Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η πολλαπλή κρίση και τα αδιέξοδα που πλήττουν τον καπιταλισμό σήμερα οδηγούν τα αστικά επιτελεία να απαξιώνουν τη σύγχρονη εργατική τάξη και τις επαναστατικές της δυνατότητες. Με μια σειρά κριτηρίων, επιχειρούν να την εμφανίσουν μειούμενη, συρρικνωμένη και αδύναμη. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα, παρά την αναιμική και ταυτόχρονα άκρως αντιλαϊκή ανάπτυξη που σημειώνει, επιβεβαιώνει ότι έχει πλέον απολέσει τη δυνατότητα δυναμικής ανάπτυξης άλλων ιστορικών περιόδων. Αδυνατεί να υπερκεράσει αποφασιστικά τη δομική κρίση του 2008, ενώ νέες κρίσεις τον πλήττουν ταυτόχρονα, όπως η πανδημία του Covid-19, η περιβαλλοντική και η ενεργειακή κρίση, η ακραία και επικίνδυνη όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και πολέμων. Η ανέχεια, η ανεργία, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, αποδεικνύονται πάγιο γνώρισμα για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.
Αυτή η στασιμότητα, η κρίση, τα παρακμιακά φαινόμενα, ανησυχούν την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πνευματική ηγεσία του. Αν και έχει κυριαρχήσει η ανιστόρητη άποψη ότι ο καπιταλισμός και η αστική δημοκρατία αποτελούν αιώνια πραγματικότητα, τα πολιτικά και ιδεολογικά επιτελεία της αστικής τάξης επιδιώκουν να απαξιώσουν τις επαναστατικές δυνατότητες της εργατικής τάξης ως ιδεοληψία των μαρξιστών. Σύμφωνα με τα αστικά επιτελεία, αυτή έχει συρρικνωθεί σε περιορισμένη μειοψηφία, που αδυνατεί βέβαια να επωμιστεί την αποστολή της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Η «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης, ενώ υπηρετεί και εμπνέεται από τα συμφέροντα και την ανάγκη αναπαραγωγής και διαιώνισης του καπιταλισμού, συνδέεται αντικειμενικά με τομές στη διάρθρωση και εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τις οποίες η αστική τάξη ερμηνεύει με κριτήριο το ταξικό συμφέρον της. Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, τα στρώματα πνευματικοχειρωνακτικής εργασίας που εμπλουτίζουν την εργατική τους δύναμη με υψηλότερη ειδίκευση και τεχνική κατάρτιση και τα στρώματα κυρίως διανοητικής εργασίας που έχουν δημιουργικό ρόλο στην εργασία τους, χωρίς όμως να συμμετέχουν στον έλεγχο και τη διεύθυνση των εργατών, εντάσσονται στα μεσαία στρώματα. Αυτή η θέση συνδέεται με την αντίληψη ότι στην εργατική τάξη ανήκουν μόνο οι χειρώνακτες.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική τάξη χωρίζεται σε ενεργό και εφεδρικό στρατό. Ανάλογα με τον βαθμό απορρόφησης στα κέντρα της βιομηχανίας, οι εργάτες πότε απωθούνται και πότε πάλι προσελκύονται σε μεγαλύτερο αριθμό. Αυτά τα στρώματα του εφεδρικού στρατού, η αστική στατιστική δεν τα εντάσσει στην εργατική τάξη, έστω και με ιδιόμορφη σχέση.
Άλλη βασική αντίληψη που αντιπαραθέτουν οι αστοί θεωρητικοί στη μαρξιστική αντίληψη για τις τάξεις είναι η θεωρία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, σύμφωνα με την οποία καθοριστικό κριτήριο για την κοινωνική θέση δεν είναι η σχέση με τα μέσα παραγωγής, αλλά διαφορετικά κριτήρια. Οι αντιλήψεις για τη διαστρωμάτωση χρησιμοποιούν ποικιλία κριτηρίων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το κριτήριο του επαγγέλματος. Το επάγγελμα δεν μπορεί να είναι όμως ούτε το μοναδικό ούτε το κύριο κριτήριο για την ένταξη ενός ατόμου σε μία κοινωνική τάξη.
