Κώστας Τουλγαρίδης
Βρισκόμαστε λίγους μήνες πριν από τις εκλογές και η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ένα σχεδιασμό για την ψήφιση 30 νομοσχεδίων με τα οποία επιδιώκει μέχρι την τελευταία μέρα της βουλής να προχωρήσει σε αναδιαρθρώσεις υπέρ του κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά το τελευταίο διάστημα μπαίνουν στο στόχαστρο οι καλλιτέχνες και τα μουσεία, ενώ μαίνεται η επίθεση στην εκπαίδευση και την υγεία.
Η επίθεση στο εργατικό εισόδημα και την κατοικία συνεχίζεται, η ακρίβεια εντείνεται μαζί με την κοροϊδία των pass και η κυβέρνηση θέλει να κλειδώσει τον κατώτατο στα ψίχουλα των 751 ευρώ με την ουσιαστική συναίνεση της ΓΣΕΕ (πρότεινε 825 ευρώ μικτά), ενώ ξεδιάντροπα «ανακοινώνει αυξήσεις» το… 2024 στο δημόσιο, στη θητεία της επόμενης κυβέρνησης.
Αυτά όμως δεν ισχύουν για όλους, καθώς τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων απογειώνονται τώρα, τα χρήματα για τους εξοπλισμούς είναι ιλιγγιώδη, τα 600 ευρώ στους ένστολους έχουν ήδη δοθεί με τη βοήθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ (παρά την εκ των υστέρων αναδίπλωση), ενώ οι βαλίτσες με τα λεφτά παρελαύνουν προκλητικά στις τηλεοράσεις αποκαλύπτοντας τη σαπίλα της ΕΕ και των πολιτικών της εκπροσώπων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνει την αντιπαράθεση στη λειτουργία των θεσμών, τις παρακολουθήσεις -όχι όμως και των συνδικαλιστών και αγωνιστών- και σε ζητήματα «δημοκρατίας», που ακόμα και σ’ αυτά αφήνει απ’ έξω τους νόμους για τις διαδηλώσεις και την καταστολή, καθώς και τον νόμο Χατζηδάκη – δεν δεσμεύεται ότι θα τους καταργήσει καθώς αποτελούν και μνημονιακές δεσμεύσεις. Είναι φανερό ότι υπηρετώντας την πολιτική της ΕΕ και του κεφαλαίου, στηρίζοντας την φιλοπόλεμη γραμμή και τους εξοπλισμούς αδυνατεί να μιλήσει για πραγματικές αυξήσεις στο εργατικό εισόδημα, σύγκρουση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και το κέρδος και ανατροπή της πολιτικής της φτώχειας.
Το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα επίσης απουσιάζει εκκωφαντικά αυτή την περίοδο. Η πετυχημένη γενική απεργία στις 9 Νοέμβρη δεν βρίσκει απολύτως καμία συνέχεια
Το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα επίσης απουσιάζει εκκωφαντικά αυτή την περίοδο. Η πετυχημένη γενική απεργία στις 9 Νοέμβρη δεν βρίσκει απολύτως καμία συνέχεια. Ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός επιβεβαιώνει πλήρως ότι με την απεργία στις 9 Νοέμβρη «έβγαλε την υποχρέωση» και δε θέλει να δώσει καμία συνέχεια στους εργατικούς αγώνες, δεν θέλει προφανώς καμία σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική. Παραδίδει τον κόσμο στην αναμονή των κοινοβουλευτικών εξελίξεων χωρίς να επιδιώκει να πιέσει για να πάρουν ούτε το ελάχιστο οι εργαζόμενοι.
Όμως και το ΠΑΜΕ επιλέγει μονοσήμαντα χαμηλής έντασης αντιπαράθεση και επιμέρους αγώνες και διεκδικήσεις, που επιδιώκει να προβάλουν αιτήματα τα οποία μπορεί να φέρνει στη Βουλή το ΚΚΕ σε μια τουλάχιστον απλοϊκή αντιστοιχία που αναδεικνύει ότι μόνο το ΚΚΕ στήριξε τα αιτήματα… και άρα η διέξοδος βρίσκεται στην ψήφο σ’ αυτό! Μια λογική που εργαλειοποιεί τον ρόλο του εργατικού κινήματος στην εξυπηρέτηση της προεκλογικής καμπάνιας του ΚΚΕ και αρνείται την πραγματική ανατρεπτική του παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις και το προεκλογικό σκηνικό.
