Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η αποχή από τις εκλογές εκφράζει τη δυσαρέσκεια από την όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων στον σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά και την απογοήτευση όχι μόνο από τις επαγγελίες των αστικών κομμάτων αλλά και των κομμάτων της αριστεράς. Ωστόσο, η μοιρολατρία δεν είναι πραγματική αντισυστημική στάση.
Ενδημικό πολιτικό φαινόμενο στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες αποτελεί η μαζική αποχή των πολιτών από τις εκλογές. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, ο δημοκρατικός και αντιπροσωπευτικός δήθεν χαρακτήρας της αστικής κυβέρνησης που σχηματίζεται αμφισβητείται ζωηρά, εξ αυτού του λόγου αλλά και από άλλες αντιδημοκρατικές διαδικασίες που συνοδεύουν τις αστικοδημοκρατικές εκλογές, όπως: Τα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα, η άκρως άνιση προβολή απ’ τα ΜΜΕ της αστικής άποψης και η περιθωριοποίηση της ριζοσπαστικής, τα στημένα γκάλοπ, η χυδαία παροχολογία και ρουσφετολογία ακόμα και στο παρά πέντε των εκλογών…
Οι πολίτες που απέχουν από τις εκλογές είναι απογοητευμένοι από την αναπαραγωγή και όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων, απ’ τις μεγαλόστομες επαγγελίες των αστικών κομμάτων που αποδεικνύονται έπεα πτερόεντα, απ’ τη μεγαλόστομη ρητορική, ακόμη και «αριστερής» απόχρωσης, που αποδεικνύεται εξίσου συστημική με κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις που κατακεραυνώνει.
Αυτοί οι πολίτες ημισυνειδητά ή και συνειδητά είναι ριζικά απογοητευμένοι απ’ το σύστημα, ωστόσο θεωρούν ότι η πολιτική υπέρ των ισχυρών και εις βάρος των αδυνάτων θα αναπαράγεται εσαεί. Αυτή η μοιρολατρική αντίληψη τους αποστασιοποιεί απ’ την πολιτική δράση και φυσικά απ’ τις εκλογές. Ακόμη κι αν συμπαθούν τις θέσεις και τη δράση αριστερών κομμάτων, θεωρούν ματαιοπονία τη δράση τους ενάντια στο σύστημα, γι’αυτό υιοθετούν μια στάση ουδετερότητας και αποχής.
Αυτές οι κατηγορίες πολιτών, που ο αριθμός τους τείνει να αυξάνεται, αν και είναι αντίπαλοι του συστήματος, αποσύρονται από την πολιτική δράση εναντίον του, συμβάλλοντας έτσι αντικειμενικά στην αναπαραγωγή του. Μία μικρότερη μερίδα των πολιτών που απαξιώνουν τις εκλογές και απέχουν απ’ αυτές, είναι κοινωνικά και πολιτικά ενεργοί. Πρεσβεύουν όμως ότι τα προβλήματα λύνονται άμεσα με τους μαζικούς αγώνες και όχι με τις εκλογές. Ορισμένα ρεύματα, ιδίως στο χώρο της αναρχίας, διακηρύσσουν ότι τα προβλήματα λύνονται μόνο με εξεγερτικές δράσεις και οριστικά με την κατάργηση του καπιταλισμού και του κράτους γενικά.
Η κοινωνική βάση του καπιταλιστικού συστήματος αντικειμενικά περιλαμβάνει τους αστούς και τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Απ’ τους μικροαστούς, την αγροτιά και την εργατική τάξη, ένα τμήμα, ανάλογα και με τις ιστορικές συνθήκες, θεωρούν «φυσικά» το καπιταλιστικό σύστημα και το κράτος του. Οι πολίτες όμως απ’ αυτά τα στρώματα δεν είναι συνειδητοί, με την ιδεολογικοπολιτική έννοια, θιασώτες του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στηρίζουν το σύστημα και ψηφίζουν τα κόμματά του, προσδοκώντας ότι κάποιο αστικό κόμμα θα ικανοποιήσει κάποια ζωτικά αιτήματά τους. Πέραν αυτών, αντικειμενικά υποστηρικτικό για το σύστημα είναι και το μεγάλο ποσοστό των απογοητευμένων απ’το καπιταλιστικό σύστημα, που απέχει από τις εκλογές ή και γενικότερα απ’ την πολιτική δράση κατά του συστήματος, θεωρώντας την ματαιοπονία.
