του Γιώργου Μουρμούρη, αναδημοσίευση από το long-stories-short
Τελικά οι δημοσκοπήσεις έπεσαν πράγματι έξω. Όχι επειδή υποεκτίμησαν τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως υποστήριζαν προεκλογικά τα στελέχη του που έβλεπαν ότι το κόμμα της Κουμουνδούρου δεν «τραβάει». Αλλά επειδή δεν κατάφεραν να «πιάσουν» την έκταση της συντριβής μιας αξιωματικής αντιπολίτευσης που απέναντί της είχε την «χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης» – κατά την προσφιλή στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έκφραση.
Τις τελευταίες εβδομάδες, κοινή πεποίθηση για όσους-ες παρακολουθούσαμε τον προεκλογικό αγώνα στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν ότι επρόκειτο για τις πιο «βουβές» εκλογές των τελευταίων δεκαετιών. Άνθρωποι στον δρόμο, στις αγορές, στα προεκλογικά περίπτερα που δεν εκφράζονταν, ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Που έπαιρναν στα χέρια τους κείμενα διαφόρων κομμάτων και παρατάξεων, διαφορετικών μεταξύ τους, χωρίς έκπληξη, θυμό ή απορίες.
Πολλοί, μεταξύ των οποίων κι εγώ, θεωρούσαμε ότι το βουβό αυτό κύμα θα εκφραζόταν στις κάλπες με μια μεγάλη ενίσχυση του δικομματισμού, με τη ΝΔ να κόβει πρώτη το νήμα, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθεί κατά πόδας. Ήμουν βέβαιος ότι τα δύο μεγάλα κόμματα θα κέρδιζαν μια «αρνητική ψήφο», δηλαδή ψήφο αποδοκιμασίας του έτερου ισχυρού πόλου. Για να το πούμε απλά, ότι όσοι ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ θα το έκαναν για να μη βγει ο Μητσοτάκης, και όσοι στήριζαν τη Νέα Δημοκρατία θα το έκαναν για να μη βγει ο Τσίπρας.
Εν τέλει, οι εικασίες αυτές επιβεβαιώθηκαν μόνο ως προς το απρόβλεπτο της προεκλογικής «βουβαμάρας», καθώς η γενικευμένη σιωπή εκφράστηκε στο συντριπτικό 40% της Νέας Δημοκρατίας και τη διαφορά 20 μονάδων από τον ΣΥΡΙΖΑ, που κατέρρευσε όντας στην αντιπολίτευση.
Η εξέλιξη αυτή γεννά τρία ζητήματα που χρήζουν ερμηνείας:
1) Γιατί κατέρρευσε ο ΣΥΡΙΖΑ
2) Τι σημαίνει η πανηγυρική νίκη της ΝΔ
3) Τι σημαίνει ο συνδυασμός των δύο αυτών εξελίξεων για την «επόμενη ημέρα».
Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδύθηκε ορμητικά στις εκλογές του 2012, που από το «κόμμα του 4%» εκτοξεύτηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση και λίγα χρόνια αργότερα στην κυβέρνηση. Τηρουμένων των αναλογιών, η θεαματική του εκτόξευση μοιάζει με τη σημερινή θορυβώδη του πτώση: Όσο απότομα εμφανίστηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή, τόσο απότομα εξαϋλώθηκε.
Η αναλογία αυτή δεν είναι απλώς σχήμα λόγου, αλλά έκφραση μιας βαθύτερης κοινωνικής τάσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε τα «καυτά» εκείνα χρόνια των σαρωτικών ανατροπών με τα αλλεπάλληλα μνημόνια και των μεγάλων κοινωνικών αγώνων και εκρήξεων, να καρπωθεί κατά πλειοψηφία εκλογικά το ρεύμα εκείνο που ήθελε ανατροπή του εφιάλτη αλλά με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, την μικρότερη αναταραχή σε κοινωνικό και ατομικό επίπεδο.
Τάζοντας μια «ως δια μαγείας» επιστροφή στην προ του 2010 κατάσταση, ενσωματώνοντας τον μηχανισμό του καταρρέοντος ΠΑΣΟΚ και με μια εύπεπτη ρητορική που ταίριαζε στην εποχή, στις εκλογές του 2015 επικράτησε πανηγυρικά της Νέας Δημοκρατίας και σχημάτισε συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Μετά από έξι ταραγμένους μήνες, κέρδισε εξίσου πανηγυρικά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015 καθώς και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Έκτοτε, από το 2016 έως και σήμερα, δεν κατάφερε ούτε να κερδίσει κάποια εκλογική μάχη, αλλά ούτε και να προηγηθεί στις δημοσκοπήσεις.
