Αλέξης Πανσέληνος, Συγγραφέας
Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος το νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, Λάδι σε καμβά (εκδόσεις Μεταίχμιο), σαν ένα ελεγείο για την χαμένη αθωότητα, για τα ματαιωμένα όνειρα που δημιουργούν οι απροσδόκητες ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων. Ένα ελεγείο μετατρέπει το προσωπικό και ιστορικό τραύμα άλλοτε σε παραίτηση και άλλοτε σε δημιουργία, κυρίως, όμως, σε ωραία λογοτεχνία. Όλα ξεκίνησαντο καλοκαίρι του 1966, λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967…
Συνέντευξη στην Αιμιλία Καραλή
▶ Ας ξεκινήσουμε με μια πάντα επίκαιρη ερώτηση: Τι χρειάζονται οι λογοτέχνες σε αυτούς τους «μίζερους» (αν τους θεωρείς μίζερους) καιρούς;
Υποθέτω ότι χρειάζονται ακριβώς για να μας γλυτώνουν από τη μιζέρια μας και να μας θυμίζουνε ότι όσο και αν γκρινιάζουμε όσο και αν είμαστε δυστυχισμένοι, όσο και αν πιεζόμαστε υπάρχει μια ομορφιά στη ζωή. Και μόνο το γεγονός ότι ζει κανείς ακόμα και υποφέροντας, είναι μεγάλη υπόθεση. Βλέπεις τους άρρωστους, ας πούμε. Κανείς δε θέλει να πεθάνει. Κανείς δεν θέλει να γλιτώσει ακόμα και από τη μιζέρια του. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουνε πράγματα στη ζωή που μας δίνουν φως και χαρά και ευχαρίστηση. Πρέπει να μην το ξεχνάμε και να μην δίνουμε το μεγαλύτερο βάρος στη δυστυχία. Η δυστυχία είναι δεδομένη στη ζωή, πιστεύω. Απλώς είναι θέμα επιλογής αν θα της δώσεις την πρώτη θέση στη ζωή σου ή θα διαλέξεις να την αντιπαλεύεις και να αντιπαραθέτεις διαρκώς με αυτήν την ομορφιά της ζωής.
▶ Στο έργο σου η ομορφιά αυτή φαίνεται και από την συνδρομή δύο μεγάλων τεχνών, της ζωγραφικής και της μουσικής. Το τελευταίο σου έργο μάλιστα έχει και αυτό τον τίτλο «Λάδι σε καμβά». Και όπως ειπώθηκε και στην παρουσίαση του βιβλίου σου είναι όντως ένας ζωγραφικός πίνακας. Και ο νεαρός πρωταγωνιστής είναι και αυτός ένας επίδοξος ζωγράφος.
Κοίταξε, υπάρχει ζωγραφική, υπάρχει μουσική, αλλά εκείνο που κυρίως υπάρχει ως εκπρόσωπος της ομορφιάς είναι η ίδια η λογοτεχνία. Η λογοτεχνία, η οποία τα αναπαράγει και τα ζωντανεύει όλα αυτά: και τη ζωή και την τέχνη. Άρα εγώ, αφού είμαι συγγραφέας, το βάρος θα το έβαζα περισσότερο στη λογοτεχνία. Μέσω της λογοτεχνίας προσπαθώ να δώσω την ομορφιά. Αν χρησιμοποιώ παραλληλισμούς με άλλες τέχνες, αυτό είναι καθαρά ζήτημα θεματικής. Αλλά η ομορφιά εδώ, σε ένα μυθιστόρημα, προέρχεται από τη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να μας δίνει την ομορφιά ακόμη κι όταν απεικονίζει το σκοτάδι της ζωής γιατί είναι η αισθητική απόλαυση που θα προσφέρει ανάταση στον δέκτη, τον αποδέκτη της. Ακόμη και σε μια τραγωδία ή σε ένα δράμα αιματηρό σαν κι αυτά του Σαίξπηρ, τελικά τι απολαμβάνεις; Την λογοτεχνία απολαμβάνεις, την δύναμη της τέχνης, την ομορφιά καθαυτή της τέχνης, όπως ένα λουλούδι, ένα ωραίο τοπίο, οτιδήποτε σου προσφέρει ομορφιά μες στην ζωή.
