Όσοι αφήνουν στο αστικό κράτος την αντιμετώπιση του φασισμού, είναι καταδικασμένοι να ξυπνούν με τους χειρότερους εφιάλτες τους να έχουν γίνει πραγματικότητα. Τα όσα τραγελαφικά γίνονται με την προσπάθεια της ΝΔ να αποτρέψει την κάθοδο της συμμορίας του νεοναζί Κασιδιάρη στις εκλογές είναι ενδεικτικά.
Η ΝΔ, αλλά και ευρύτερα δυνάμεις του συστήματος, φρόντισαν να φουσκώσουν τα πανιά των εθνικιστών και των φασιστών: Από τα μακεδονικά συλλαλητήρια μέχρι την… οργανωτική δουλειά του Κασιδιάρη από τις φυλακές (αλήθεια, εκείνη η γ.γ. «αντιεγκληματικής» πολιτικής Σοφία Νικολάου, που κυνήγαγε τους αναρχικούς κρατούμενους, τι έκανε;) και από τους τραμπουκισμούς στις γειτονιές μέχρι τη μετατροπή της ρατσιστικής και εθνικιστικής πολιτικής της ακροδεξιάς σε επίσημη κυβερνητική γραμμή. Τώρα τρέχουν για τις ψήφους…
Το αστικό πολιτικό σύστημα θέλει τους φασίστες, αλλά ελεγχόμενους, όπως το αφεντικό το μπουλντόγκ του. Γι’ αυτό τους ταΐζει και τους εκπαιδεύει, τους αμολά κατά του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς και τους μαζεύει μετά, τους χαϊδεύει και διαπραγματεύεται μαζί τους, όπως έκανε ο γ.γ. της κυβέρνησης Σαμαρά Τάκης Μπαλτάκος με τον Ηλία Κασιδιάρη.
Και τότε, εάν το αντιφασιστικό κίνημα είχε αφήσει τη δουλειά στις κυβερνήσεις της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ (ποιος θυμάται τα… «σταγονίδια» ακροδεξιών στην ΕΛΑΣ που έβλεπε ο Γ. Πανούσης, υπουργός ΠΡΟΠΟ) και στο «βαθύ κράτος» των δικαστών, η Χρυσή Αυγή δεν θα είχε ηττηθεί. Είναι η αντιφασιστική πάλη κυρίως στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές που ξεριζώνει τα σαπρόφυτα του φασισμού. Εκεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίζει καθοριστικό ρόλο. Η κυβερνητική ρύθμιση, που προβλέπει να κρίνεται από τον Άρειο Πάγο το εάν ένα κόμμα μπορεί να κατέβει στις εκλογές και μάλιστα με κριτήρια «δύο άκρων», κρύβει πολλούς κινδύνους για τις πολιτικές ελευθερίες.