Ο κύριος λόγος είναι ότι οι επαγγελματικές ομάδες κατά κανόνα αποτελούν διαταξικά στρώματα, που περιλαμβάνουν άτομα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όπως ο μηχανικός επιχειρηματίας, ο μηχανικός ελεύθερος επαγγελματίας (μικροαστός) και ο μισθωτός μηχανικός που ανήκει στην εργατική τάξη ή στα μισθωτά μεσαία στρώματα ανάλογα με τον ρόλο του στην παραγωγή.
Άλλα κριτήρια μη οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα είναι οι διαφορές ατομικών ικανοτήτων με κύριους εκφραστές τον Παρέτο και τον Μόσκα (θεωρίες ελιτισμού). Σύμφωνα με τον Παρέτο υπάρχουν δύο στρώματα στον πληθυσμό: Το κατώτερο, ηθικά και διανοητικά στρώμα και το ανώτερο στρώμα (ελίτ), που διαιρείται σε δύο τμήματα, την κυβερνώσα και μη κυβερνώσα ελίτ. Σύμφωνα με τον Μόσκα, σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν δύο τάξεις: Η πρώτη που μονοπωλεί την εξουσία και η δεύτερη, πολυαριθμότερη, που κυβερνάται από την πρώτη. Αντιλήψεις για κοινωνική διαστρωμάτωση με κυρίαρχες ελίτ διατύπωσαν και ο Μίχελς, ο Μπότομορ, o Μπέρνχαμ και άλλοι.
Η μεσαία τάξη παρουσιάζεται ως η πλειοψηφούσα κοινωνική ομάδα, μεταξύ των πολύ πλουσίων και των πολύ φτωχών
Ιδιαίτερα δημοφιλής στην αστική τάξη, τους πολιτικούς και τους ιδεολόγους της, είναι η θεωρία της μεσαίας τάξης. Τα κριτήρια ένταξης σε αυτήν δεν είναι σαφή και συγκεκριμένα. Βασικό κριτήριο ένταξης θεωρείται το εισόδημα, χωρίς να ορίζεται έστω κατά προσέγγιση το ύψος του. Έτσι, στις ανεπτυγμένες χώρες η μεσαία τάξη παρουσιάζεται ως η πλειοψηφούσα κοινωνική ομάδα, που κατατάσσεται μεταξύ των πολύ πλουσίων και των πολύ φτωχών. Ομοίως, και η επέκταση των μεγάλων μετοχικών εταιρειών, που προσελκύουν όλο και περισσότερους μετόχους μικροαποταμιευτές για να συμμετέχουν στα κέρδη των επιχειρήσεών τους. Έτσι, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η μεσαία τάξη διαρκώς αυξάνεται και ότι προς αυτήν την τάση κινείται η σύγχρονη κοινωνία.
Η πραγματικότητα της κρίσης που δεν πλήττει μόνο τους φτωχούς, αλλά και τους προσδιοριζόμενους ως μεσαία τάξη προκαλεί ανησυχία και σε συστημικά έντυπα όπως η Καθημερινή που προειδοποιεί (23/4/2023): «τη μεσαία τάξη και τα μάτια μας». Σύμφωνα με την εφημερίδα οι κοινωνικές διαφορές τείνουν να εξαλειφθούν, διότι στις σύγχρονες, ιδίως στις προηγμένες, κοινωνίες υπάρχει διαρκής δήθεν ανοδική κοινωνική κινητικότητα της μεσαίας τάξης, που δεν πρέπει να ανακόπτεται. Επιπλέον, η εργατική τάξη μειώνεται και με το επιχείρημα ότι η υπεραξία παράγεται από τους άμεσους παραγωγούς των εμπορευμάτων όπως οι βιομηχανικοί εργάτες, και όχι από τους εμποροϋπαλλήλους, επί παραδείγματι, καθώς οι τελευταίοι δεν παράγουν, υποτίθεται, υπεραξία. Από την εργατική τάξη αποκλείουν και τους δημόσιους υπαλλήλους που θεωρούνται ότι αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία, ενώ ανάλογα με τη θέση τους (κατώτερη, μέση, ανώτερη) διαστρωματώνονται αντίστοιχα. Τέλος, το πρεκαριάτο, το οποίο από πολλούς προβάλλεται ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία, δεν είναι κατηγορία εκτός, αλλά εντός της εργατικής τάξης. Είναι εργαζόμενοι επισφαλείς, σε αέναη μετάβαση από τη μία εργασία στην άλλη, με μισθούς πείνας, συχνά χωρίς ασφάλιση, φορείς και θύματα μιας άκρας ελαστικοποίησης της εργασίας, που προωθεί μαζικά ο σύγχρονος καπιταλισμός.Ο καπιταλισμός του 21ου αιώνα, παρά την αναιμική και ταυτόχρονα άκρως αντιλαϊκή ανάπτυξη που σημειώνει, επιβεβαιώνει ότι έχει πλέον απολέσει τη δυνατότητα δυναμικής ανάπτυξης άλλων ιστορικών περιόδων. Αδυνατεί να υπερκεράσει αποφασιστικά τη δομική κρίση του 2008, ενώ νέες κρίσεις τον πλήττουν ταυτόχρονα, όπως η πανδημία του Covid-19, η περιβαλλοντική και η ενεργειακή κρίση, η ακραία και επικίνδυνη όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και πολέμων. Η ανέχεια, η ανεργία, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, αποδεικνύονται πάγιο γνώρισμα για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.