▶ Έχω διαβάσει κι σε έχω ακούσει να μιλάς για την ισοπεδωτική τηλεοπτική εικόνα, η οποία διαλύει αυτή την ομορφιά. Τι προκλήσεις έχει ένας λογοτέχνης σήμερα για να αντιπαρατεθεί σε αυτή την εικόνα με τις δικές του εικόνες.
Η ίδια λειτουργία της λογοτεχνίας, της τέχνης, της οποιασδήποτε τέχνης αντιστρατεύεται αυτή την στατικότητα της εικόνας. Η εικόνα είναι κάτι περιορισμένο, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο. Είναι αυτό που δείχνει – αυτό που έδειξε κάποτε. Η λογοτεχνία, η μουσική, η ζωγραφική λειτουργούν μέσα από την ερμηνεία. Αυτό δηλαδή το οποίο κάνει ο αποδέκτης της τέχνης. Αυτό είναι το στοιχείο που κινητοποιεί την δική του καλλιτεχνική πλευρά, είτε ως αναγνώστη, είτε ως θεατή μιας έκθεσης, ενός ζωγραφικού πίνακα ή ως ακροατή μιας μουσικής. Κινητοποιείται μέσα σου αυτό το στοιχείο, το καλλιτεχνικό που διαθέτεις και αναδημιουργείς κι εσύ μαζί με τον δημιουργό, αυτό που τελικά είναι η πρόσληψη (και η απόλαυση) της τέχνης. Η εικόνα είναι κάτι παγιωμένο, που δεν παραλλάσσει ποτέ.
▶ Για την τηλεοπτική μιλάμε.
Μιλάμε για τηλεοπτική, αλλά κατά την γνώμη μου ισχύει και για τον κινηματογράφο.
▶ Σε όλο τον κινηματογράφο;
Σε όλο τον κινηματογράφο. Εκεί έχω πάρει αποστάσεις. Πέρασα μια πολύ μεγάλη εποχή, ως σινεφίλ. Και θαύμασα και πήρα πολλά πράγματα. Αλλά ξαναβλέποντας τώρα ταινίες οι οποίες με είχαν γοητεύσει, ενθουσιάσει, με είχαν συγκινήσει παλιά, δεν εισπράττω το ίδιο πράγμα. Δεν μπορώ να πω το ίδιο για τα βιβλία που ξαναδιαβάζω ή τη μουσική που ξανακούω. Εκεί λειτουργεί διαφορετικά το πράγμα. Εκεί το γεγονός ότι εγώ είμαι ένας άλλος άνθρωπος που διαβάζει σήμερα τον Ντοστογιέφσκι ή τον Τόμας Μαν ή τον Προυστ ή τον Τζόις από εκείνον που το διάβασα τα 20 στα 30 μου παίζει μεγάλο ρόλο. Ούτε τα πρόσωπα ενός βιβλίου, ούτε τα τοπία, οι χώροι, η αίσθηση της εποχής, θα είναι ποτέ τα ίδια. Αλλάζουν γιατί από τις λέξεις προκύπτει μια «ερμηνεία» τους από τον αναγνώστη που θα είναι διαφορετική. Δηλαδή διαβάζω ένα διαφορετικό βιβλίο ή ακούω μια διαφορετική μουσική, γιατί σήμερα είμαι ένας άλλος. Στον κινηματογράφο πολύ δύσκολα συμβαίνει αυτό. Ο Τσερκάσωφ θα είναι πάντα ο Τσερκάσωφ, ο Σμοκτουνόφσκυ θα είναι ο Σμοκτουνόφσκυ, η Λιβ Ούλμαν, η Χάνα Σιγκούλα – θα είναι πάντα οι ίδιοι. Τα ίδια δωμάτια, τα ίδια τοπία, οι ίδιες ατάκες, ο ίδιος ήχος φωνής, το ίδιο σάουντρακ. Σταματημένα στο χρόνο της δημιουργίας τους. Η λογοτεχνία δεν θα το πάθει ποτέ αυτό.
