Σταύρος Μαυρουδέας, Θανάσης Χατζηραφαηλίδης
Τις προηγούμενες ημέρες άνοιξε στην προεκλογική αντιπαράθεση, με τη συνήθη ελαφρότητα και δημαγωγία, η συζήτηση γύρω από τις τράπεζες και το σχέδιο “Δήμητρα” του Γ. Βαρουφάκη και του ΜέΡΑ25. Σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας οι Στ. Μαυρουδέας και Θ. Χατζηραφαηλίδης προχώρησαν σε μια εμπεριστατωμένη κριτική των προτάσεων του Γ. Βαρουφάκη, από μαρξιστική σκοπιά.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι από επιστημονικής πλευράς, οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο «Let the Banks Burn» όπως και οι αντίστοιχες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αποτελούν ένα μείγμα αστικών-συστημικών θεωριών, με κυρίαρχη τη Νέα Κεϋνσιανή αντίληψη (δεξιός Κεϋνσιανισμός), αλλά και με έντονα τα στοιχεία τόσο της Νεοκλασικής, όσο και της Αυστριακής οικονομικής σκέψης, ειδικά σε επιμέρους σημεία. Το γενικό πνεύμα του άρθρου, είναι ότι οι εύρυθμες αγορές μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό, αρκεί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη λειτουργία τους διάφορες στρεβλώσεις, όπως είναι οι ταξικά μεροληπτικές ρυθμιστικές αρχές, ή οι άπληστες και διεφθαρμένες ιδιωτικές τράπεζες. Για να αποφευχθούν αυτά τα εμπόδια, προτείνεται η δημιουργία ενός δήθεν φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος με σπονδυλική στήλη την Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα συνυπάρχει αρμονικά με τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν τα εξής. Εύρυθμες αγορές με κερδισμένες και τις δύο τάξεις της κοινωνίας δεν υπήρξαν και δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ. Στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, οι τράπεζες θα αποτελούν πάντα καπιταλιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, ενώ η Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων τους. Συνεπώς, το βασικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς τη βέλτιστη μορφή τραπεζικής διαχείρισης μέσα στον καπιταλισμό, αλλά το να επιλέξει αν θα πρέπει να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στις τράπεζες ή αν θα πρέπει οι τελευταίες να βρίσκονται κάτω από κοινωνικό έλεγχο, κάτι που φυσικά προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας.
Το τελευταίο όμως δεν είναι υπόθεση που αφορά συστημικούς διάττοντες αστέρες σαν τον Βαρουφάκη ούτε τους πολιτικά πειναλέοντες ψευδο-αριστερούς συνοδοιπόρους του. Αυτή είναι υπόθεση του κόσμου της εργασίας και της ανατρεπτικής Αριστεράς (δηλαδή της μόνης Αριστεράς που είναι άξια του ονόματος της).
Παραθέτουμε ολόκληρο το πολύ ενδιαφέρον άρθρο:
Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ και οι οικονομικές και πολιτικές αλχημείες του Γ. Βαρουφάκη
Σταύρος Μαυρουδέας* & Θανάσης Χατζηραφαηλίδης**
*καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Κοινων. Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
** υποψ. διδάκτορας, Τμήμα Οικονομικών, ΕΚΠΑ
-
Μιντιακοί «σωτήρες» σε καιρούς κρίσης
Σε καιρούς κρίσης είναι συχνό το φαινόμενο εμφάνισης «σωτήρων» που υπόσχονται στις χειμαζόμενες λαϊκές μάζες την σωτηρία μέσω ευφάνταστων σχεδίων που θα μεταρρυθμίσουν το σύστημα και θα καλυτερέψουν την άσχημη θέση τους. Πίσω από τις φωνακλάδικες «αντι-συστημικές» διατυπώσεις τους κρύβονται περισσότερο ή λιγότερο προφανείς συμβιβασμοί με το σύστημα. Ανακατεύουν ριζοσπαστικές με συντηρητικές αντιλήψεις, επιστήμη με φαντασία και εφευρίσκουν διάφορες «μαγικές» λύσεις που είναι μη-ρεαλιστικές και δεν θίγουν τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Συσπειρώσουν συνήθως μεσοαστικά και μικροαστικά στρώματα που φοβούνται την πληβειοποίηση τους από το κεφάλαιο αλλά και τρέμουν στο να συγκρουστούν μαζί του και ταυτόχρονα επιδιώκουν να ηγεμονεύσουν επάνω στον κόσμο της εργασίας εμποδίζοντας τον να κινηθεί σε πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Εάν το κατορθώσουν τότε το εξαργυρώσουν στο κεφάλαιο με αντάλλαγμα την αποφυγή της πληβειοποίησης τους.
Ένα κλασικό παράδειγμα από την ιστορική διαδρομή του Marxισμού είναι η αντιπαράθεση του Κ. Marx και του F. Engels με τις αναρχο-φιλελεύθερες παλινωδίες του P. Proudhon. Δεν είναι περίεργο ότι ανάμεσα στις τελευταίες συγκαταλέγονταν και σενάρια για δημόσιες τράπεζες και πιστωτικούς συνεταιρισμούς με μηδενικά επιτόκια. Το ζήτημα του χρηματοπιστωτικού συστήματος έχει σχεδόν πάντα εξέχουσα θέση σε μεγαλόστομα ψευδο-αντισυστημικά σχέδια. Τα στρώματα της μικρής επιχειρηματικότητας τρέμουν πάντα – ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης – την προνομιούχα σχέση του μεγάλου κεφαλαίου με το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που μεταφράζεται στην δική τους αδυναμία. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία των «τραπεζιτών» (μαζί με βολικούς ρατσιστικούς προσδιορισμούς) είναι σχεδόν πάντα βασικό εργαλείο πρωτο-φασιστικών μορφωμάτων. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο καθώς και η μικρή επιχειρηματικότητα εκμεταλλεύεται την εργασία* και μάλιστα συχνά πιο άγρια από την μεγάλη. Όμως, η καταγγελία των «τραπεζιτών» δένει και με το μεταρρυθμιστικό σχέδιο του Κεϋνσιανισμού που επαγγέλλεται τον περιορισμό τους προς όφελος των βιομηχανικών καπιταλιστών. Φυσικά, και στην περίπτωση αυτή, η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μένει στο απυρόβλητο και απλά αναζητείται ένας «ανθρώπινος» καπιταλισμός.
Ο Γ. Βαρουφάκης και το προσωποπαγές πολιτικό μόρφωμα του αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα σύγχρονου ψευδο-αντισυστημικού σωτήρα. Μάλιστα μέσα στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο κατόρθωσε να βρεθεί στο επίκεντρο της καθ’ όλα φαιδρής επίσημης συζήτησης με το περιβόητο σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ. Σ’ αυτό φυσικά τον βοήθησαν τα ίδια τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που, ενώ θάβουν στη σιωπή τις πραγματικά ανατρεπτικές πολιτικές και οικονομικές απόψεις, φρόντισαν να του κάνουν την καλύτερη «αρνητική» διαφήμιση.
Το ίδιο το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ είναι ένα συμπίλημα προτάσεων χωρίς καμία ουσιαστική συνοχή, ένα προεκλογικό πυροτέχνημα προς άγρα ψήφων και μόνο. Όμως, παρόλα αυτά, αξίζει να αναλυθούν οι πολιτικο-οικονομικές διαστάσεις του για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί αποτελούν μάλλον επαναλαμβανόμενους άξονες υποτιθέμενα «ριζοσπαστικών» ονειροφαντασιών. Και, δεύτερον, γιατί οι μαρξιστές οφείλουν να διερευνούν σε βάθος ακόμη και τις πιο φαιδρές προτάσεις στο βαθμό που αυτές έχουν επιδράσεις στην πάλη των τάξεων. Στόχος τους, φυσικά, δεν είναι η συμμετοχή στην επίσημη συζήτηση όπου συστημικοί καμποτίνοι ευτελίζουν κάθε ουσιαστικό ζήτημα. Στόχος των μαρξιστών οφείλει να είναι η ουσιαστική συζήτηση με τον «κάτω κόσμο» της εργασίας, της διανόησης και της νεολαίας που διψά για πραγματικές απαντήσεις σε φλέγοντα προβλήματα.
Με αυτή την λογική, στο κείμενο αυτό θα αναλυθούν (α) οι θεωρητικές ορίζουσες των προτάσεων Βαρουφάκη και (β) η πρακτική διάσταση του σχεδίου ΔΗΜΗΤΡΑ.