Αυτή η στασιμότητα, η κρίση, τα παρακμιακά φαινόμενα, ανησυχούν την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πνευματική ηγεσία του. Αν και έχει κυριαρχήσει η ανιστόρητη άποψη ότι ο καπιταλισμός και η αστική δημοκρατία αποτελούν αιώνια πραγματικότητα, τα πολιτικά και ιδεολογικά επιτελεία της αστικής τάξης επιδιώκουν να απαξιώσουν τις επαναστατικές δυνατότητες της εργατικής τάξης ως ιδεοληψία των μαρξιστών. Σύμφωνα με τα αστικά επιτελεία, αυτή έχει συρρικνωθεί σε περιορισμένη μειοψηφία, που αδυνατεί βέβαια να επωμιστεί την αποστολή της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Η «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης, ενώ υπηρετεί και εμπνέεται από τα συμφέροντα και την ανάγκη αναπαραγωγής και διαιώνισης του καπιταλισμού, συνδέεται αντικειμενικά με τομές στη διάρθρωση και εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τις οποίες η αστική τάξη ερμηνεύει με κριτήριο το ταξικό συμφέρον της. Έτσι, σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, τα στρώματα πνευματικοχειρωνακτικής εργασίας που εμπλουτίζουν την εργατική τους δύναμη με υψηλότερη ειδίκευση και τεχνική κατάρτιση και τα στρώματα κυρίως διανοητικής εργασίας που έχουν δημιουργικό ρόλο στην εργασία τους, χωρίς όμως να συμμετέχουν στον έλεγχο και τη διεύθυνση των εργατών, εντάσσονται στα μεσαία στρώματα. Αυτή η θέση συνδέεται με την αντίληψη ότι στην εργατική τάξη ανήκουν μόνο οι χειρώνακτες.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική τάξη χωρίζεται σε ενεργό και εφεδρικό στρατό. Ανάλογα με τον βαθμό απορρόφησης στα κέντρα της βιομηχανίας, οι εργάτες πότε απωθούνται και πότε πάλι προσελκύονται σε μεγαλύτερο αριθμό. Αυτά τα στρώματα του εφεδρικού στρατού, η αστική στατιστική δεν τα εντάσσει στην εργατική τάξη, έστω και με ιδιόμορφη σχέση.
Άλλη βασική αντίληψη που αντιπαραθέτουν οι αστοί θεωρητικοί στη μαρξιστική αντίληψη για τις τάξεις είναι η θεωρία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, σύμφωνα με την οποία καθοριστικό κριτήριο για την κοινωνική θέση δεν είναι η σχέση με τα μέσα παραγωγής, αλλά διαφορετικά κριτήρια. Οι αντιλήψεις για τη διαστρωμάτωση χρησιμοποιούν ποικιλία κριτηρίων. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το κριτήριο του επαγγέλματος. Το επάγγελμα δεν μπορεί να είναι όμως ούτε το μοναδικό ούτε το κύριο κριτήριο για την ένταξη ενός ατόμου σε μία κοινωνική τάξη.
Ο κύριος λόγος είναι ότι οι επαγγελματικές ομάδες κατά κανόνα αποτελούν διαταξικά στρώματα, που περιλαμβάνουν άτομα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, όπως ο μηχανικός επιχειρηματίας, ο μηχανικός ελεύθερος επαγγελματίας (μικροαστός) και ο μισθωτός μηχανικός που ανήκει στην εργατική τάξη ή στα μισθωτά μεσαία στρώματα ανάλογα με τον ρόλο του στην παραγωγή.