▶ Γι’ αυτό λες κάπου «μια λέξη» είναι και ο τίτλος ενός δοκιμιακού σου έργου «Μία λέξη 1.000 εικόνες».
Πιστεύω ότι η λέξη έχει μια δυναμική, ας το πούμε έτσι, πολύ πιο ευρεία από της εικόνας. Μην ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος ξεκίνησε σαν λαϊκή διασκέδαση, πολύ διαφορετικά από ότι ξεκίνησαν η ποίηση, ή η πεζογραφία που είχαν εξ αρχής στόχους πολύ υψηλότερους. Αργότερα ο κινηματογράφος απέκτησε τη φιλοδοξία, να ανέλθει και να γίνει «η έβδομη τέχνη». Έχω πολλές αμφιβολίες αν τα κατάφερε. Γιατί το μέσο της, η στατική εικόνα, την υπονομεύει. Και όταν καταφεύγει πέρα και έξω από το βασικό της μέσο, στον λόγο, τότε τα πράγματα της αποστερούν ακόμα και την πιο βασική της επιδίωξη – την απόλαυση.
▶ Η ζωή σου σημαδεύτηκε εξαρχής από σημαντικά γεγονότα. Δηλαδή γεννήθηκες και μεγάλωσες σε εποχές πολύ κρίσιμες για τον τόπο. Πώς διαμόρφωσαν αυτά τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα την οπτική σου για τον κόσμο;
Όταν συγκρίνω τη δική μου τη ζωή με τη ζωή των γονιών μου δεν πιστεύω ότι έζησα τόσο φοβερά, μεγάλα γεγονότα. Δηλαδή πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο δεν τα έζησα.
▶ Εσύ γεννήθηκες στο τέλος της κατοχής;
Εγώ γεννήθηκα στο τέλος της κατοχής, εισέπραξα όμως πάρα πολλά από τα βιώματα των δικών μου και αυτά δούλεψαν μέσα μου. Αλλά δεν μπορώ να συγκρίνω τα βιώματα, τα δικά μου με εκείνης της γενιάς. Εγώ έζησα μια δικτατορία, μια οικονομική κρίση και μια πανδημία. Αυτά είναι τα τρομερά γεγονότα τα οποία έζησα. Ενηλικιώνεται κανείς μέσα στις συνθήκες στις οποίες γεννιέται και αναπτύσσεται και μεγαλώνει. Δεν σημαίνει ότι οι δικές μας οι γενιές είναι λιγότερο άξιες ή σημαντικές από τις παλαιότερες, αλλά η δικιά μου γενιά ήταν αρκετά πιο προνομιούχος από εκείνη των παλιότερων. Είχε και καλά πράγματα. Δηλαδή μπορέσαμε να αναπτυχθούμε πιο συστηματικά πνευματικά, είχαμε βιβλία, είχαμε κινηματογράφο, είχαμε μουσική, μπορέσαμε να κάνουμε πράγματα που εκείνοι δεν μπόρεσαν. Αυτά σταμάτησαν ξαφνικά με τη δικτατορία του ’67, αλλά η στέρησή τους δημιούργησε μια δυναμική που οδήγησε στην άνθιση της μεταπολίτευσης, όπου άλλαξαν άρδην πάρα πολλά πράγματα που σέρνονταν για αμέτρητες δεκαετίες. Βγήκαν νέοι συγγραφείς οι οποίοι άφησαν θεληματικά πίσω τα τραύματα των παλαιοτέρων και θέλησαν να δουν το μέλλον και το παρόν, το δικό τους παρόν το οποίο είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Δηλαδή γενιές σαν και αυτές που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80. Πεζογράφοι σαν τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, τον Πέτρο Τατσόπουλο, τον Άρη Σφακιανάκη, την Έρση Σωτηροπούλου. Έτσι βγήκε καινούργιο πράγμα στη λογοτεχνία που αποτίναξε τα βάρη των παλιότερων: Εμφυλίους, Κατοχές, όλη αυτή τη μιζέρια.