2. Εδώ ο παπάς, εκεί ο παπάς …
ή αλλιώς το κυνήγι της θεωρητικής ανάλυσης στο Βαρουφάκειο πόνημα
Από πρώτη άποψη είναι όντως δύσκολο να εντοπιστεί μία συνεκτική αναλυτική βάση πίσω από τα εκάστοτε Βαρουφάκεια πονήματα. Είναι πάντα μηντιακά πυροτεχνήματα με ψήγματα επιστημονικών εννοιών συνήθως ατάκτως ερριμένων. Σε όλα βέβαια υφέρπει μία Κεϋνσιανή αντίληψη που, όμως, συχνά προσμηγνύεται με ετερόκλητα διαφημιστικά επιχειρήματα.
Όσον αφορά το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ, μία ιδέα για τις όποιες θεωρητικές ορίζουσες του δίνεται από το άρθρο Βαρουφάκη «Let the Banks Burn» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Project Syndicate. Στο κείμενο αυτό ο Βαρουφάκης επέρριψε στις ρυθμιστικές αρχές τις ευθύνες για τις πρόσφατες τραπεζικές αναταράξεις, σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές απόψεις που επικρίνουν την απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα, τις κατηγορεί ότι «δηλητηρίασαν τα λεφτά της Δύσης». Ειρήσθω εν παρόδω, ότι οι πιο σκληρές Νεοφιλελεύθερες απόψεις υποστηρίζουν κάτι παρόμοιο απαιτώντας – ήδη από την κρίση του 2007/8 – να αφήνονται οι τράπεζες να χρεωκοπήσουν.
Ο Βαρουφάκης ξεκινά το άρθρο του τονίζοντας ότι η σημερινή τραπεζική κρίση διαφέρει από εκείνην που έλαβε χώρα το 2007/8 στο εξής. Ενώ η δεύτερη ήταν αποτέλεσμα της απληστίας διαπλεκόμενων τραπεζών και οίκων αξιολόγησης που λειτουργούσαν κερδοσκοπικά και δεν συμμορφώθηκαν με τους κανονισμούς, η πρώτη οφείλεται στην φιλοτραπεζική κρατική πολιτική δύο ταχυτήτων που εφαρμόστηκε από το 2008 και έπειτα, η οποία με το ένα χέρι παρείχε φτηνό χρήμα στους τραπεζίτες, ενώ με το άλλο χέρι επέβαλε σκληρή λιτότητα στους πολλούς. Σαν λύση προτείνει «να τιναχθεί στον αέρα» το τρέχον εκμεταλλευτικό τραπεζικό σύστημα και να αντικατασταθεί από ένα υγιές, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει δεσπόζοντα ρόλο.
Τρία βασικά ζητήματα προκύπτουν από την ανάλυση(;) αυτή.
Πρώτον, ο Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι οι τρέχουσες αναταράξεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι καθαρά νομισματικό φαινόμενο και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική συσσώρευση. Πρόκειται για μία επιπόλαιη άποψη που συμβαδίζει ρητά με την θεωρία της χρηματιστικοποίησης. Η τελευταία υποστηρίζει ότι πλέον υπάρχει ένας νέος καπιταλισμός όπου κυριαρχεί το χρηματικό κεφάλαιο, ενώ στον παλιό κυριαρχούσε το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σ’ αυτό το νέο καπιταλισμό το χρηματικό κεφάλαιο δεν αντλεί κέρδη μόνο μέσω της αναδιανομής της υπεραξίας (που υπεξαιρεί το βιομηχανικό κεφάλαιο από την εργασία). Αλλά, επιπρόσθετα και πιο σημαντικά, εκμεταλλεύεται τοκογλυφικά την κοινωνία συνολικά (δηλαδή τόσο την εργασία όσο και τις άλλες μερίδες του κεφαλαίου). Συνεπώς, σαν διαδικασία εκμετάλλευσης η υπεξαίρεση υπεραξίας περνά σε δεύτερη μοίρα και τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει η τοκογλυφία. Με βάση αυτή την εσφαλμένη θεωρία της χρηματιστικοποίησης το βασικό πρόβλημα στο «νέο» καπιταλισμό δεν είναι η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο αλλά η εκμετάλλευση «όλων» (!!!) – κατά τον συνοδοιπόρο του Βαρουφάκη Κ. Λαπαβίτσα – από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Δεύτερον, στην ανάλυση αυτή ο «νέος» καπιταλισμός αποτελείται από τρεις τάξεις (τραπεζίτες, βιομήχανοι, εργάτες) αντί για δύο (καπιταλιστές, εργάτες). Αυτή η άρρητη ταξική ανάλυση συμπίπτει με την άρρητη ταξική ανάλυση του Keynes και φυσικά απέχει δραματικά τόσο από τον Μαρξισμό όσο και από την καπιταλιστική πραγματικότητα. Για τον Keynes ο καπιταλισμός κινδυνεύει από την ενίσχυση των τραπεζιτών που δεν κάνουν παραγωγικές επενδύσεις και επιπλέον στερούν πόρους από τους βιομηχάνους. Οι εργάτες το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να βοηθήσουν τους βιομήχανους στο να περιορίσουν τους τραπεζίτες. Μόνο έτσι μπορούν να ελπίζουν σε καλύτερους μισθούς. Χαρακτηριστικά, ο Γ. Βαρουφάκης υποστηρίζει ότι η τάξη των «πιστωτών και των τραπεζών» σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό συνολικά της κοινωνίας.
Τρίτον, ο Βαρουφάκης θίγει – en passant ως συνήθως – το ζήτημα της θεωρίας του επιτοκίου. Υποστηρίζει ότι οι κεντρικές τράπεζες με τις πολιτικές τους «κατέστησαν πλέον αδύνατη την επικράτηση ενός ενιαίου ονομαστικού επιτοκίου ισορροπίας που θα εξασφάλιζε την ισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά χρήματος και θα απέτρεπε τις τραπεζικές χρεοκοπίες».
Στα πρώτα δύο ζητήματα έχει γίνει ήδη αναφορά σε προηγούμενο άρθρο («Να καταστρέψουμε την δημιουργική ασάφεια για να μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο» – ΠΡΙΝ 8-4-2023). Παρακάτω θα ασχοληθούμε με το τρίτο ζήτημα (δηλαδή την θεωρία του επιτοκίου) και θα δείξουμε τις αναλυτικές αλχημείες του Βαρουφάκη.
Θεωρίες επιτοκίου
Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις για το επιτόκιο. Θα ξεκινήσουμε με τις δύο σημαντικότερες αστικές θεωρίες επιτοκίου και στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε ξέχωρα από αυτές τη σχετική θεωρία του Marx. Όπως θα τεκμηριωθεί παρακάτω, πρόκειται για μια διάκριση που δεν γίνεται απλά για λόγους παρουσίασης, αλλά για λόγους επιστημονικής ουσίας.
Η πρώτη εκ των δύο βασικών αστικών θεωριών για το επιτόκιο, είναι η Νεοκλασική Θεωρία των Δανειακών Χρηματικών Κεφαλαίων ή Loanable Funds Theory (LFT). Η κεντρική της ιδέα περιστρέφεται γύρω από την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου στην οικονομία, με το οποίο εξισώνεται αργά ή γρήγορα το επιτόκιο της αγοράς. Το βάρος της προσαρμογής «πέφτει» στο δεύτερο κάθε φορά που οι αποταμιεύσεις αποκλίνουν από τις επενδύσεις. Πιο αναλυτικά, όταν οι επενδύσεις υπερβαίνουν τις αποταμιεύσεις και το επιτόκιο της αγοράς είναι χαμηλότερο από το φυσικό επιτόκιο, τότε το πρώτο αυξάνεται μέχρι να εξισωθεί με το δεύτερο, επιφέροντας παράλληλα και την εξίσωση των αποταμιεύσεων με τις επενδύσεις. Ο αντίστροφος μηχανισμός προσαρμογής λαμβάνει χώρα όταν οι επενδύσεις υπολείπονται των αποταμιεύσεων, ώστε στο τέλος η οικονομία να καταλήγει πάντα στην ισορροπία.