Ακόμα και την περίφημη κλιμάκωση που προσδιόριζε το ΠΑΜΕ στα επιμέρους μέτωπα με κλαδικές απεργίες απορρίπτοντας την πανεργατική συνέχεια και κλιμάκωση μετά της 9 Νοέμβρη την έχει αδυνατίσει. Και από τη δική του πλευρά απουσιάζει οποιαδήποτε απεργιακή πρόταση συνέχειας και γενίκευσης του αγώνα.
Η ΑΔΕΔΥ έχει «κατεβάσει ρολά» μετά το συνέδριο της στο όνομα της μη συγκρότησης του προεδρείου. Στο ΕΚΑ, ενόψει του συνεδρίου του, το ενδιαφέρον περιορίζεται στους συσχετισμούς. Κανένας δεν καταθέτει απεργιακή πρόταση εκτός από την Αγωνιστική Ταξική Ενότητα (ΑΤΕ ΕΚΑ). Για τη ΓΣΕΕ ούτε λόγος…
Ανάπτυξη αγώνων και πανεργατική συνένωσή τους με γενική απεργία το επόμενο διάστημα
Η αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι με το κίνημα τους πρέπει να καθορίσουν τις εξελίξεις κρίνεται αν θα μείνει θεωρητική διακήρυξη ή αποτελεί γραμμή μάχης για τις ταξικές και αγωνιστικές δυνάμεις. Μόνο ένας απεργιακός αγώνας που θα επιδιώκει να γενικευτεί ακριβώς αυτή την περίοδο μπορεί να αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να υποχρεώσει την κυβέρνηση σε υποχωρήσεις και όλες τις πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση πάνω στα αιτήματα και τις ανάγκες των εργαζόμενων. Έτσι ώστε να υπάρχει προοπτική για νίκες αλλά και δημιουργία όρων για κατακτήσεις απέναντι σε αυτή ή την επόμενη κυβέρνηση όποια κι αν είναι.
Τώρα πρέπει να επιδιώξουμε η οργή των εργαζόμενων να βρει αγωνιστική διέξοδο σε ένα γενικευμένο απεργιακό αγωνιστικό σχέδιο που θα ανακόψει τις αναδιαρθρώσεις που προωθεί η κυβέρνηση, θα διεκδικήσει πραγματικές αυξήσεις με τον κατώτατο στα 1.000 ευρώ. Θα βρεθεί απέναντι στην πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου για να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή της μαζί με κάθε διαχειριστή της. Αυτή η αναγκαιότητα μπορεί να «πατήσει» πάνω στην ευρύτερη αντίληψη ότι οι κυβερνήσεις και οι πολιτικές δυνάμεις είναι πιο «ευάλωτες» σε προεκλογική περίοδο και μπορείς να αποσπάσεις πιο εύκολα παραχωρήσεις. Να «πατήσει» πάνω στο έδαφος των σημαντικών κινητοποιήσεων και την αγωνιστική διάθεση των εργαζόμενων σε διάφορους χώρους, όπως στην εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την υγεία, πρόσφατα στους ΟΤΑ και σε χώρους του ιδιωτικού τομέα με τη διεκδίκηση ΣΣΕ και ενάντια σε απολύσεις. Καθώς και σε ένα σημαντικό ρεύμα μαζικότερων συνελεύσεων σ’ αυτούς του χώρους -πρωτόγνωρο τα τελευταία χρόνια- που δείχνει νέες δυνατότητες. Να επιδιώξουμε να ενοποιηθούν σε ένα πανεργατικό επίπεδο γενίκευσης της σύγκρουσης. Από αυτή την άποψη πρέπει τώρα οι κλαδικές απεργίες σε παιδεία, υγεία, πολιτισμό, ναυτεργάτες και αλλού όχι μόνο να έχουν συνέχεια αλλά να κλιμακωθούν σε Γενική πανεργατική απεργία προς το τέλος Φλεβάρη. Ενδεικτικά μπορεί η προκηρυγμένη απεργία στην υγεία στις 22/2 να εξελιχθεί σε πανεργατική απεργία, ενώ μεγάλος απεργιακός σταθμός μπορεί να γίνει και η απεργία στις 8 Μάρτη. Αυτή τη πρόταση πρέπει να βάλουν οι ταξικές δυνάμεις αν θέλουν να είναι χρήσιμες για τους εργαζόμενους και να την προωθήσουν μέσα από τον αγωνιστικό συντονισμό σωματείων, γενικών συνελεύσεων και επιτροπών αγώνα για να γίνει ο κόσμος της εργασίας πρωταγωνιστής και να μη μείνει θεατής των εξελίξεων.