Πρέπει να ανατρέχει κανείς στην ιστορία για να βρει τα αίτια των σημερινών δεινών, των σημερινών παραμορφώσεων,
▶ Εσύ όμως, στο έργο σου, αναφέρεσαι σε αυτά.
Αναφέρομαι σε αυτά, άλλωστε ηλικιακά είμαι παλιότερος από αυτούς που ανέφερα. Αλλά αναφέρομαι πάντα από ένα πρίσμα σύγχρονο, σημερινό. Και επικεντρώνω περισσότερο την προσοχή στο γεγονός ότι αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να τα ξεχνάει κανείς. Πρέπει εκεί να ανατρέχει για να βρει τα αίτια των σημερινών δεινών, των σημερινών παραμορφώσεων, των σημερινών μας προβλημάτων, διότι τα πράγματα αυτά είναι μια αλυσίδα. Από τον Εμφύλιο και μετά ξεκίνησε μια ολόκληρη κατάσταση, κοινωνική και πολιτική στην Ελλάδα, η οποία ακόμα μας τυραννάει.
▶ Θεωρείς ότι η πολιτική και αισθητική κουλτούρα που διαμόρφωσαν ο Εμφύλιος και η δικτατορία έχει τελειώσει;
Νομίζω ότι για τους νέους έχει τελειώσει.
▶ Το 2012 κόμματα όπως η Χρυσή Αυγή που απηχούσαν μια τέτοια κουλτούρα στηρίχτηκαν εκλογικά από αρκετούς νέους.
Μέσα στην κρίση δηλαδή… Περισσότερο από αυτό. Εγώ πιστεύω ότι έστειλε πολύ κόσμο προς την πλευρά εκείνη το γεγονός της οικονομικής κρίσης, που έδειξε πως και το ΠΑΣΟΚ ήταν εξίσου υπεύθυνο για την οικονομική μας κατάρρευση. Υπήρξε λοιπόν μια συνολική καταδίκη και απαξίωση των παλιών κομμάτων. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και αυτή μια τέτοια αντίδραση, διότι ξαφνικά ένα κόμμα το οποίο έπαιρνε ένα 3%, αν θυμάμαι καλά, ξαφνικά βρέθηκε να κυβερνάει. Αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ, του παλιού πολιτικού κόσμου. Ο κόσμος στράφηκε είτε προς τα εκεί είτε προς τη Χρυσή Αυγή. Και είδες και τη συνεργασία του Τσίπρα με τον Καμμένο ότι ήταν ένα σημάδι της εποχής.
▶Αυτό το φαινόμενο άλλοτε υποχωρεί άλλοτε ακμάζει κι ένας ίσως από τους λόγους είναι και το ότι τα παιδιά δεν έχουν καλή σχέση με την ιστορία.
Ναι, μα κι αυτό είναι μια παρόμοια αντίδραση. Η έλλειψη καλής σχέσης με την ιστορία είναι και αυτή μια άρνηση. Αλλά και μια θέση απέναντι στο πράγμα. Ότι δηλαδή «πάψτε να μας απασχολείτε με αυτά τα οποία τυράννησαν εσάς, αλλά εμείς δεν έχουμε καμία συμμετοχή και καμία ευθύνη για αυτά. Δεν έχουμε πάρει μέρος. Τραβάμε το διάολό μας, επειδή το τραβήξατε εσείς.»
Δεν μπορείς να αδικήσεις τους νέους. Όταν δεν βρίσκουν δουλειά σήμερα δεν μπορείς να τους αδικήσεις. Πιστεύω ότι από αυτούς κάποια στιγμή θα προκύψει μια πολύ μεγάλη αλλαγή.