Όμως από τι καθορίζεται το φυσικό επιτόκιο στην LFT; Στα νεοκλασικά οικονομικά το επιτόκιο ορίζεται ως η αμοιβή για την αποχή από την κατανάλωση και αποτελεί μία πραγματική μεταβλητή. Ταυτόχρονα, γίνεται αντιληπτό ως απόδοση, η οποία μάλιστα δεν διαφέρει σε τίποτα από τις υπόλοιπες αποδόσεις της αγοράς. Συνεπώς, προκύπτει ότι το φυσικό επιτόκιο καθορίζεται από τις πραγματικές δυνάμεις της οικονομίας και συγκεκριμένα από τη νεοκλασική Οριακή Αποδοτικότητα του Κεφαλαίου (ΟΑΚ). Επί προσθέτως, το πρώτο εξισώνεται με την δεύτερη, καθώς στη Νεοκλασική θεωρία του τέλειου ανταγωνισμού, όλες οι αποδόσεις της αγοράς θεωρούνται ίσες. Ορισμένες εκδοχές των νεοκλασικών οικονομικών διατείνονται ότι αυτή η εξίσωση επιτυγχάνεται μόνο μακροχρόνια (Νόμος του Walras), ενώ κάποιες πιο δογματικές εκδοχές τους, υποστηρίζουν ότι λαμβάνει χώρα ανεξαρτήτως χρονικού ορίζοντα (Νόμος του Say).
Η δεύτερη αστική θεωρία επιτοκίου διατυπώθηκε από τον Keynes, ο οποίος όρισε το επιτόκιο ως την αμοιβή για την αποχή των ατόμων από τη ρευστότητα (και όχι από την κατανάλωση). Έπειτα, υποστήριξε ότι το επιτόκιο είναι μια νομισματική (και όχι πραγματική) μεταβλητή που καθορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστό. Αν και κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες ενστάσεις σχετικά με την εξωγένεια του χρήματος στην Κεϋνσιανή θεωρία, η επικρατέστερη γνώμη στη βιβλιογραφία μέχρι σήμερα, είναι ότι στη «Θεωρία Προτίμησης Ρευστότητας ή Liquidity Preference Theory (LPT)», η προσφορά χρήματος προσδιορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα, ενώ η ζήτηση χρήματος εξαρτάται θετικά από το εισόδημα και αρνητικά από το ονομαστικό επιτόκιο.
Επομένως, σε αντιπαραβολή με τη νεοκλασική LFT, ο Keynes έδωσε έμφαση στο ονομαστικό και όχι στο πραγματικό επιτόκιο. Αν και στη «Γενική Θεωρία» αναφέρεται η έννοια του φυσικού επιτοκίου (το επιτόκιο που επικρατεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης), ο Keynes τόνισε ότι η ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση χρήματος σε αντιστοιχία με ότι συμβαίνει σε όλες τις άλλες αγορές του καπιταλισμού, αποτελεί περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα και μπορεί να επιτευχθεί υπό όρους και μόνο μέσω της ενεργής κρατικής παρέμβασης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Keynes, οι αγορές δεν μπορούν να εγγυηθούν την αυτόματη εξισορρόπηση της ΟΑΚ με το ονομαστικό επιτόκιο. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματά του Keynes στη «Γενική Θεωρία», ήταν ότι η ΟΑΚ εξαρτάται από το επιτόκιο και όχι το αντίστροφο. Συνεπώς, αν δεχτούμε ότι η ΟΑΚ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κεινσιανή εκδοχή του ποσοστού κέρδους (κάτι που θα αναλύσουμε περαιτέρω στη συνέχεια), ο Keynes αντέστρεψε το βέλος της αιτιότητας των νεοκλασικών, τοποθετώντας στο σημείο αφετηρίας του δικού του σχήματός το νομισματικό τομέα και όχι την πραγματική οικονομία.
Η τρίτη είναι η θεωρία που ανέπτυξε ο Marx στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου». Μία από τις θεμελιώδεις διαφορές της Μαρξιστικής (αλλά και της Κλασικής) Πολιτικής Οικονομίας από τα Οικονομικά, είναι ότι η πρώτη χρησιμοποιεί την Εργασιακή Θεωρία της Αξίας (ΕΘΑ) ως το βασικό αναλυτικό και θεωρητικό της εργαλείο. Αν και με μία επιπόλαια ματιά θα έλεγε κανείς ότι η ΕΘΑ αφορά μόνο τον προσδιορισμό των τιμών των εμπορευμάτων στη σφαίρα της παραγωγής, στην πραγματικότητα αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε ολόκληρη η Μαρξιστική νομισματική ανάλυση.
Τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μία έντονη συζήτηση ανάμεσα στους μαρξιστές οικονομολόγους με θέμα την ύπαρξη (ή μη) ενός φυσικού επιτοκίου στην ανάλυση του Marx. Από τη μία πλευρά, ο Shaikh διατείνεται ότι ο τόκος αποτελεί την τιμή παραγωγής του τραπεζικού τομέα και συνεπώς, το επιτόκιο εξισώνεται διακλαδικά με το γενικό ποσοστό κέρδους, ενώ από την άλλη, ο Fine υποστηρίζει ότι η έννοια του φυσικού επιτοκίου δεν υπάρχει πουθενά στην ανάλυση του Marx και ακόμα, ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό, κυρίως λόγω ορισμένων ιδιομορφιών του τραπεζικού κλάδου.
Αν και ένα τόσο σύνθετο ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί σε μία παράγραφο, φαίνεται πως τόσο η μία, όσο και η άλλη προσέγγιση έχουν δίκιο σε ένα μέρος τους και άδικο σε ένα άλλο. Αρχικά, ο Fine φαίνεται πως έχει δίκιο στο εξής. Στον Marx, το επιτόκιο εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο (ΔΧΚ). Εφόσον λοιπόν το ΔΧΚ δεν είναι εμπόρευμα, προκύπτει λογικά ότι το φυσικό επιτόκιο δεν είναι συμβατό με τη Μαρξική Θεωρία. Ωστόσο, από αυτό το συμπέρασμα δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι το τραπεζικό ποσοστό κέρδους δεν εξισώνεται με το γενικό. Ειδικά αν το επιχείρημα για να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο είναι τα εμπόδια εισόδου στον τραπεζικό κλάδο, μάλλον πρόκειται για ένα αδύναμο επιχείρημα, καθώς ανάλογα (ίσως και ισχυρότερα) εμπόδια εισόδου μπορεί να εντοπίσει κανείς και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Επίσης, στο θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο της ΕΘΑ, είναι εξίσου προβληματικό το να οριστεί μια φυσική τιμή για κάτι που καθορίζεται αμιγώς από τις δυνάμεις του ανταγωνισμού και όχι από τις ώρες κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας.
Τέλος, για τον Marx ήταν ξεκάθαρο ότι το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, ο τόκος αποτελεί ένα μέρος της υπεραξίας που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής. Συνεπώς, το ανώτατό όριο του επιτοκίου δίνεται από το ανώτατο όριο της τελευταίας, δηλαδή από το γενικό ποσοστό κέρδους. Σχετικά με το κατώτατό όριο του επιτοκίου, ενώ θεωρητικά είναι το μηδέν, πρακτικά είναι πάντα ένας θετικός αριθμός που εξαρτάται από το εκάστοτε θεσμικό πλαίσιο και τους συσχετισμούς δύναμης εντός της τάξης των καπιταλιστών.
Οι διαφορές της Marxικής από τις αστικές θεωρίες επιτοκίου
H ανάλυση του Marx διαφέρει τόσο από τη νεοκλασική LFT, όσο και από την Κεϋνσιανή LPT, πρώτα και κύρια στο ότι ο Marx δεν αποδέχτηκε την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου. Ουσιαστικά, η μόνη διαφορά του Keynes από τους Νεοκλασικούς, είναι ότι ενώ για τους δεύτερους η ισορροπία αποτελεί τη φυσική τάξη των πραγμάτων, για τον πρώτο είναι ένα ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται σχεδόν ποτέ χωρίς την κρατική παρέμβαση, λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών. Δηλαδή, η έννοια του φυσικού επιτοκίου υπάρχει και στον Keynes, απλά επικρατεί πιο σπάνια στο δικό του θεωρητικό σχήμα και για αυτό γίνεται δυσκολότερα διακριτή.