Έτσι, αν και οι συνειδητοί θιασώτες του καπιταλισμού δεν είναι μεγάλου αριθμού, η υποστηρικτική όμως κοινωνική και πολιτική βάση του είναι πλειοψηφική στην κοινωνία χάρη στις αυταπάτες αυτών που πιστεύουν ότι κάποιο αστικό κόμμα θα εξασφαλίσει λύσεις στην κοινωνία, αλλά και χάρη στην απόσυρση από τις εκλογές ή και γενικότερα από τις πολιτικές μάχες ενός μεγάλου αριθμού πολιτών που είναι απογοητευμένοι απ’ το οικονομικό και πολιτικό σύστημα του καπιταλισμού.
Ο Λένιν σε συνθήκες άγριου απολυταρχισμού, σε διαπάλη με τους αναρχικούς, τασσόταν υπέρ της συμμετοχής των Μπολσεβίκων στις εκλογές
Ο Λένιν σε συνθήκες άγριου απολυταρχισμού, στη διαπάλη με τους αναρχικούς που θεωρούσαν τη συμμετοχή στις εκλογές μικροαστική αυταπάτη, τασσόταν υπέρ της συμμετοχής των Μπολσεβίκων στις εκλογές, θεωρώντας τες μορφές πάλης, που εξασφάλιζαν την ευρεία διάδοση των ριζοσπαστικών ιδεών και προτάσεων για τα κοινωνικά προβλήματα και την κοινωνική ανατροπή. Τα διδάγματα του Λένιν διατηρούν ακέραια την επικαιρότητά τους στην εποχή μας.
Στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, οι εκλογές δεν αντιμετωπίζουν τα λαϊκά προβλήματα ούτε οδηγούν στο σοσιαλισμό, όπως πρεσβεύουν ορισμένα ρεφορμιστικά ρεύματα. Περιλαμβάνονται όμως στους μετρημένους στα δάχτυλα αστικούς θεσμούς, που προσφέρουν στο κίνημα κάποια δυνατότητα για την προβολή των ιδεών και του προγράμματός του, αλλά και για την εκλογή βουλευτών, που αξιοποιούν τους αστικούς θεσμούς, για να προβάλλουν τα λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, η αποχή από τις εκλογές μεγάλου αριθμού πολιτών, που αντικειμενικά είναι αντισυστημικοί, λόγω της βαθιάς απογοήτευσής τους από την αβελτηρία του, είναι τυπικά αντισυστημική στάση, στην πράξη όμως εξυπηρετεί το σύστημα, αφού το απαλλάσσει από δυνάμει εχθρούς του, υποβοηθώντας ακούσια την εξασφάλιση της ηγεμονίας και της αναπαραγωγής του συστήματος. Η μεταμόρφωση αυτών των δυνάμει εχθρών του συστήματος σε ενεργούς αγωνιστές, η στήριξη ή και η ένταξη στην επαναστατική αριστερά, διευκολύνει τα μάλα τις λαϊκές διεκδικήσεις για τα τρέχοντα ζητήματα, αλλά και για την ανατροπή της κοινωνίας, την οποία η πλειοψηφία των απεχόντων από τις εκλογές αποδοκιμάζει και απαξιώνει.
Στις τρέχουσες εκλογές είναι δραματικά αναγκαία η καταψήφιση των αστικών κομμάτων από τις μάζες, που είναι απογοητευμένες απ’ το σύστημα και τα κόμματα που το διαχειρίζονται. Γιατί παρά τις παχυλές υποσχέσεις των αστικών κομμάτων, απ’ το 2024, θα τερματιστεί η σχετική δημοσιονομική χαλάρωση και θα εγκαινιαστεί νέος κύκλος οδυνηρής λιτότητας. Παρά τις θριαμβολογίες του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ για το «νοικοκύρεμα» της οικονομίας, την αποτίναξη των μνημονίων και τη δήθεν βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που το κάθε κόμμα τη θεωρεί δικό του επίτευγμα, η αλήθεια είναι διαμετρικά αντίθετη: Για ένα μεγάλο κομμάτι εργαζόμενων και φτωχών το μηνιαίο εισόδημά τους αρκεί μόλις για 15-20 ημέρες, η ανεργία –με διάφορες μορφές– είναι εδώ, το χρέος εκτινάχθηκε από τα 350 στα 400 δισ. ευρώ, ενώ τα μνημόνια –από τα οποία υποτίθεται ότι απελευθερωθήκαμε– είναι εδώ μέχρι το 2060, αφού η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τηρεί βέβαια η κυβέρνηση της ΝΔ, υποχρεώνει κατ’ έτος το ελληνικό κράτος να εξασφαλίζει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5%-3%, μέχρι να εξοφλήσει τους δανειστές της χώρας.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 20-05-2023