▶ Σε όλο το έργο σου, μια και μιλάμε για νέους, παίζουνε αποφασιστικό ρόλο οι νέοι, η νεότητα. Και αυτά τα παιδιά εμφανίζονται άλλοτε ηττημένα, οργισμένα, καταστροφείς, δημιουργοί. Και έχω την αίσθηση ότι η πορεία τους μοιάζει να προετοιμάζει την ματαίωση των ονείρων τους. Δεν υπάρχει ήρωας στο έργο σου που να έχει εκπληρώσει το όνειρό του.
Αυτό είναι αλήθεια γιατί κακά τα ψέματα δεν μπορείς να αγνοείς την πραγματικότητα, και η ελληνική πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι δυστοπική. Από οικονομική κυρίως άποψη διότι από εκεί ξεκινούν τα πράγματα όλα. Και βλέπεις τι κάνουν νέοι: Ή φεύγουν στο εξωτερικό ή προσπαθούν παραμένοντας εδώ να ξεχάσουν ότι βρίσκονται εδώ πέρα, να ξεχάσουν ότι είναι στην Ελλάδα. Κλείνουν τα αυτιά τους με ακουστικά, ακούνε μουσική στο δρόμο που περπατάνε. Προσπαθούν να είναι κάπου αλλού. Και δεν μπορείς να τους αδικήσεις. Όταν δεν βρίσκουν δουλειά σήμερα δεν μπορείς να τους αδικήσεις. Όταν παραιτούνται από δουλειές γιατί πληρώνονται με εξευτελιστικά ποσά δεν μπορείς να τους αδικήσεις. Πιστεύω ότι από αυτούς κάποια στιγμή θα προκύψει μια πολύ μεγάλη αλλαγή.
▶ Κι εγώ το πιστεύω. Με άλλο τρόπο, απρόβλεπτο, που ακόμη δεν μπορούμε να τον δούμε.
Δεν μπορούμε γιατί έχουμε προσλαμβάνουσες άλλων πολιτικών διεργασιών.
▶ Τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει κατά τη γνώμη σου έναν άνθρωπο να μην παραιτηθεί από τα όνειρά του ή να παραιτηθεί από αυτά;
Δεν παραιτείσαι όταν αυτό που κάνεις ή αυτό που είσαι έχουν βαθιές ρίζες μέσα σου.
Πάρε εμάς που γράφουμε σήμερα στην Ελλάδα, σε έναν χώρο ο οποίος είναι υποβαθμισμένος. Έχει υποβαθμιστεί και στην εκπαίδευση.
Γράφω ακόμα, γιατί έτσι έχω μάθει να ζω και αυτό μου δίνει δύναμη
▶ Ξέρεις ότι έχουν καταργηθεί όλα τα καλλιτεχνικά μαθήματα στο λύκειο.
Και αυτή η ερώτηση των παιδιών που μου είπες πριν αρχίσουμε την συνέντευξη για το «πού βρίσκει κέφι και γράφει ακόμα». Και γράφω ακόμα, γιατί έτσι έχω μάθει να ζω και αυτό μου δίνει δύναμη να εξακολουθώ να ζω, να δημιουργώ κάτι που προσπαθώ να το κάνω όσο πιο καλό γίνεται. Να ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στις αξίες που έχω εισπράξει διαβάζοντας λογοτεχνία και να προσφέρω στον εαυτό μου την ομορφιά της δημιουργίας και την ομορφιά της τέχνης, να είμαι μέρος της τέχνης, να είμαι τέχνη και εγώ ο ίδιος κατά κάποιο τρόπο, ας το πω έτσι, υπερβολικά, στο βαθμό που είναι ο καθένας. Σου δίνει δύναμη αυτό.