Ξαφνικά, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε γίνει περιττός: Περιττός στους ανθρώπους που τον στήριξαν για να επιστρέψουν σε μια εποχή που ζούσαν καλύτερα, και η περιπέτεια κατέληξε σε μια θεαματική προδοσία (εντός ή εκτός εισαγωγικών), με συνέχιση αλλά και εμβάθυνση των μνημονιακών πολιτικών. Περιττός και για τα κοινωνικά στρώματα που τάσσονταν υπέρ των καπιταλιστικών – νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων, και – παρά την αδιαμφισβήτητη ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ από το 2016 ως το 2019 να περνά εφιαλτικά μέτρα λιτότητας χωρίς να ανοίγει μύτη – έβλεπαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη το ιδανικό πρόσωπο για την προώθηση της πολιτικής της αρεσκείας τους, χωρίς κλαψουρίσματα και φιλολαϊκούς (λαϊκιστικούς κατά την οπτική αυτών των στρωμάτων) βερμπαλισμούς.
Η πραγματικότητα αυτή εκδηλώθηκε στις εκλογές του 2019, με τη συντριπτική νίκη της Νέας Δημοκρατίας – που είχε ήδη επικρατήσει στις τοπικές εκλογές και τις ευρωεκλογές. Επιβεβαιώθηκε, ακόμα πιο πανηγυρικά, στις εκλογές της 21ης Μαΐου: Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθούσε να είναι απλώς περιττός σε ένα περιβάλλον εμπεδωμένης κυριαρχίας του πιο ακραίου, νεοφιλελεύθερου δόγματος – το οποίο ασπάστηκε και υπηρέτησε και ο ίδιος ως κυβέρνηση. Περιττός, αυτή τη φορά, για όσους μέσα στην ανάπτυξη-φούσκα του real estate, του τουρισμού της αρπαχτής και μιας Ελλάδας – μεγάλης «Μυκόνου», είδαν το εισόδημά τους να αυξάνεται μετά από δέκα χρόνια συντριπτικής ανέχειας. Για όσους με τις κρατικές επιδοτήσεις κατάφεραν κουτσά – στραβά να βγάλουν την πανδημία και την ενεργειακή κρίση – και πολύ περισσότερο για εκτεταμένα μεσαία στρώματα που, κατά την ίδια περίοδο, έλαβαν πακτωλούς επιχορηγήσεων χωρίς να τηρούνται καν κάποια προσχήματα.
Περιττός όμως και για όσους μέσα στην πανδημία ασφυκτιούσαν από τη δυστοπία της καταστολής, των SMS και των χιλιάδων νεκρών, και από τον ΣΥΡΙΖΑ άκουγαν ότι πρέπει να περιμένουν για να «λογαριαστούν μετά». Περιττός για όσους αντιπάλεψαν την κρατική καταστολή, αλλά δεν ξέχασαν ποτέ το ξύλο που είχαν φάει επί ΣΥΡΙΖΑ. Περιττός για όσους είδαν την αντεργατική πολιτική της ΝΔ ως συνέχεια, ως οικοδόμηση πάνω στα θεμέλια που είχε στρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Περιττός για όσους βρέθηκαν κόντρα στη μηχανή εξόντωσης προσφύγων σε Έβρο και Αιγαίο, για να ακούν από τον ΣΥΡΙΖΑ ύμνους στον φράχτη και εξαγγελίες για νέες Μανωλάδες ως μόνο τρόπο ενσωμάτωσης προσφύγων και μεταναστών. Περιττός για όσους έφριξαν με την καταστροφή της Εύβοιας, αλλά δεν ξέχασαν τους 100 νεκρούς στο Μάτι. Περιττός για όσους είδαν με τραγικό τρόπο στα Τέμπη τι σημαίνουν οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά δεν ξέχασαν ότι την ΤΡΑΙΝΟΣΕ την ιδιωτικοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μένοντας χωρίς «ζωτικό χώρο», ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταδικασμένος να συρρικνωθεί. Αυτό που πολλοί – και προφανώς και οι δημοσκοπήσεις – δεν εκτίμησαν, ήταν το μέγεθος που θα λάμβανε αυτή η συρρίκνωση – ότι δηλαδή θα μετατρεπόταν σε κατάρρευση. Προφανώς πολλοί, ακόμα και την τελευταία στιγμή – θεώρησαν τη Νέα Δημοκρατία ως «μικρότερο κακό», αντιστρέφοντας την εκτίμηση ότι το ίδιο κοινό με «βαριά καρδιά» θα ψήφιζε Τσίπρα για να φύγει ο Μητσοτάκης. Οι δηλώσεις Κατρούγκαλου περί αύξησης της φορολογίας στα μεσοστρώματα ίσως να έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι φανταζόμασταν, ξύνοντας μια παλιά πληγή.