Φαινομενικά, η προσέγγιση του Marx δείχνει να έχει κάποια κοινά με την LFT, καθώς αμφότεροι εντοπίζουν σωστά πως η αιτιότητα ξεκινά από την πραγματική οικονομία και καταλήγει στο χρήμα. Ωστόσο, αν κοιτάξει κανείς καλύτερα, θα εντοπίσει την εξής σημαντική διαφορά μεταξύ τους. Για τη νεοκλασική θεωρία, το χρήμα είναι ένα πέπλο που λειτουργεί απλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Δηλαδή, στο νεοκλασικό σχήμα, οι νομισματικές μεταβλητές προσαρμόζονται παθητικά στις πραγματικές, χωρίς να τους ασκούν ουσιαστικά την παραμικρή επίδραση. Στον Marx αυτό δεν ισχύει, καθώς το χρήμα, ειδικά από τη στιγμή που λειτουργεί ως κεφάλαιο, δεν μπορεί να είναι ουδέτερο. Εδώ βέβαια χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί παρά το ότι ο Marx αναγνώρισε ορισμένους βαθμούς ελευθερίας στο χρήμα, ταυτόχρονα παρέμεινε σταθερός στην αντίληψή του για την πρωτοκαθεδρία της σφαίρας της παραγωγής. Αν το παραλείψει κανείς αυτό, μπορεί πολύ εύκολα να μεταπηδήσει στη θεωρία της χρηματιστικοποίησης.
Μία εξίσου σημαντική διαφορά της LFT από τη Μαρξιστική θεωρία επιτοκίου, είναι ότι στην πρώτη, η πηγή του δανειακού χρηματικού κεφαλαίου είναι το απόθεμα των αποταμιεύσεων της οικονομίας. Αντιθέτως, στον Marx, είναι το αδρανές χρήμα που θησαυρίζεται συνειδητά στο παραγωγικό κύκλωμα από τους καπιταλιστές (για μια σειρά λόγους) και διοχετεύεται σε δεύτερο χρόνο στις τράπεζες (ή στο χρηματιστήριο). Οι αποταμιεύσεις διαφέρουν από το αδρανές χρήμα στο ότι ενώ οι πρώτες αποτελούν πραγματικό πλούτο, το δεύτερο είναι απλώς μία αδρανής χρηματική μάζα.
Η ουσία πίσω από αυτήν τη φαινομενικά μικρή διαφορά, είναι ότι μόνο ο Marx αναγνώρισε ότι η λειτουργία του θησαυρισμού είναι μια από τις πιο θεμελιώδεις λειτουργίες του χρήματος. Υποστήριξε μάλιστα ότι σε αυτήν τη λειτουργία μπορεί να οφείλεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στις συνολικές πωλήσεις και τις συνολικές αγορές και επομένως, η κατάρριψη του νόμου του Say. Αντιθέτως, τα νεοκλασικά οικονομικά δεν καταπιάνονται με το ζήτημα του θησαυρισμού. Αυτό είναι απολύτως λογικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι η νεοκλασική σχολή (όπως και η Κλασική Πολιτική Οικονομία) αποδέχτηκε το νόμο του Say, μένοντας πιστή στη δογματική της αντίληψη περί αυτορρυθμιζόμενων αγορών. Προφανώς, ο θησαυρισμός όπως και κάθε άλλη πηγή ανισορροπίας δεν έχουν θέση σε ένα θεωρητικό σχήμα για το οποίο η ισορροπία είναι ότι το Κοράνι για τους Μουσουλμάνους και το Ευαγγέλιο για τους Χριστιανούς.
Σχετικά με τις διαφορές του Marx από τον Keynes, όπως αναφέραμε ήδη, στον δεύτερο το βέλος της αιτιότητας ξεκινά από το ονομαστικό επιτόκιο και καταλήγει στην ΟΑΚ, δηλαδή ξεκινά από το νομισματικό τομέα και καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι σε αντιπαραβολή με το Marxικό ποσοστό κέρδους, η Κεϋνσιανή ΟΑΚ, ακόμα και αν δεχτούμε ότι αποτελεί τον πιο αντιπροσωπευτικό Κεϋνσιανό δείκτη κερδοφορίας, δεν εξαρτάται από τα δομικά μεγέθη της οικονομίας, δηλαδή από τα συνολικά κόστη, τη συνολική υπεραξία και την παραγωγικότητα, αλλά από τις προσδοκίες για τη μελλοντική ζήτηση. Συνεπώς, διαφέρει ουσιωδώς από το Μαρξικό ποσοστό κέρδους.
Αν προεκτείνουμε τη θέση του Keynes, θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι μία οικονομία μπορεί να λειτουργεί μόνιμα σε συνθήκες ικανοποιητικής κερδοφορίας, αρκεί οι ρυθμιστικές αρχές να διατηρούν ψηλά τη ζήτηση μέσω ενός χαμηλού επιτοκίου. Αυτή η αντίληψη είναι προβληματική τόσο θεωρητικά, όσο και εμπειρικά. Θεωρητικά, γιατί αν ήταν τόσο προφανής και εύκολη η λύση ώστε να αποφεύγει το σύστημα τις αλλεπάλληλες κρίσεις κερδοφορίας που το ταλαιπωρούν επανειλημμένα, θα την είχε ήδη εφαρμόσει. Εμπειρικά, γιατί στην πρόσφατη κρίση του 2007/8 η ζήτηση ήταν αρκετά υψηλή. Συνεπώς, το πρόβλημα δεν βρίσκονταν εκεί.
Ο ισχυρισμός ότι ο νομισματικός τομέας καθορίζει τις εξελίξεις στην πραγματική συσσώρευση αν και επανεμφανίζεται στον Keynes με μία πιο συγκεκαλυμένη μορφή, υπήρχε ήδη από την εποχή του Marx. Μάλιστα, είναι αυτό που ο τελευταίος αποκάλεσε στο Κεφάλαιο «φετιχισμό του χρήματος». Σχετικά πρόσφατα μεταλλάχθηκε και πλέον φέρει τον τίτλο «θεωρία της χρηματιστικοποίησης». Ωστόσο, αυτός ο ισχυρισμός είναι το ίδιο αδόκιμος με το να προτείνει κανείς το depon σε έναν ασθενή που πάσχει από εγκεφαλική ανεπάρκεια. Όπως το depon δεν λύνει, απλά μεταθέτει το πρόβλημα του ασθενούς, έτσι και το χρήμα δεν είναι σε θέση να γιατρέψει μία οικονομία που νοσεί από δομικά αίτια. Ακόμα και αν οι αρχές ρίξουν στον πάτο το επιτόκιο, ή ακόμα και αν τυπώσουν άφθονο χρήμα, οι επενδύσεις δεν πρόκειται να ανακάμψουν όταν η κερδοφορία του συστήματος είναι χαμηλή. Άλλωστε, αμφότερες οι λύσεις δοκιμάστηκαν και απέτυχαν ήδη αρκετές φορές, με πιο πρόσφατη περίπτωση την ποσοτική χαλάρωση που αποτέλεσε έναν συνδυασμό και των δύο. Μάλιστα πριν λίγους μήνες, ο Βαρουφάκης – μέσα στις απίστευτες παλινωδίες του – είχε σπεύσει να χαρακτηρίσει την ποσοτική χαλάρωση ως την νέα προοδευτική νομισματική πολιτική par excellence (https://mera25.gr/gianis-varoufakis-mia-nomismatiki-politiki-pou-tha-anakoufize-tin-pleiopsifia-edo-kai-tora/ ). Σήμερα πάλι ουσιαστικά την καταγγέλλει καθώς αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία της πολιτικής «που δηλητηρίασε τα λεφτά της Δύσης».
Τέλος, ενώ στον Keynes το επιτόκιο καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για χρήμα, στον Marx καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση για ΔΧΚ. Εδώ συγκρούονται δύο ολότελα διαφορετικές θεωρίες χρήματος. Ενώ τόσο η Μαρξιστική θεωρία χρήματος όσο και η LPT αποδέχονται ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται και δανείζουν χρήματα, μόνο στον Marx το χρήμα λειτουργεί πρωτίστως ως κεφάλαιο. Για αυτό ο Marx ανέλυσε τις τράπεζες ως γνήσιες καπιταλιστικές επιχειρήσεις που εμπλέκονται σε διαδικασίες δανεισμού (και όχι μόνο) με σκοπό το κέρδος, ενώ ο Keynes τελικά δεν μπόρεσε να υπερβεί τη νεοκλασική αντίληψη των τραπεζών ως παθητικών διαμεσολαβητών που απλά παρέχουν ρευστό στα άτομα. Ακόμα και η κεϋνσιανή ζήτηση χρήματος για κερδοσκοπικούς λόγους δεν προσιδιάζει στη Μαρξική λειτουργία του χρήματος ως κεφαλαίου.