▶ Πώς σχεδιάζεις ένα βιβλίο; Τα έργα σου έχουν συχνά μια παράξενη και ασυνήθιστη αφορμή και πολύ ανατρεπτικό τέλος. Δηλαδή η ανατροπή, το χιούμορ ή ειρωνεία και μια μεγάλη αγάπη για τον άνθρωπο πιστεύω είναι βασικά στοιχεία του έργου σου.
Ναι, νομίζω ναι. Κοίταξε δουλεύουν μέσα μας περίεργα πράγματα τα οποία δεν τα πολυσυνειδητοποιεί κανείς. Δουλεύουν μέσα μας, είναι μέρος των αναμνήσεών μας, των βιωμάτων μας, των διαβασμάτων πάρα πολύ και όχι μόνο των δικών μας και βιωμάτων δικών μας ανθρώπων πολλές φορές που δουλεύουν μέσα μας και ξαφνικά με μια αφορμή αστράφτει μια σπίθα, μια ιδέα. Αλλά μέσα στα μυθιστορήματα μπαίνει ένας ολόκληρος κόσμος. Μπαίνουν πάρα πολλά πρόσωπα, μπαίνουν πάρα πολλές ιστορίες, πάρα πολλές συνθήκες, πάρα πολλά προβλήματα, βιώματα και έτσι πλαταίνει και γεμίζει ένα μυθιστόρημα, το οποίο, με τη δικιά μου τουλάχιστον οπτική πρέπει κατά κάποιο τρόπο να είναι μια πλατιά τοιχογραφία, να μιλάει για πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
▶ Είσαι δηλαδή του κλασσικού μυθιστορήματος, κατά τον ορισμό του Λούκατς.
Ναι, το οποίο πάντα φιλοδοξούσα να υπηρετήσω και πάντα έλεγα με τη γνωστή αλαζονεία των νέων που καταπιάνονται με κάτι: Εγώ θα δημιουργήσω αυτό που δεν υπάρχει σήμερα δηλαδή το ελληνικό μυθιστόρημα. Χάρη σε μένα θα υπάρξει μυθιστόρημα, έτσι όπως πρέπει να είναι το μυθιστόρημα. Και κατά βάση αυτή ήταν η προσπάθεια μου πάντοτε.
▶ Εμένα με είχε εντυπωσιάσει το Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια και νομίζω ότι δεν της δόθηκε η προσοχή που έπρεπε.
Νομίζω ότι δεν υπήρχε η κουλτούρα που θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Ούτε η κριτική μπόρεσε να σταθεί στο ύψος της Ζαΐδας. Αλλά ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού μπόρεσε. Εκεί γίνονται πάρα πολλά παιχνίδια. Γίνονται τα διακειμενικά παιχνίδια με τη νουβέλα του Μαίρικε και την οποία την αντιστρέφω, τη βιογραφία του Μότσαρτ την οποία χρησιμοποιώ ατόφια και πολύ ρεαλιστικά, γιατί έχω μελετήσει και όλη την αλληλογραφία του (έξι τόμους), και την περίπτωσή του σαν του πρώτου «καταραμένου ποιητή» της Ευρώπης. Του πρώτου, δηλαδή καλλιτέχνη, ο οποίος αρνείται την πατρωνία των αριστοκρατών και θέλει να υπάρξει μόνος του, με όπλο και μοναδικό του μέσο ζωής την τέχνη του, να πουλά ο ίδιος την τέχνη του και όχι να την κρύβει από τον κόσμο, χαρίζοντάς την σε έναν πλούσιο πάτρωνα. Και ταυτόχρονα και εκ παραλλήλου ο πρώτος δυτικός συνθέτης, ο οποίος όσον αφορά την όπερα αποτινάσσει τα ιταλικά λιμπρέτα και θέλει να γράψει στη γλώσσα του όπερες, στα Γερμανικά. Και πόσο διαφορετική είναι η μουσική του όταν γράφει πάνω στο γερμανικό κείμενο και πόσο διαφορετική η μουσική του όταν γράφει σε ένα ιταλικό. Και πού πήγε το μυαλό μου αμέσως; Στον Σολωμό. Ξεκινάει κι αυτός σαν ιταλός ποιητής, αλλά θέλει να γίνει ποιητής έλληνας. Και τότε γράφει άλλη ποίηση βέβαια. Στα ελληνικά γράφει εκπληκτική ποίηση, παγκόσμιας εμβέλειας πιστεύω. Και έτσι αυτοί οι δύο ανόμοιοι και ασύμπτωτοι χρονικά χαρακτήρες, μέσα από δύο προσωπεία που τους χαρίζω, τον Χρυσόστομο Μαζαρίνι για τον Μότσαρτ και τον Ροϊλό για τον Σολωμό, τους φέρνει να συναντηθούν.