Η ψήφος στη ΝΔ
Η ψήφος στη Νέα Δημοκρατία δεν αποτελεί στο σύνολό της, κατά τη γνώμη μου, επιβράβευση της πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Παρά το συντριπτικό ποσοστό και τη συγκράτηση δυνάμεων σε σχέση με το 2019, η θεαματική διαφορά οφείλεται κυρίως στην απέχθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ παρά στην ενεργητική προτίμηση της Νέας Δημοκρατίας.
Βεβαίως, ακόμα και μια «αρνητική» ψήφος σε ένα κόμμα που βαρύνεται με σκάνδαλα όπως αυτό των υποκλοπών, καταστολή, βιομηχανία επαναπροωθήσεων προσφύγων, διαλυμένη υγεία και τα Τέμπη, δείχνει κάτι περισσότερο από το «ας βγουν αυτοί για να μη βγουν οι άλλοι». Δείχνει ότι ο συντηρητισμός και η ιδιώτευση έχουν εισχωρήσει βαθιά στο μεδούλι εκτεταμένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ότι πολλοί χαίρονται και επιδοκιμάζουν πολιτικές παραβίασης στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, αν αυτό τους εξασφαλίζει «πέντε δεκάρες παραπάνω» στην τσέπη. Ότι, σε μια εποχή διεθνών αναταράξεων, ενισχύεται η συσπείρωση γύρω από πολιτικούς αρχηγούς που φιλοτεχνούν για τον εαυτό τους το προφίλ του σκληρού και αποφασιστικού ηγέτη, που δεν φοβάται να «σπάσει αυγά» – κάτι που φάνηκε και στην Τουρκία με την σαρωτική νίκη Ερντογάν.
Ότι, αφού δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, ας αναλάβει τη διαχείριση της ζούγκλας αυτός που ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού. Δείχνει, τέλος, μια γενικευμένη, φασίζουσα στην ουσία της, λογική, ότι η ζούγκλα είναι ενδιαφέρουσα εάν είσαι αρκετά ισχυρός για να επικρατήσεις στο εσωτερικό της. Ότι προσφέρει ευκαιρίες ανέλιξης αν παίξεις με τους κανόνες της, αν είσαι κυνικός, αν πατήσεις επί πτωμάτων. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό που εκφράστηκε σε αυτές τις εκλογές.
Η επόμενη μέρα
Ωστόσο, παρά τα παραπάνω, εξακολουθώ να θεωρώ ότι η ψήφος στη ΝΔ ήταν κατά βάση «αρνητική». Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο επόμενο διάστημα, που το «πάρτι» των επιδομάτων και επιδοτήσεων τελειώνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και η Κομισιόν κραδαίνει ήδη το μαστίγιο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπου η εποχή των διαφόρων «pass» θα μοιάζει με το ΠΑΣΟΚ του ΄80, όπου μια τα πλεονάσματα, μια το Ταμείο Ανάκαμψης, μια ο βαρύς «λογαριασμός» των εξοπλισμών, μια το τσουνάμι πλειστηριασμών, μια η «ανάγκη» επίτευξης επενδυτικής βαθμίδας θα δημιουργούν διαρκώς ένα καυτό κοινωνικό σκηνικό, το ρήγμα που φάνηκε πως έχει διαμορφωθεί στην ελληνική κοινωνία τις ημέρες των Τεμπών, θα έρθει ξανά στην επιφάνεια. Το πόσο βαθύ θα αποδειχτεί, θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες – και φυσικά από την (προβλεπόμενη) αλαζωνεία που θα επιδείξει μια πιθανώς αυτοδύναμη κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας.
Η εποχή του κυνισμού είναι εδώ, βαθιά εδραιωμένη. Δημιούργημα κατά βάση του ΣΥΡΙΖΑ που έκλεισε το κύκλο του ονείρου της περιόδου 2010-2015 (ή πιο διευρυμένα, της δεκαετίας 2008-2018), και κατόπιν έπεσε θύμα του ίδιου του του δημιουργήματος.
Όμως εποχή του κυνισμού σημαίνει ότι στο ρεπερτόριο της καθημερινής ζωής ξαναμπαίνουν οι εκρήξεις, οι απρόβλεπτες στροφές, η καταιγίδα μετά από εκκωφαντική σιωπή – και μετά ξανά ηρεμία. Εκρήξεις αντίστοιχες με αυτές των Τεμπών είναι ζήτημα χρόνου να προκύψουν ξανά – ας ελπίσουμε όχι επ’ αφορμή κάποιων άλλων νεκρών. Το ζήτημα είναι όχι αν θα υπάρξουν, αλλά πώς οι «σεισμοί που μέλλονται για να ρθουν» θα αποκτήσουν τη δική τους φωνή, πιο σκληρή ίσως, αλλά χωρίς τη βιομηχανία αυταπατών «από τη γραμμή παραγωγής» του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κόσμος βαρέθηκε τις φρούδες ελπίδες.