Μαριάννα Τζιαντζή
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις υποκριτικές ικανότητες του Νίκου Ξανθόπουλου παρουσιάζει η απήχηση που είχε αυτός ο καλλιτέχνης στη βαθιά Ελλάδα της δεκαετίας του ’60.
Κάποιος είχε πει κάποτε σε έναν φίλο του ότι η μοίρα, το άστρο του Έλβις Πρίσλεϊ ήταν να γίνει «βασιλιάς της ροκ», όμως ο συνομιλητής του είχε αντίθετη γνώμη. «Όχι, η μοίρα του ήταν να γίνει φορτηγατζής στο Μέμφις. Ο Έλβις έγινε ό,τι έγινε γιατί πήγε κόντρα στη μοίρα του». Ίσως η μοίρα του Νίκου Ξανθόπουλου ήταν να γίνει υπάλληλος ή εργάτης σαν τον κυνηγημένο αριστερό πατέρα του. Ωστόσο έγινε ό,τι έγινε, κατέκτησε μια ζηλευτή θέση στον κινηματογράφο και το τραγούδι, γιατί πήγε κόντρα στη μοίρα του. Από πολύ νέος, παραδόθηκε ολόψυχα στον κόσμο των βιβλίων και στον κόσμο του θεάτρου, πάλεψε, καθιερώθηκε και αγαπήθηκε όσο άλλος κανείς Έλληνας ηθοποιός. Κέρδισε τον έπαινο του «δήμου», αν και όχι πάντα των «σοφιστών». Δεν είχε την αίγλη, π.χ., του Δημήτρη Χορν, τα αθηναϊκά σαλόνια δεν άνοιξαν για χάρη του. Άνοιξαν όμως οι καρδιές των απλών ανθρώπων — ναι, γιατί υπήρχε μια εποχή που η έννοια του «απλού ανθρώπου» δεν ήταν μια αφαίρεση, μια κατασκευή. Από την άποψη της λαϊκής αποδοχής είχε κάτι κοινό με τον Στέλιο Καζαντζίδη, μολονότι τα τραγούδια του Στέλιου θα ζήσουν περισσότερο από τις περίπου 50 ταινίες όπου πρωταγωνίστησε ο Ξανθόπουλος και από τα ωραία (κάποια πολύ ωραία) τραγούδια που ερμήνευσε στις ταινίες, τις πίστες και τις περιοδείες του στο εξωτερικό.
Ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις υποκριτικές και φωνητικές ικανότητες του Νίκου Ξανθόπουλου παρουσιάζει η απήχηση που είχε αυτός ο καλλιτέχνης στη βαθιά Ελλάδα της δεκαετίας του ’60. Ο κινηματογραφικός Νίκος ήταν το τίμιο εργατικό φτωχόπαιδο, που «με την αξία του και το φιλότιμό του κρατούσε πάντα στη ζωή ψηλά το μέτωπό του». Δεν ήταν πολιτικές με τη στενή έννοια εκείνες οι ταινίες, όμως σε όλες υπήρχε μια ταξική διαχωριστική γραμμή: από τη μια ο κόσμος των πλουσίων και από την άλλη ο κόσμος των φτωχών. Όσο και αν ο έρωτας καταργούσε αυτό τον διαχωρισμό, όσο και αν οι πλούσιοι (ή κάποτε και οι φτωχοί) απεικονίζονταν σαν καρικατούρες. Γεμάτες στερεότυπα, ως προς τη θέση της γυναίκας για παράδειγμα, ήταν αυτές οι ταινίες, όμως αυτά συνδέονταν με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής. Και κλάμα, πολύ κλάμα. Για την ορφανή, για την ξενιτιά, για την αδικία, για τον χωρισμό. Κλάμα ομαδικό μες στην κινηματογραφική αίθουσα, κλάμα που λειτουργούσε λυτρωτικά, όπως το συλλογικό γέλιο.
Ποιοι θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηριστούν «παιδιά του λαού»; Παιδί του τηλεοπτικού λαού ήταν για ένα φεγγάρι ο Ντάνος, ένας νικητής του Survivor. Ποδοσφαιριστές γίνονται κατά καιρούς παιδιά του φίλαθλου λαού, ίσως και κάποιοι τηλεμάγειρες. Παιδί του λαού έγινε για ένα διάστημα ο τραγουδιστής Παντελής Παντελίδης, ενώ στον Λεξ, αν και αγαπημένος ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας, δύσκολα μπορεί να αποδοθεί αυτός ο τίτλος. Με άλλα λόγια, είναι σαν ο λαός να έπαψε να τεκνοποιεί! Λαϊκοί καλλιτέχνες εξακολουθούν να υπάρχουν, στο σινεμά, το θέατρο, τη μουσική, όμως ο λαός αρνείται να τους αναγνωρίσει ως γνήσια τέκνα του. Σήμερα τα λαϊκά ινδάλματα επιβάλλονται από τη διαφήμιση, τα ΜΜΕ και ως ένα βαθμό από τα social media, όμως συνήθως η δόξα τους δεν κρατά πολύ.
Ορφανά είναι τα παιδιά που γυρεύουν έναν λαό και όχι ένα ίδρυμα τύπου Σταύρος Νιάρχος να τα υιοθετήσει
Του άξιζε ο τίτλος «παιδί του λαού» του Νίκου Ξανθόπουλου. Ο λαός, κυρίως ο φτωχός λαός, τον αγάπησε γιατί αναγνώριζε την αυθεντικότητα αυτού του καλλιτέχνη, την αλήθεια του, μια αλήθεια που δεν ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη που ζούσαν οι θεατές. Μένει όμως να αναρωτηθούμε αν οι «ταινίες για όλη την οικογένεια» της Κλακ Φιλμ, στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ήταν όντως «λαϊκή τέχνη». Ναι, απευθύνονταν στον λαό, ναι ο λαός τις αγκάλιασε, όμως η όποια λαϊκότητά τους είχε χρονικά και γεωγραφικά όρια. Συγκινούσαν, χωρίς όμως εκείνο το σκίρτημα, τη δόνηση που φέρνει η μεγάλη λαϊκή τέχνη, όταν καταργεί τα όρια του χρόνου, όπως συμβαίνει, π.χ. με τη Μama Roma του Παζολίνι ή το Ο κλέψας του κλέψαντος του Μονιτσέλι.
Και όμως, από μια τέχνη που δεν ήταν πραγματικά λαϊκή ή μάλλον που δεν ήταν μεγάλη τέχνη, αναδείχτηκε με το σπαθί του ένας λαϊκός καλλιτέχνης σαν τον Νίκο Ξανθόπουλο, στον οποίο αξίζει ο σεβασμός μας. Όπως αξίζει και στη Μάρθα Βούρτση και σε άλλους σπουδαίους ηθοποιούς που κέρδιζαν το ψωμί τους παίζοντας σε παρόμοιες ταινίες. Ορφανά είναι σήμερα τα παιδιά (οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί) που γυρεύουν έναν λαό –και όχι ένα ίδρυμα του τύπου Σταύρος Νιάρχος– να τα υιοθετήσει. Ορφανά στους πέντε δρόμους όπου φυσούν οι άνεμοι της παρακμής, του κυνισμού και της κονόμας.