Η θεωρία του επιτοκίου στο άρθρο «Let the Banks Burn»
Αφού έχει τεθεί το αναγκαίο θεωρητικό πλαίσιο στη συζήτηση, είναι πλέον εφικτό να αρχίσουμε να απαντάμε στο ερώτημα που θέσαμε.
Βάσει των όσων αναλύσαμε στην προηγούμενη ενότητα, η φράση περί επιτοκίου ισορροπίας στην αγορά χρήματος έχει Κεϋνσιανές καταβολές. Υπενθυμίζουμε εδώ πως στον Keynes, το επιτόκιο είναι νομισματική μεταβλητή και προσδιορίζεται στην αγορά χρήματος από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης για ρευστότητα. Ωστόσο, υπάρχει η εξής λεπτή διαφορά. Ενώ για τον Keynes η ανισορροπία στην αγορά χρήματος αποτελούσε σχεδόν τον κανόνα λόγω της εγγενούς αστάθειας των αγορών, στο άρθρο, οι σημερινές τραπεζικές αναταράξεις οφείλονται στις πολιτικές των κρατών και των Κεντρικών Τραπεζών μετά την κρίση του 2007/8, δηλαδή σε κάποια στρέβλωση της κατά τα άλλα εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την κρίση του 2007/8, η οποία εξίσου παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μίας στρέβλωσης, που απλά διέφερε σε επίπεδο μορφής.
Το επιχείρημα ότι οι κρίσεις είναι εξωγενείς επαναδιατυπώνεται λίγο πιο κομψά άλλη μια φορά στη συνέχεια του άρθρου. Συγκεκριμένα, ο αρθρογράφος αναφέρει ότι το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα σχεδιάστηκε για να μην είναι ασφαλές και ότι το τελευταίο αδυνατεί εκ γενετής να συμμορφωθεί στις κατά τα άλλα «εύρυθμες αγορές». Έτσι, ενώ για τον Keynes (που πλέον δεν θεωρείται και από τους πιο αριστερούς οικονομολόγους στην ιστορία της οικονομικής σκέψης) οι αγορές δεν ήταν ποτέ εύρυθμες, στο άρθρο, το πρόβλημα δεν είναι οι αγορές, αλλά οι θεσμοί και εν προκειμένω, οι τράπεζες. Η αναζήτηση των αιτιών μιας οικονομικής κρίσης σε παράγοντες έξω από το ίδιο το σύστημα, ήταν ανέκαθεν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοκλασικής οικονομικής ανάλυσης.
Οι υποθέσεις της ισορροπίας και της αποτελεσματικότητας στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου με ότι αυτές συνεπάγονται για το επιτόκιο ισορροπίας, έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση ακόμα και από τους πιο επιφανείς αστούς οικονομολόγους. Χαρακτηριστικές είναι οι δουλειές των κατόχων Νόμπελ οικονομικών J. Stiglitz και R. Shiller σχετικά με την ασύμμετρη πληροφόρηση και την αστάθεια στις τιμές των χρηματοπιστωτικών τίτλων που δεν εξηγείται από την Efficient Market Hypothesis (EFH). Συνεπώς, εδώ τίθεται εύλογα το εξής ερώτημα. Σε μία εποχή όπου ακόμα και οι κορυφαίοι θεωρητικοί του συστήματος αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η ανισορροπία στην αγορά χρήματος και οι τραπεζικές κρίσεις δεν αποτελούν απλές στρεβλώσεις των κατά τα άλλα εύρυθμων αγορών, πόσο αριστερό και ριζοσπαστικό είναι να υποστηρίζει κανείς το αντίθετο;
Τώρα ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω στο 2008 και ας υποθέσουμε ότι οι ρυθμιστικές αρχές μετά την κρίση άρχισαν να «σφίγγουνε τα λουριά» στις ιδιωτικές τράπεζες αντί να τις επιδοτούν συνεχώς και να τις επιτρέπουν να εφαρμόζουν τα σαθρά επιχειρηματικά τους μοντέλα. Θα ήταν άραγε αυτό αρκετό για να αποτρέψει τα όσα ακολούθησαν, καθώς και για να διατηρήσει το επιτόκιο στο επίπεδο της ισορροπίας;
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να επιδράσουν σημαντικά σε όλα τα επιτόκια των αγορών, κυρίως μέσα από τον προσδιορισμό του επιτοκίου βάσης. Ωστόσο, αυτός ο προσδιορισμός δεν είναι αυθαίρετος. Αντιθέτως, η κάθε Κεντρική Τράπεζα ως ρυθμιστής ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, οφείλει να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών, γιατί αν δεν το κάνει, είναι πολύ πιθανό να θέσει τις τράπεζες σε κίνδυνο. Αρκεί να σκεφτούμε ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις στην οικονομία και τις τράπεζες αν η Κεντρική Τράπεζα δεν «έκοβε» φτηνό χρήμα σε συνθήκες κρίσης ώστε να εμποδίσει μια ολοκληρωτική κατάρρευση και αντίστοιχα, αν δεν αύξανε τα επιτόκια σε μία περίοδο υψηλής ζήτησης για δάνεια και τίτλους, ώστε να διατηρήσει το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής «φούσκας» σε κάποια σχετικά διαχειρίσιμα όρια.
Συνεπώς, φαίνεται πως το επιτόκιο βάσης της Κεντρικής Τράπεζας εξαρτάται από την προσφορά και τη ζήτηση για δανειακό χρηματικό κεφάλαιο που με τη σειρά τους, εξαρτώνται από τη μέση κερδοφορία της οικονομίας. Αν για παράδειγμα η τελευταία είναι χαμηλή, αυτό θα προκαλέσει τη μείωση της ζήτησης δανείων (πρόκειται κυρίως για δάνεια που χρηματοδοτούν παραγωγικές επενδύσεις) και ταυτόχρονα, την αύξηση της προσφοράς δανειακού χρηματικού κεφαλαίου, καθώς ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων δεν θα βρίσκουν επικερδή τοποθέτηση. Επομένως, θα διοχετεύονται στο τραπεζικό σύστημα αναζητώντας υψηλότερες αποδόσεις. Σε μία τέτοια συνθήκη, η Κεντρική Τράπεζα θα μειώσει το επιτόκιο βάσης. Το αντίθετο θα συμβεί σε περιόδους άνθισης-υψηλής κερδοφορίας.
Έτσι, αν και οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν μία σχετική ισχύ, δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα την πορεία των επιτοκίων. Άρα, τα επιτόκια που επικράτησαν μετά το 2008, δεν προέκυψαν από τα «καμώματα» των Κεντρικών Τραπεζών ή από την ιδιαίτερη συμπάθειά που έτρεφαν για τις ιδιωτικές τράπεζες, αλλά διαμορφώθηκαν από τις δομικές αδυναμίες των παγκόσμιων οικονομιών και συγκεκριμένα, από τη χαμηλή κερδοφορία τους. Άλλωστε, αν ανατρέξει κανείς στα εμπειρικά στοιχεία, θα διαπιστώσει πως μετά από κάθε μεγάλη κρίση (και όχι μόνο μετά την κρίση του 2007/8) τα επιτόκια μειώνονται και δημιουργούνται συνειδητά εύθραυστα τραπεζικά μοντέλα για να «πάρουν μπρος» οι επενδύσεις και να «ξεμπουκώσει» το σύστημα.
Τέλος, η αντίληψη περί της ύπαρξης ενός ενιαίου επιτοκίου αποτελεί μία υπεραπλούστευση. Στις ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες των αγορών όπου οι αποδόσεις των περιουσιακών στοιχείων, οι τιμές των μετοχών και των παραγώγων, οι αξιολογήσεις των οίκων αξιολόγησης και τα spreads των δανείων και των ομολόγων κινούνται ανελλιπώς, η μόνη σταθερά είναι η διαρκής αλλαγή. Όχι μόνο δεν υπάρχει μία ενιαία απόδοση, αλλά όλες οι αποδόσεις τείνουν να απομακρύνονται όλο και περισσότερο η μία από την άλλη. Αυτή είναι μάλιστα και η άποψη του J. Tobin, ενός ακόμα νομπελίστα οικονομολόγου που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς ριζοσπάστη αριστερό, ο οποίος κατασκεύασε ένα οικονομικό μοντέλο με πολλά χρηματοπιστωτικά assets και τις αντίστοιχες αποδόσεις τους.
3. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ ή αλλιώς ο μάγος του Οζ σε νέες περιπέτειες
Με βάση την «περισπούδαστη» θεωρητική του ανάλυση ο Βαρουφάκης προχωρά στην βασική σπεσιαλιτέ του: την κατάθεση προτάσεων πολιτικής που κινούνται στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ αποτελεί χαρακτηριστική τελευταία δημιουργία του.
Πάντα με «δημιουργική ασάφεια» (δηλαδή αναλυτικό χάος και πολιτικό τυχοδιωκτισμό) ταλαντεύεται ανάμεσα (α) σε ένα σύστημα διακανονισμού οφειλών στο δημόσιο και (β) ένα ψηφιακό χρηματοπιστωτικό σύστημα ΣΔΙΤ (σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).
Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ εισηγείται την δημιουργία ενός ψηφιακού πορτοφολιού (δηλαδή ενός καταθετικού λογαριασμού) για όλους στην Κεντρική Τράπεζα. Το τελευταίο θα είναι κάτι σαν δωρεάν τραπεζικός λογαριασμός που θα δίνει στον κάθε πολίτη τη δυνατότητα να αποταμιεύει και να συναλλάσσεται χωρίς κόστος (δηλαδή χωρίς τις προμήθειες κλπ. των ιδιωτικών τραπεζών).
Στο βαθμό που το σύστημα αυτό περιορίζεται στο διακανονισμό οφειλών, τότε θα μπορούν να γίνονται αυτόματα συμψηφισμοί για δοσοληψίες με το Δημόσιο. Δύο ζητήματα εγείρονται εδώ. Πρώτον, τον αυτοματοποιημένο συμψηφισμό οφειλών και πληρωμών με το Δημόσιο μπορεί να το κάνει απλά η εφορία με ένα καλύτερο από το σημερινό ελεεινό σύστημα της. Δεύτερον όμως, και πιο σημαντικό, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία μετατρέπει την Κεντρική Τράπεζα από τραπεζίτη του Δημοσίου σε εμπορική τράπεζα (καθώς παίρνει καταθέσεις από τους πολίτες). Πρόκειται για ένα μυθοπλαστικό σχήμα σε συνθήκες καπιταλισμού ανάλογο με τις προυντονικές ονειροφαντασίες για «δημόσια τράπεζα». Η Κεντρική Τράπεζα (ιδιωτικής είτε δημόσιας ιδιοκτησίας) στον καπιταλισμό έχει ισολογισμό (δηλαδή κόστη και έσοδα) και επίσης αποκομίζει κέρδος. Ασχολείται με τις δοσοληψίες του Δημοσίου (αν και τις τελευταίες δεκαετίες πολλές από αυτές έχουν εκχωρηθεί στις ιδιωτικές τράπεζες). Οι εμπορικές τράπεζες (ιδιωτικές είτε δημόσιες) αναλαμβάνουν όλες τις δοσοληψίες μεταξύ των πολιτών. Ουσιαστικά, όμως, αναλαμβάνουν – φυσικά έναντι αντιτίμου – να συλλέγουν αναξιοποίητα ρευστά διαθέσιμα και να τα διοχετεύουν στις καπιταλιστικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτός ο «καταμερισμός εργασίας» είναι θεμελιακό στοιχείο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν μπορεί να αναιρεθεί γιατί αλλιώς η τρίτη από τις βασικές κατηγορίες κεφαλαίου (παραγωγικό, εμπορικό, χρηματικό) ουσιαστικά καταργείται. Δεν υπάρχει καπιταλισμός χωρίς αυτές τις τρεις βασικές κατηγορίες.
Αυτές οι αντιφάσεις και οι μυθοπλασίες φαίνονται ακόμη σαφέστερα στην περίπτωση του Βαρουφάκειου ψηφιακού χρηματοπιστωτικού ΣΔΙΤ. Σε αυτή την δεύτερη περίπτωση, οι καταθετικοί λογαριασμοί των πολιτών είναι σε ψηφιακό νόμισμα. Ο Βαρουφάκης το μπερδεύει για να το κάνει πιο πικάντικο με το κρυπτονόμισμα. Πρόκειται για απίθανη ανοησία: το ψηφιακό νόμισμα είναι ένα κρατικό νόμισμα σε αντίθεση με τα κρυπτονομίσματα που είναι ιδιωτικά «νομίσματα» (δηλαδή εργαλεία κερδοσκοπίας και απάτης). Όντως πολλές Κεντρικές Τράπεζες ετοιμάζουν ψηφιακά νομίσματα. Όμως δεν σκοπεύουν να αναλάβουν καταθέσεις από το κοινό, δηλαδή να βγάλουν στην ανεργία τις εμπορικές τράπεζες. Αντιθέτως, η Βαρουφάκεια επιστημονική φαντασία προτείνει να το κάνουν έτσι ώστε με αυτό το «πορτοφόλι» ψηφιακών νομισμάτων στην Κεντρική Τράπεζα οι πολίτες θα μπορούν να κάνουν δοσοληψίες. Ψευδώς ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται ότι αυτό δεν θα έχει κόστος. Και η Κεντρική Τράπεζα έχει κόστη και θα πρέπει να έχει έσοδα για να τα καλύπτει. Επιπλέον, στη Βαρουφάκεια μυθοπλασία χρειάζονται έσοδα για να μπορεί η Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει (και να διανέμει δωρεάν!!!!) δημόσια αγαθά. Από που μπορεί να προκύψουν τα έσοδα αυτά; Μία πιθανή λύση είναι είτε κάποια προμήθεια είτε η απόδοση ενός χαμηλότερου επιτοκίου από τον πληθωρισμό (δηλαδή η πληρωμή από τους πολίτες ενός κόστους για την εγγύηση των καταθέσεων).
Στο σημείο αυτό έρχεται η σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα. Εάν οι πολίτες θέλουν υψηλότερες αποδόσεις τότε θα μπορούν να πάνε στις ιδιωτικές τράπεζες όπου όμως μάλλον δεν θα υπάρχει η εγγύηση έστω και ενός τμήματος των καταθέσεων (όπως προβλέπεται για τις εμπορικές τράπεζες). Εδώ ο Βαρουφάκης απεκδύεται την Κεϋνσιανή λεοντή του και φορά το φράκο του Αυστριακού Νεοφιλελεύθερου. Ουσιαστικά, οι ιδιωτικές τράπεζες της μυθοπλασίας του προσιδιάζουν στις επενδυτικές τράπεζες (investment banks) που οι Κεϋνσιανοί φίλοι του κατάγγειλαν ως τους βασικούς ενόχους της κρίσης του 2007/8.
Το πρώτο που παρατηρεί κανείς σε αυτήν την πρόταση είναι ότι ο ριζοσπαστισμός της φτάνει μέχρι ένα σημείο. Αυτό το σημείο είναι η αντικατάσταση του σημερινού ιδιωτικού και εκμεταλλευτικού τραπεζικού συστήματος από ένα νέο, φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα, στο οποίο η Κεντρική Τράπεζα θα έχει τον πρώτο λόγο, χωρίς όμως να παύσουν να λειτουργούν οι ιδιωτικές τράπεζες. Δηλαδή, ο ριζοσπαστισμός του άρθρου δεν φτάνει καν στο σημείο να προτείνει την πλήρη κρατικοποίηση των τραπεζών, ακόμα και μέσα στον καπιταλισμό (για κοινωνικοποίηση φυσικά ούτε λόγος). Μάλιστα, αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμα και η πρότασή για διάλυση των ιδιωτικών τραπεζών δεν είναι εντελώς καινοτόμα. Υπέρμαχοι αυτής της αντίληψης ήταν ορισμένοι οικονομολόγοι της Αυστριακής Σχολής που ως γνωστόν, ούτε οι ίδιοι θα χαρακτήριζαν ριζοσπάστες τους εαυτούς τους.