Άλλα κριτήρια μη οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα είναι οι διαφορές ατομικών ικανοτήτων με κύριους εκφραστές τον Παρέτο και τον Μόσκα (θεωρίες ελιτισμού). Σύμφωνα με τον Παρέτο υπάρχουν δύο στρώματα στον πληθυσμό: Το κατώτερο, ηθικά και διανοητικά στρώμα και το ανώτερο στρώμα (ελίτ), που διαιρείται σε δύο τμήματα, την κυβερνώσα και μη κυβερνώσα ελίτ. Σύμφωνα με τον Μόσκα, σε όλες τις κοινωνίες υπάρχουν δύο τάξεις: Η πρώτη που μονοπωλεί την εξουσία και η δεύτερη, πολυαριθμότερη, που κυβερνάται από την πρώτη. Αντιλήψεις για κοινωνική διαστρωμάτωση με κυρίαρχες ελίτ διατύπωσαν και ο Μίχελς, ο Μπότομορ, o Μπέρνχαμ και άλλοι.
Ιδιαίτερα δημοφιλής στην αστική τάξη, τους πολιτικούς και τους ιδεολόγους της, είναι η θεωρία της μεσαίας τάξης. Τα κριτήρια ένταξης σε αυτήν δεν είναι σαφή και συγκεκριμένα. Βασικό κριτήριο ένταξης θεωρείται το εισόδημα, χωρίς να ορίζεται έστω κατά προσέγγιση το ύψος του. Έτσι, στις ανεπτυγμένες χώρες η μεσαία τάξη παρουσιάζεται ως η πλειοψηφούσα κοινωνική ομάδα, που κατατάσσεται μεταξύ των πολύ πλουσίων και των πολύ φτωχών. Ομοίως, και η επέκταση των μεγάλων μετοχικών εταιρειών, που προσελκύουν όλο και περισσότερους μετόχους μικροαποταμιευτές για να συμμετέχουν στα κέρδη των επιχειρήσεών τους. Έτσι, προβάλλεται το επιχείρημα ότι η μεσαία τάξη διαρκώς αυξάνεται και ότι προς αυτήν την τάση κινείται η σύγχρονη κοινωνία.
Η πραγματικότητα της κρίσης που δεν πλήττει μόνο τους φτωχούς, αλλά και τους προσδιοριζόμενους ως μεσαία τάξη προκαλεί ανησυχία και σε συστημικά έντυπα όπως η Καθημερινή που προειδοποιεί (23/4/2023): «τη μεσαία τάξη και τα μάτια μας». Σύμφωνα με την εφημερίδα οι κοινωνικές διαφορές τείνουν να εξαλειφθούν, διότι στις σύγχρονες, ιδίως στις προηγμένες, κοινωνίες υπάρχει διαρκής δήθεν ανοδική κοινωνική κινητικότητα της μεσαίας τάξης, που δεν πρέπει να ανακόπτεται. Επιπλέον, η εργατική τάξη μειώνεται και με το επιχείρημα ότι η υπεραξία παράγεται από τους άμεσους παραγωγούς των εμπορευμάτων όπως οι βιομηχανικοί εργάτες, και όχι από τους εμποροϋπαλλήλους, επί παραδείγματι, καθώς οι τελευταίοι δεν παράγουν, υποτίθεται, υπεραξία. Από την εργατική τάξη αποκλείουν και τους δημόσιους υπαλλήλους που θεωρούνται ότι αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία, ενώ ανάλογα με τη θέση τους (κατώτερη, μέση, ανώτερη) διαστρωματώνονται αντίστοιχα. Τέλος, το πρεκαριάτο, το οποίο από πολλούς προβάλλεται ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία, δεν είναι κατηγορία εκτός, αλλά εντός της εργατικής τάξης. Είναι εργαζόμενοι επισφαλείς, σε αέναη μετάβαση από τη μία εργασία στην άλλη, με μισθούς πείνας, συχνά χωρίς ασφάλιση, φορείς και θύματα μιας άκρας ελαστικοποίησης της εργασίας, που προωθεί μαζικά ο σύγχρονος καπιταλισμός.