Σεΐτ Αλντογκάν
Με την συμπλήρωση ενός χρόνου απ’ τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι ανακοινώσεις που έγιναν από τις Βρυξέλες, τη Μόσχα και την Ουάσιγκτον δείχνουν ότι δεν πάμε προς το τέλος του αλλά, αντίθετα, προς τη διεύρυνση και όξυνση των επικίνδυνων ανταγωνισμών.
Η πιο πρόσφατη ανακοίνωση του Πούτιν δείχνει ότι ακόμα και ένας πυρηνικός πόλεμος είναι ρεαλιστικό σενάριο. Το πάγωμα της συμφωνίας μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας για τα πυρηνικά όπλα και η επίσκεψη του Μπάιντεν στην Ουκρανία έδειξαν φανερά αυτόν τον κίνδυνο. Είναι γνωστό, επίσης, ότι τον τελευταίο χρόνο η Μολδαβία παίρνει μία σαφή θέση δίπλα στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία ενοχλείται από αυτό. Γι’ αυτό ο Μπάϊντεν δήλωσε ότι βρίσκεται δίπλα στη Μολδαβία γιατί ξέρει ότι η χώρα αυτή ήδη έχει μπει στο στόχαστρο της Ρωσίας. Δηλώσεις του όπως «δεν κουραστήκαμε» ή «θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε τους συμμάχους μας» δείχνουν την πορεία της σημερινής κατάστασης. Κι αυτό, ενώ μέσα σε ένα χρόνο φέρονται να έχουν χάσει τη ζωή τους πάνω από 200.000 στρατιώτες και 50.000 άμαχοι…
Την ίδια στιγμή, όπως η τουρκική αστική τάξη, έτσι και η ελληνική παίζουν ένα βρώμικο ρόλο σ’ αυτόν τον πόλεμο. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε απέραντη αμερικανονατοϊκή βάση και το καθεστώς του Ερντογάν, χτυπώντας μια στο καρφί και μια στο πέταλο, προσπαθεί να διασφαλίσει καλύτερη μερίδα. Ταυτόχρονα, κυβερνήσεις και αστικές τάξεις και στις δύο χώρες, εκμεταλλευόμενες την κρίση, εντείνουν την καταστολή στο εσωτερικό και εφαρμόζουν πολιτικές ξεζουμίσματος των εργαζομένων, για να αυξήσουν τα κέρδη του κεφαλαίου.
Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν, που βασίζεται στον επεκτατισμό, στοίχισε και συνεχίζει να στοιχίζει πολύ στους λαούς και τους εργαζόμενους της Τουρκίας. Η πολιτική αυτή προκαλεί αντιπολεμικά αντανακλαστικά. Τόσο μέσα στον κουρδικό όσο και στον τουρκικό λαό, οι αντιδράσεις οδήγησαν χιλιάδες ανθρώπους να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες με συνθήματα ειρήνης. Η συντριπτική μερίδα των λαών είναι ενάντια στους πολέμους και της ανάμειξης του τουρκικού καθεστώτος σε αυτούς. Είναι ο λόγος που ο Ερντογάν συνεχώς προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την αντίληψη ότι η Τουρκία πρέπει να βγει «κερδισμένη και δυνατή» απ’ αυτή τη συγκυρία.
Όμως η πορεία των πραγμάτων δεν δείχνει ότι θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία της Άγκυρας. Ο Ερντογάν στην αρχή του πολέμου είχε δηλώσει ότι «δεν μπορούμε να παρατήσουμε ούτε τη Ρωσία ούτε την Ουκρανία». Όπως δεν μπορεί να μην συνεχίζει να είναι ο υπηρέτης της Αμερικής και του ΝΑΤΟ. Αυτή η στάση της τουρκικής αστικής τάξης δεν εξηγείται με ουδετερότητα ή δήθεν εναντίωση στο πόλεμο – απλώς η Τουρκία είναι αναγκασμένη να πατάει σε δύο βάρκες λόγω των συμφερόντων της, καθώς επιθυμεί να συνεχίσει την επεκτατική πολιτική. Πρώτα απ’ όλα λόγω του κουρδικού ζητήματος, δεν θέλει να πληρώσει την απόδειξη που θα κοπεί στη Συρία. Η συνολική της δε εμπλοκή στις εξελίξεις της ανατολικής Μεσογείου, το Αιγαίο, το μέτωπο Ρωσίας-Ουκρανίας, τη Συρία κ.λπ. δημιουργούν μία περίπλοκη συγκυρία για την Τουρκία και δεν φαίνεται ότι η αστική τάξη και η κυβέρνηση, αυτή και η επόμενη, θα μπορέσουν να ξεμπλέξουν εύκολα.
Το επόμενο χρονικό διάστημα εξίσου σημαντικό είναι και η ενεργειακή πολιτική στην περιοχή. Η επιθυμία των Αμερικάνων και Ευρωπαίων για την απεξάρτηση απ’ τη ρωσική ενέργεια αναγκάζει να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις, γεγονός που αυξάνει τη σημασία και το ρόλο της Τουρκίας, όπως και της Ελλάδας. Η τουρκική αστική τάξη δεν θέλει να μείνει εκτός και σε αυτό το ζήτημα.
Μπροστά σε όλα αυτά, η στάση της Αριστεράς πάντα ήταν ξεκάθαρη. Κρατούσε και κρατάει μία θέση ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και επεκτάσεις. Είναι γνωστό ότι έγιναν μεγάλοι αγώνες ενάντια στην εισβολή της Τουρκίας στο Ιράκ και στη Συρία, όπως και στην ανάμειξη της Τουρκίας στους ανταγωνισμούς στην περιοχή.
Με τη συμπλήρωση, όμως, ενός χρόνου πολέμου στην Ουκρανία, τα πράγματα δεν ηρέμησαν. Αντιθέτως, έχουν πάρει μία επικίνδυνη τροπή. Τα προβλήματα παραμένουν και φαίνεται ότι θα οδηγήσουν σε πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Μοναδικός δρόμος είναι ο κοινός αγώνας των λαών και των καταπιεσμένων ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική και τους πολέμους.