Το πιο σημαντικό είναι ότι η πρόταση για ένα φιλολαϊκό τραπεζικό σύστημα παραγνωρίζει το εξής. Στον καπιταλισμό, η τραπεζική είναι μια ακόμα «μπίζνα» που σαν όλες τις άλλες, αποσκοπεί στο κέρδος και όχι στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Αυτό δεν αλλάζει είτε αναφερόμαστε στην ιδιωτική τραπεζική, είτε στην Κεντρική Τράπεζα. Ο σκοπός ύπαρξής του τραπεζικού συστήματος στο σύνολό του, είναι να μειώσει τα διαφόρων ειδών κόστη του παραγωγικού κυκλώματος και να συμβάλλει στην επέκταση της συσσώρευσης, μέσω της συγκέντρωσης και έπειτα της μετατροπής ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους του χρήματος σε χρηματικό κεφάλαιο. Για τις χρήσιμες υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες στο σύστημα, αμείβονται πολλές φορές γενναιόδωρα με ένα σημαντικό κομμάτι της υπεραξίας. Με λίγα λόγια, το τραπεζικό σύστημα στον καπιταλισμό διευκολύνει και εξυπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Ως φυσικό επακόλουθο, η Κεντρική Τράπεζα όντας ο βασικός παίχτης ενός τέτοιου συστήματος, δεν θα μπορούσε να διαφέρει και πολύ από αυτό. Οι κεντρικές τράπεζες είναι μεταγενέστερες των ιδιωτικών τραπεζών κι όπως ισχύει και για τις δεύτερες, έτσι και οι πρώτες, δεν επιβλήθηκαν από ορισμένες δυνάμεις έξωθεν του συστήματος, ούτε «εφευρέθηκαν» μια μέρα ξαφνικά από κάποιες διάνοιες, αλλά αποτέλεσαν τα γνήσια τέκνα μιας οικονομικής αναγκαιότητας. Αυτή η αναγκαιότητα έγκειται στη ζωτική σημασία της ύπαρξης μιας «τράπεζας των τραπεζών» που θα διαχειρίζεται κεντρικά και θα ελέγχει ολόκληρο το ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα, φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία του. Η εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών συνδέεται άρρηκτα με την προσπάθεια μεγιστοποίησης των τραπεζικών κερδών και ταυτόχρονα, με την ελαχιστοποίηση του ρίσκου της χρεοκοπίας.
Σε αυτό το πλαίσιο «ναυαγεί» και η πρόταση διάθεσης των εσόδων της Κεντρικής Τράπεζας στην αγορά δημοσίων αγαθών, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι θα προκύπτουν αρκετά έσοδα για την Κεντρική Τράπεζα από μία τέτοια δραστηριότητα. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει πως ούτε καν το πιο «φιλολαϊκό» αστικό κράτος (πόσο μάλλον μία καπιταλιστική Κεντρική Τράπεζα) δεν χρησιμοποίησε ποτέ τα έσοδά του αποκλειστικά για τέτοιου είδους σκοπούς.
Έστω τώρα ότι παραλείπουμε όλα τα παραπάνω μαζί με τη χρήση του όρου «πολίτες», με την οποία η διάκριση της κοινωνίας σε τάξεις πάει περίπατο και υποθέτουμε ότι από αύριο αρχίζει να ισχύει το οικονομικό καθεστώς που προτείνεται στο άρθρο. Με ποιον τρόπο πρόκειται να επιλυθεί η βασική αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας (πλούσιων και φτωχών αν προτιμάτε); Απλώς οι πακτωλοί χρημάτων που κερδίζουν οι «πλούσιοι» από την εκμετάλλευση των «φτωχών» δεν θα φυλάσσονται πια στις ιδιωτικές τράπεζες και δεν θα αλλάζουν χέρια με τη μεσολάβησή των τελευταίων, αλλά θα διακρατούνται στα λογιστικά βιβλία μίας Κεντρικής Τράπεζας και θα κυκλοφορούν με τη δική της διαμεσολάβηση. Επίσης, εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αν μειωθούν τα κόστη συναλλαγών και διακράτησης χρήματος, το πιο πιθανό είναι να αυξηθεί περισσότερο η μάζα των κερδών και λιγότερο το εισόδημα των φτωχών.
Επιπλέον, όσο οι «πλούσιοι πολίτες» εξακολουθούν να έχουν το περιθώριο επιλογής όσον αφορά την αξιοποίηση των αδρανών χρημάτων τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές κερδοφόρας τοποθέτησής τους, ακόμα και αν αυτά τα χρήματα είναι εξασφαλισμένα σε κάποια κρατικά λογιστικά βιβλία. Μία από αυτές τις πηγές θα είναι και οι ιδιωτικές τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον θα δίνεται στους πλούσιους «πολίτες» η δυνατότητα να επενδύσουν σε ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εισπράττοντας μία ικανοποιητική απόδοση, είναι αρκετά δύσκολο έως απίθανο οι τελευταίοι να επιλέξουν αντί αυτού το θησαυρισμό σε έναν λογαριασμό σχεδόν μηδενικής απόδοσης. Έτσι, οι ιδιωτικές τράπεζες θα ξαναχτιστούν από μόνες τους, πριν καν προλάβουν να γκρεμιστούν.
Το σχέδιο ΔΗΜΗΤΡΑ διαπνέεται από μία καραμπινάτη αντίφαση τυπικής λογικής. Ενώ ορίζεται στα λόγια ως ένα απλό εργαλείο που θα μειώνει τα κόστη των συναλλαγών, όταν στη συνέχεια αναλύεται το πως θα λειτουργεί στην πράξη, εισάγεται από την πίσω πόρτα ένας μηχανισμός αυτόνομης δημιουργίας χρήματος σε εθνικό επίπεδο. Το τελευταίο φαίνεται ολοκάθαρα στο παρακάτω απόσπασμα:
Με το ΔΗΜΗΤΡΑ η Πολιτεία θα είναι σε θέση, με το πάτημα μερικών κουμπιών, να πιστώνει τους λογαριασμούς ΛΠΔ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, π.χ. ΑμεΑ, χαμηλοσυνταξιούχους, άνεργους, κ.λπ., υπερβαίνοντας τη δημοσιονομική ασφυξία, και άρα ανακτώντας βαθμούς δημοσιονομικής ελευθερίας.
Άρα, μέσω του ΔΗΜΗΤΡΑ δεν θα μεταφέρονται απλά χρήματα από τον έναν λογαριασμό στον άλλο χωρίς κόστη συναλλαγών, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα στην Ελλάδα να ασκεί δική της οικονομική πολιτική.
Είναι γνωστό ότι το δεύτερο είναι ανεδαφικό (τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα), καθώς όσο η Ελλάδα βρίσκεται στην Ευρωζώνη, δεν έχει το παραμικρό περιθώριο άσκησης ανεξάρτητης δημοσιονομικής ή νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ελέγχει τα ελληνικά δημόσια κονδύλια (τα οποία είναι δεσμευμένα για κάμποσα χρόνια λόγω των μνημονίων που υπέγραψε και ο ίδιος ο Βαρουφάκης) και ταυτόχρονα εποπτεύει το εγχώριο ιδιωτικό τραπεζικό μας σύστημα μέσω διαφόρων ρυθμιστικών κανόνων.
Αν και εφόσον αποκτήσουμε το «εκδοτικό προνόμιο», δηλαδή το δικαίωμα να «κόβουμε» δικό μας χρήμα, αυτό θα σημάνει αυτόματα την έξοδο μας από την Ευρωζώνη. Αυτά τα δύο μαζί εξ ορισμού δεν συμβαδίζουν. Οπότε, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί το εξής. Το κείμενο τελικά μιλάει για έξοδο από την Ευρωζώνη ή για παραμονή στο ευρώ με λιγότερα κόστη συναλλαγών, χωρίς όμως να έχουμε δικό μας νόμισμα;
Επομένως, το λιγότερο που οφείλει να κάνει ο Βαρουφάκης, είναι να πει καθαρά στον ελληνικό λαό χωρίς περιστροφές, εξυπνακισμούς και ψευδοεπιστημονική ορολογία εάν πρόκειται για έξοδο από την ευρωζώνη και εθνικό νόμισμα ή εάν πρόκειται απλά για μία μικρή τροποποίηση στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα μέσα στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Δεν γίνεται να είναι κανείς και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα.
Στην δεύτερη περίπτωση (δηλαδή της εντός της Ευρωζώνης δημιουργίας ενός συστήματος πληρωμών) προκύπτουν επιπρόσθετα ζητήματα.
Έστω ότι η ΔΗΜΗΤΡΑ «είναι μια ηλεκτρονική πλατφόρμα για να κάνουμε συναλλαγές αντί να πληρώνουμε τις τράπεζες. Πλατφόρμα συναλλαγών είναι, όχι νόμισμα! Δεν σχεδιάζουμε να βγούμε από το ευρώ αλλά είμαστε έτοιμοι να νομοθετήσουμε όλα εκείνα που χρειάζεται για να ορθοποδήσει η κοινωνία και η χώρα.»
