Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
Η ΝΔ μιλάει για «εισαγόμενο» πληθωρισμό, που πλήττει όλες τις χώρες σαν ένα μετεωρολογικό χαμηλό. Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για «ακρίβεια Μητσοτάκη». Και τα δύο κόμματα «ξεχνούν» τους κύριους ωφελημένους και τους μεγάλους χαμένους μιας βαθιά ταξικής πραγματικότητας.
Ο συνεχής πληθωρισμός περιγράφεται στα κεντρικά ελληνικά ΜΜΕ περίπου ως «φυσικό φαινόμενο», το οποίο ως τέτοιο δεν κάνει διακρίσεις και χτυπά το σύνολο της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς και οι «φυσικές καταστροφές», δεν έχει τίποτα το φυσικό ούτε το δίκαιο, αλλά αντιθέτως έχει κάτι το ταξικό. Ας δούμε πώς αποτελεί έναν συστηματικό ιμάντα μεταφοράς κοινωνικού πλούτου προς τα πάνω.
Πρώτα απ’ όλα, ας απομυθοποιήσουμε το χρήμα: σκεπτόμενοι μαρξιστικά, είναι άλλο ένα εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα. Η αξία χρήσης του, η οποία μας αφορά εδώ, είναι να στέκεται ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα καθημερινά. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να δούμε τον πληθωρισμό ως μία έλλειψη των συναλλαγών που γίνονται καθημερινά σε σχέση με το «εμπόρευμα που λέγεται χρήμα», που κυκλοφορεί και ψάχνει συναλλαγές για να κατακτήσει το νόημα της ύπαρξής του. Γιατί να κάνουμε αυτό το τέχνασμα; Επειδή φέρνει στο προσκήνιο την παραγωγή σε σχέση με την κυκλοφορία χρήματος. Η επένδυση των δημόσιων χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις, καθώς και των επιχειρηματικών κερδών σε επαναγορές μετοχών και επενδυτικά προϊόντα, αποτελούν μικρό αλλά χαρακτηριστικό κομμάτι του παζλ. Ειδικά στο πλαίσιο του ευρώ, όπου δεν επιτρέπεται ελεύθερη εκτύπωση και καταστροφή χρήματος, η δημοσιονομική πολιτική που ταιριάζει στις τρέχουσες ανάγκες της γερμανικής οικονομίας αφήνει τις μεσογειακές χώρες πολύ πιο έκθετες.
Αυτά τα επιχειρήματα όμως αναφέρονται σε περιόδους προσαρμογής μηνών και χρόνων. Οι άνθρωποι λιμοκτονούμε σε μέρες και χρεοκοπούμε σε εβδομάδες. Πράγμα που σημαίνει πως κάθε μήνα κατά τον οποίο οι τιμές των προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης αυξάνονται γρηγορότερα από τους μισθούς, επιπλέον πλούτος ρέει από τον εργαζόμενο κόσμο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση του κατώτατου μισθού από τα 713 στα 780 ευρώ μεικτά έρχεται μετά από ένα χρόνο πληθωρισμού, με την ΕΛ.ΣΤΑΤ. να καταγράφει αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 9,6% για το 2022. Με άλλα λόγια, η 9,4% αύξηση του κατώτατου μισθού έρχεται μετά από ένα χρόνο συνεχούς μεταβίβασης κοινωνικού πλούτου προς τα πάνω.
Ας αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε εάν μπορούσε να ισχύσει μια γελοιωδώς εξιδανικευμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατικής ρητορείας. Ας υποθέσουμε πως είναι εφικτό να γίνεται αναπροσαρμογή των μισθών ταυτόχρονα με την αύξηση των τιμών των προϊόντων, χωρίς να πυροδοτηθεί κανένα φαινόμενο κερδοσκοπίας και χωρίς να δημιουργηθούν δευτερογενείς αυξήσεις των τιμών. Σε αυτό το σημείο είναι καταλυτικά τα συμπεράσματα της Παγκόσμιας Έκθεσης για τους Μισθούς του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) η οποία δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2022. Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος ξοδεύουν το εισόδημά τους στις βασικές ανάγκες, όπως διατροφή, στέγαση, ρεύμα και μεταφορές. Η έκθεση δείχνει πως ακριβώς αυτά τα αγαθά εμφανίζουν αυξήσεις σαφώς μεγαλύτερες του επίσημου δείκτη τιμών καταναλωτή, αποδεκατίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχών και απλά μειώνοντας τον ρυθμό αποταμίευσης των πλουσίων. Ή, με άλλα λόγια, ο «πληθωρισμός των φτωχών» είναι μεγαλύτερος από τον «πληθωρισμό των πλουσίων» κατά 0,3% έως 2% σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και το Μεξικό. Οπότε και η απλή αναπροσαρμογή των μισθών στον μέσο πληθωρισμό μετριάζει, αλλά ταυτόχρονα παγιώνει τη μεταφορά πλούτου που μόλις συντελέστηκε.
Τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος ξοδεύουν το εισόδημά τους κυρίως σε διατροφή, στέγαση, ρεύμα και μεταφορές, που έχουν και τις υψηλότερες αυξήσεις
Τα συμπεράσματα αυτά αφορούν την ελληνική πραγματικότητα; Παρόλο που δεν έχουμε τα λεπτομερειακά δεδομένα που θα θέλαμε, μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά με αρκετά μεγάλη σιγουριά. Διαβάζοντας τους πρόσφατους πίνακες της ΕΛ.ΣΤΑΤ. για τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, παρατηρούμε πως το 2022 στο βάθρο των πρωταθλητών των αυξήσεων βρίσκονταν η στέγαση (+30,66%), οι μεταφορές (+20,41%) και τα τρόφιμα, εξαιρουμένων των αλκοολούχων (+13,31%), με τιμές αναφοράς το 2020. Αξίζει να σημειωθεί πως η κατάσταση στα τρόφιμα συνεχίζει να επιδεινώνεται με βάση τα δεδομένα Μαρτίου 2023 (+23,18%).
Ένας πρακτικός κανόνας που ακολουθείται στην πολιτική οικονομία την τελευταία 40ετία είναι πως ο οικογενειακός προϋπολογισμός είναι «βεβαρημένος», εάν πάνω από το 30% του εισοδήματος δεσμεύεται από τις στεγαστικές ανάγκες (ενοίκιο, έξοδα σπιτιού, βασικοί λογαριασμοί). Το γεγονός πως η κατηγορία αυτή, μαζί με τις μεταφορές και τα βασικά τρόφιμα εμφανίζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στοιχειοθετεί τη βαθιά ταξική φύση της πληθωριστικής λαίλαπας που βιώνουμε.
Εάν αποστρέψουμε το βλέμμα μας από τα ταπεινά «τακτικά» αδιέξοδα της καθημερινής ζωής των πραγματικών ανθρώπων και επιχειρηματολογήσουμε για «τεμπέληδες εργαζόμενους της νέας γενιάς», μπορεί να φτιασιδωθεί η εικόνα; Διαβάζουμε πάλι στην Παγκόσμια Έκθεση για τους Μισθούς πως από τη δεκαετία του ‘80, η παραγωγικότητα της εργασίας κάθε χρόνο αυξάνεται παγκοσμίως με ρυθμό γρηγορότερο από την αύξηση των μισθών, πράγμα που σημαίνει συνεχή αύξηση της συνολικής αποσπώμενης υπεραξίας. Μάλιστα, η μείωση των πραγματικών μισθών λόγω πληθωρισμού το 2022 αύξησε τη διαφορά των δύο ρυθμών στις 12,6 εκατοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο παγκοσμίως. Δεν πρόκειται για παροδικό φαινόμενο, καθώς τονίζεται πως πριν την πανδημία του κορονοϊού, φαίνονταν ήδη σημάδια αύξησης αυτής της διαφοράς. Η πανδημία φαίνεται να αποτέλεσε παροδική παύση και όχι ανακοπή αυτής της τάσης.
Είμαστε, λοιπόν, πλέον σε θέση να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα το πληθωριστικό φαινόμενο και την ταξικότητά του. Δεν αρκεί ως συνθηματολογία η αναίρεση μιας αδικίας, αλλά απαιτείται χάρτα αιτημάτων με βάση τις ανάγκες και τις δυνατότητες της εποχής μας. Οι ίδιες αυτές δυνατότητες καταστούν σαφές πως χωρίς αλλαγή στην οικονομική βάση της κοινωνίας, κάθε αποσπασματικό μέτρο είναι εξ ορισμού ημίμετρο, το οποίο μπορεί εξομαλύνει παροδικά την αδικία χωρίς να την αναιρεί, ενώ ταυτόχρονα την παγιώνει για τις επόμενες γενιές.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 22-04-2023