Έφη Καραχάλιου
Μετά την απεργία των σεναριογράφων από τις αρχές Μάϊου να συναντά το σωματείο ηθοποιών τον Ιούλιο, βρισκόμαστε σήμερα σε μια άνευ προηγουμένου κατάσταση όσον αφορά την βιομηχανία του Χόλιγουντ.
Σε αυτό το πλαίσιο και με προαποφασισμένη κοινή μέρα εξόδου στις αίθουσες του εξωτερικού (θλιβερή εξαίρεση η ελληνική διανομή), η live-action ταινία της Barbie και η επική μεταφορά της ζωής του Oπενχάιμερ βρέθηκαν μαζί να ξεπερνούν σε έσοδα τα 2 δισ. δολ. μέχρι τώρα. Με τον κόσμο να συρρέει στην μεγάλη οθόνη, παρά το σύνθετο μωσαϊκό των συνδρομητικών καναλιών και του Netflix, φαίνεται ότι το σινεμά με τις πολλαπλές του εκφάνσεις ως τέχνη, ως φόρμα, και ως εμπειρία θέασης συνεχίζει να συγκινεί.
Η Barbie, σε σκηνοθεσία της Γκέρτα Γκέργουικ, αποτέλεσε μια σημαντική επιχειρηματική κίνηση της εταιρείας παιχνιδιών Mattel για να επαναλανσάρει το προϊόν της. Σε μια εποχή που στα media κυριαρχεί η τάση για αποδοχή της διαφορετικότητας, η εικόνα της «τέλειας», ξανθιάς κούκλας με εξωπραγματικές αναλογίες σώματος θα έμοιαζε κάπως παρωχημένη. Επομένως ήταν τελείως δικαιολογημένη η επιλογή μιας σκηνοθέτριας γνωστής για τις ταινίες με έντονο το στοιχείο της γυναικείας ενδυνάμωσης (Ladybird) και ικανής να επανανοηματοδοτήσει παλαιότερα έργα με «φεμινιστική» χροιά (Little Girls). Η Barbie ως κινηματογραφικό αποτέλεσμα μπορεί να καταφεύγει σε εύκολους διδακτισμούς για την γυναικεία χειραφέτηση, αλλά δεν παύει να απευθύνεται από ενήλικες μέχρι παιδιά και με κάποιο αξιοθαύμαστο τρόπο καταλήγει να τους ικανοποιεί (εν μέρει) όλους.
Το Οπενχάιμερ του Κρίστοφερ Νόλαν ξεφεύγει από το ροζ, πλαστικό και ποπ σύμπαν της Barbie και προσγειώνεται στη μεγάλη οθόνη, ακτινοβολώντας ακατάπαυστα επί τρεις ώρες. Με σωστή χρήση του μοντάζ και της κινηματογραφικής μουσικής, καταφέρνει στο δεύτερο μισό της ταινίας να αποδώσει πλήρως το υπαρξιακό τέλμα του επιστημoνικού υπέυθυνου του Σχεδίου Μανχάταν για την παραγωγή της ατομικής βόμβας, Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ.
Χωρίς να δημιουργείται εδώ ακριβώς ένα προϊόν, αλλά με τη διάθεση του Nόλαν η ταινία να αποτελέσει ορόσημο στο blockbuster cinema, εισάγεται ένα πολιτικό σχόλιο με αρκετά θετικό πρόσημο. Μέσα από την πάντα ευπρόσδεκτη διάθεση του θεατή να παρακολουθήσει και να ταυτιστεί με μια τραυματισμένη διάνοια σε φρενίτιδα, δεν αποσιωπάται η πολιτική δράση του Οπενχάιμερ ούτε και οι σχέσεις του (πάντα ειρωνικά έμμεσες) με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Γίνεται ευθεία αναφορά στην προσπάθεια να δημιουργηθεί σωματείο φοιτητών και εργαζομένων) στο πανεπιστήμιο, το οποίο υποστηρίζεται από τον ίδιο, ενώ στο τέλος ακολουθεί ένα καθηλωτικό κομμάτι «αποκαθήλωσης» και τιμωρίας του Oπενχάιμερ από τις μυστικές υπηρεσίες ως κατασκόπου και συνεργάτη των Σοβιετικών.
Γνωρίζοντας και οι δυο ταινίες την επιδραστική τους ισχύ στις κατάμεστες αίθουσες στις οποίες προβάλλονται, αποτελούν σημαντικά παραδείγματα για το πώς το πολιτικό εκφράζεται στο χαοτικό πεδίο της ψυχαγωγίας αλλά και της κινηματογραφικής βιομηχανίας πιο συγκεκριμένα. Είναι ίσως κοινός τόπος ότι και οι δυο ταινίες αν και από διαφορετική αφετηρία, σε σημεία αρέσκονται σε μια απέραντη ηθικολογία, καταλήγοντας σε εύκολα μανιχαϊστικά σχήματα και φαινομενικά εύκολα συμπεράσματα. Αυτό δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο τη συμβολή τους στο εμπορικό σινεμά, πόσο μάλλον την επίδρασή τους στην μαζική κουλτούρα και το ίντερνετ.