Τότε, εφόσον εξακολουθούμε να είμαστε στην Ευρωζώνη, τα επιτόκια δανεισμού όπως και τα επιτόκια καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό μας σύστημα, θα καθορίζονται από το EURIBOR όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, που σημαίνει ότι και να θέλει η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα να θέσει εξωγενώς ένα εντελώς δικό της επιτόκιο καταθέσεων (άμεσο ή έμμεσο), δεν θα μπορεί να το κάνει, αν δεν το επιτρέψει πρώτα η Ευρωζώνη.
Λίγο παρακάτω προκύπτει μία νέα πολύ σημαντικότερη αντίφαση που αφορά τα οικονομικά παρελκόμενα του προγράμματος ΔΗΜΗΤΡΑ στο πλαίσιο λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς με εθνικό νόμισμα. Το κείμενο αναφέρει ότι:
«το ΔΗΜΗΤΡΑ σου εξασφαλίζει φοροαπαλλαγές που ισοδυναμούν με επιτόκιο ψηλότερο από εκείνο που σου προσφέρει η τράπεζά σου.»
Παράλληλα, στο άρθρο «Let the Banks Burn», υπάρχει το εξής απόσπασμα:
«Η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει τη σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία που βασίζεται στο ψηφιακό νέφος για να παρέχει δωρεάν ψηφιακές συναλλαγές και αποταμιεύσεις σε όλους, με τα καθαρά της έσοδα να πληρώνουν για βασικά δημόσια αγαθά».
Έχουμε και λέμε. Αν ισχύουν και οι δύο προτάσεις ταυτόχρονα, αυτό συνεπάγεται ότι η κρατική κεντρική τράπεζα θα εισπράττει τα έσοδά της από τις καταθέσεις των πολιτών, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κάνουν ανάληψη ένα σημαντικά υψηλότερο ποσό, όποτε αυτοί το επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, το κράτος θα έχει σοβαρά έξοδα, καθώς με τα χρήματα που θα συλλέγει, θα αγοράζει δημόσια αγαθά με σκοπό να τα παρέχει στο λαό.
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις οικονομικών για να αντιληφθεί κανείς ότι ένα τέτοιο επιχειρηματικό μοντέλο δεν είναι βιώσιμο στο καπιταλιστικό σύστημα, είτε εφαρμόζεται από κρατικές, είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για να το πούμε απλά, φανταστείτε μία επιχείρηση που αντλεί κεφάλαιά αποκλειστικά από τους μετόχους της, στους οποίους δίνει ένα αρκετά υψηλό μέρισμα, χωρίς μάλιστα να ασκεί η ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα ώστε να μπορεί να υποστηρίξει το spread ανάμεσα στο συνολικό μέρισμα και την αρχική τοποθέτηση του κεφαλαίου. Είναι πασιφανές ότι μία τέτοια επιχείρηση θα «μπει μέσα» πριν καλά-καλά ανοίξει.
Ας παραλείψουμε όμως και αυτήν την αντίφαση και ας υποθέσουμε ότι το παραπάνω μοντέλο είναι οικονομικά βιώσιμο. Σύμφωνα με το κείμενο:
«Έτσι, η μερική μεταφορά χρημάτων στο ΔΗΜΗΤΡΑ θα δώσει κίνητρο στις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειές τους, να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων και, γενικότερα, να πάψουν να εκμεταλλεύονται τους μικροκαταθέτες πελάτες τους.»
Δηλαδή, με τις υψηλότερες αποδόσεις που θα προσφέρει το ΔΗΜΗΤΡΑ, θα κερδίσει ένα μεγάλο μερίδιο αγοράς/πελατών από τις ιδιωτικές τράπεζες, πράγμα που θα αναγκάσει τις τελευταίες να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεών και να μειώσουν τις προμήθειές τους. Με αυτόν τον τρόπο όμως, το ποσοστό κέρδους του τραπεζικού κλάδου στο σύνολό του, θα πέσει κάτω από το μέσο ποσοστό κέρδους της οικονομίας.
Ωστόσο, όσο υπάρχει καπιταλισμός και ισχύει η αρχή του ανταγωνισμού το κεφάλαιο διαρκώς μεταφέρεται από τους κλάδους με τη χαμηλότερη στους κλάδους με την υψηλότερη κερδοφορία, αναζητώντας μεγαλύτερες αποδόσεις. Έτσι, σε αυτήν την περίπτωση θα λάβει χώρα μία μαζική αποεπένδυση από τον τραπεζικό κλάδο, με αποτέλεσμα τα επιτόκια των καταθέσεων να επιστρέψουν (και μάλιστα αρκετά σύντομα) στο αρχικό τους επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο που βρίσκονταν πριν το ΔΗΜΗΤΡΑ.
Η ουσία είναι ότι στην ελεύθερη αγορά, όπως ισχύει ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να αποσπά διαρκώς ένα μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από το μέσο, λόγω του ανταγωνισμού, ισχύει επίσης ότι κανένας κλάδος δεν μπορεί να λειτουργεί συστηματικά με ένα χαμηλότερο από το μέσο ποσοστό κέρδους. Αν και το κράτος επιδρά στον ανταγωνισμό, ο κανόνας είναι ότι μακροπρόθεσμα και ως τάση, τα ποσοστά κέρδους των επιμέρους κλάδων τείνουν να εξισωθούν.
4. Συμπεράσματα
Τις περισσότερες φορές ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με φωνές, συνθήματα, ύβρεις και επίκληση στο συναίσθημα. Σε ένα περιβάλλον γεμάτο πολιτικάντηδες και καριερίστες που χτίζουν ονόματα και περιουσίες σε βάρος του λαού, τα επιστημονικά επιχειρήματα και οι εποικοδομητικές διαφωνίες σπανίζουν.
Το βασικό συμπέρασμα του παραπάνω κειμένου είναι ότι από επιστημονικής πλευράς, οι απόψεις που εκφράζονται στο άρθρο «Let the Banks Burn» όπως και οι αντίστοιχες προτάσεις οικονομικής πολιτικής, αποτελούν ένα μείγμα αστικών-συστημικών θεωριών, με κυρίαρχη τη Νέα Κεϋνσιανή αντίληψη (δεξιός Κεϋνσιανισμός), αλλά και με έντονα τα στοιχεία τόσο της Νεοκλασικής, όσο και της Αυστριακής οικονομικής σκέψης, ειδικά σε επιμέρους σημεία. Το γενικό πνεύμα του άρθρου, είναι ότι οι εύρυθμες αγορές μπορούν να υπάρξουν στον καπιταλισμό, αρκεί να μην μπαίνουν εμπόδιο στη λειτουργία τους διάφορες στρεβλώσεις, όπως είναι οι ταξικά μεροληπτικές ρυθμιστικές αρχές, ή οι άπληστες και διεφθαρμένες ιδιωτικές τράπεζες. Για να αποφευχθούν αυτά τα εμπόδια, προτείνεται η δημιουργία ενός δήθεν φιλολαϊκού τραπεζικού συστήματος με σπονδυλική στήλη την Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα συνυπάρχει αρμονικά με τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, υποστηρίζουμε τα εξής. Εύρυθμες αγορές με κερδισμένες και τις δύο τάξεις της κοινωνίας δεν υπήρξαν και δεν πρόκειται να υπάρξουν ποτέ. Στο υφιστάμενο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, οι τράπεζες θα αποτελούν πάντα καπιταλιστικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν με γνώμονα το κέρδος, ενώ η Κεντρική Τράπεζα θα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων τους. Συνεπώς, το βασικό δίλημμα δεν είναι να επιλέξει κανείς τη βέλτιστη μορφή τραπεζικής διαχείρισης μέσα στον καπιταλισμό, αλλά το να επιλέξει αν θα πρέπει να υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στις τράπεζες ή αν θα πρέπει οι τελευταίες να βρίσκονται κάτω από κοινωνικό έλεγχο, κάτι που φυσικά προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της κοινωνίας.
Το τελευταίο όμως δεν είναι υπόθεση που αφορά συστημικούς διάττοντες αστέρες σαν τον Βαρουφάκη ούτε τους πολιτικά πειναλέοντες ψευδο-αριστερούς συνοδοιπόρους του. Αυτή είναι υπόθεση του κόσμου της εργασίας και της ανατρεπτικής Αριστεράς (δηλαδή της μόνης Αριστεράς που είναι άξια του ονόματος της).