυγής. Επρόκειτο για μια ομάδα περίπου 50 ατόμων με ρόπαλα, που κινούνταν προς το «Κοράλλι».
Όταν ο Παύλος Φύσσας και η παρέα του βγήκαν από την καφετέρια, σύντομα αντιλήφθηκαν ότι οι νεοναζί τους είχαν περικυκλώσει. «Ο Παύλος μας είπε να φύγουμε, τρέξτε, μας είπε και αρχίσαμε να τρέχουμε. Εκείνος έμεινε πίσω να τους καθυστερήσει. Αρχίσανε να παλεύουν. Πήγε να φύγει και εκείνη τη στιγμή κατέβηκε ένας χρυσαυγίτης από ένα αμάξι που ήταν παρκαρισμένο δίπλα. Ο Παύλος του φώναξε: “Τι θα γίνει θα μας σκοτώσετε τώρα;” Και εκείνος τον μαχαίρωσε, του κάρφωσε το μαχαίρι στην καρδιά», είχε περιγράψει στα ΜΜΕ φίλος του δολοφονηθέντος μουσικού.
Ο Παύλος έμεινε ζωντανός περίπου 20 λεπτά μετά τη δολοφονική επίθεση. Ο ίδιος υπέδειξε τον δολοφόνο του, Γιώργο Ρουπακιά, στους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Έφυγε «όρθιος, σε δημόσια θέα» όπως έλεγε ο ίδιος σε ένα από τα τραγούδια του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 2013. Ο Παύλος Φύσσας ήταν 34 χρονών.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για το ξήλωμα της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης. Από την επόμενη ημέρα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν τους δρόμους του Περάματος, της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και δεκάδων άλλων πόλεων. Είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης με το ναζιστικό μόρφωμα. Υπό την πίεση του κινήματος, το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013 συνελήφθη ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής. Ακολούθησε η μακρόχρονη δίκη που, μετά από σκληρή αναμέτρηση των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής, την αγέρωχη στάση της Μάγδας Φύσσα εντός και εκτός δικαστικής αίθουσας και την σταθερή αντιφασιστική παρέμβαση του κινήματος σε πόλεις και γειτονιές, οδήγησε στην καταδικαστική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2020.
«Είμαι δικός σας»: «Δεσμοί αίματος» αστυνομίας-νεοναζί
Από τη δολοφονία Φύσσα κατέστη πασιφανής η κάλυψη που παρείχε η ΕΛΑΣ στην δολοφονική δράση της εγκληματικής οργάνωσης. Είναι ενδεικτικό ότι, όπως αποκάλυψε το Forensic Architecture, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η οργανωμένη επίθεση του Τάγματος Εφόδου προς την παρέα του Φύσσα, οι αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ πραγματοποίησαν στροφή γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο, για την οποία δεν ενημέρωσαν το κέντρο επιχειρήσεων. Ψευδής άλλωστε ήταν και ο αριθμός των δυνάμεων της ΔΙΑΣ που οι αστυνομικοί διαβίβασαν ότι βρίσκεται στο σημείο. Η επιτιθέμενη ομάδα των χρυσαυγιτών μάλιστα αισθανόταν τέτοια άνεση από την παρουσία της ΕΛΑΣ, που ο Ρουπακιάς πέρασε ανάμεσα από δύο άνδρες της ΔΙΑΣ για να καταφέρει τη θανάσιμη μαχαιριά στον αντιφασίστα μουσικό.
Στη συνέχεια και ενώ ο αιμορραγών Φύσσας είχε υποδείξει τον δολοφόνο του στους αστυνομικούς της ΔΙΑΣ, ο Ρουπακιάς ανενόχλητος μπήκε στο όχημά του και ετοιμαζόταν να φύγει από το σημείο της δολοφονίας. Εμποδίστηκε, την τελευταία στιγμή, από ένα περιπολικό, το πλήρωμα του οποίου εντόπισε το όργανο του εγκλήματος κρυμμένο στη ρόδα του αυτοκινήτου και του πέρασε χειροπέδες. Ακόμα και τότε, η αυτοπεποίθηση του Ρουπακιά ήταν τέτοια που ομολόγησε στους αστυνομικούς ότι ήταν ο φυσικός αυτουργός της ανθρωποκτονίας, ζητώντας τους να τον «καλύψουν».
«Εγώ το έχω κάνει», αλλά «είμαι δικός σας, μην το πείτε πουθενά», είπε στους αστυνομικούς εντός του περιπολικού, λαμβάνοντας την απάντηση «δεν έχεις καμία σχέση με εμάς». Ενώ στο αστυνομικό τμήμα που οδηγήθηκε, αφέθηκε ελεύθερος να τηλεφωνεί όλη τη νύχτα, συνομιλώντας με στελέχη του νεοναζιστικού μορφώματος για τη διαμόρφωση της υπερασπιστικής γραμμής, ενώ οι φίλοι του Φύσσα είχαν οδηγηθεί σιδηροδέσμιοι στο κρατητήριο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πλήρωμα του περιπολικού που συνέλαβε τον Ρουπακιά κλήθηκε για κατάθεση οκτώ μήνες αργότερα, όταν από την ανακρίτρια διαπιστώθηκε ότι λείπει το σήμα κάποιας από τις εμπλεκόμενες αστυνομικές μονάδες.