▶ Ποια ήταν η αφορμή για το τελευταίο έργο;
Είναι αυτό το σκοτεινό υπέδαφος για το οποίο σου έχω πει και το οποίο ανεξερεύνητο παραμένει και καλύτερα που παραμένει ανεξερεύνητο. Κάποια βιώματα προσωπικά και κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που γνώρισα, οι οποίοι πραγματικά ματαιώθηκαν με τη δικτατορία. Δεν είχαν το τσαγανό που είχαν άλλοι. Δεν ήταν όλοι έτσι, αλλά ένα πολύ μεγάλο μέρος των ανθρώπων που βρισκόταν στο ξεπέταγμα τους τότε καυτηριάστηκε και καθηλώθηκε. Ήθελα να δώσω και αυτή την ιστορία -ας το πω σχηματικά κάπως, αλλά δεν πειράζει- του «τέλους της αθωότητας», διότι δύο από τους ήρωες του βιβλίου είναι που τραυματίζονται. Τραυματίζεται και η μικρή, η δωδεκάχρονη η Γωγώ, αλλά και ο Σπύρος που βλέπει να καταρρέει το είδωλό του στα μάτια της μικρής. Η μικρή τον θαυμάζει, είναι ερωτευμένη μαζί του και αυτό το οποίο αντικρίζει και την πληγώνει, τον πληγώνει και τον ίδιο διότι βλέπει να ξεπέφτει στα μάτια ενός αθώου πλάσματος που είναι ερωτευμένο μαζί του. Και αυτό το κουβαλάει, αυτό τον σημαδεύει. Είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, είναι αναποφάσιστος. Ουσιαστικά του υπαγορεύουν οι άλλοι τι να κάνει και τι να μην κάνει. Δεν παίρνει πρωτοβουλίες, άγεται και φέρεται. Και είναι πολλοί άνθρωποι έτσι. Έτσι καταλήγει να εγκαταλείψει ακόμα και τη ζωγραφική.
▶ Ενώ η Γωγώ το τραύμα το έκανε δημιουργία.
Ακριβώς, αυτό αντιπροσωπεύει η Γωγώ. Αυτό το βιβλίο θα μπορούσες να το πεις και «ιστορία ενός πίνακα». Δηλαδή ο πίνακας τον οποίο βλέπουμε στην τελευταία σελίδα έχει τα ξεκινήματα του το μακρύ εκείνο καλοκαίρι του ‘66 και στον έρωτα ανάμεσα στα δύο παιδιά· γιατί και ο Σπύρος την ερωτεύεται.
▶ Σε αυτό το έργο θραύεις στερεότυπα. Ας πούμε και αυτό το επικίνδυνο θέμα του έρωτα μεταξύ μιας δωδεκάχρονης με έναν 20χρονο νέο και κάνεις μια διάκριση του έρωτα από τη σεξουαλικότητα.
Ναι, ασφαλώς δεν αναζητά κάτι σεξουαλικό ο Σπύρος· αλλά ούτε η Γωγώ θα άφηνε τα πράγματα να φτάσουν σε τέτοιο σημείο. Αλλά και η Γωγώ δεν είναι ένα συνηθισμένο κοριτσάκι 12 χρονών. Αν προσέξεις, αφήνεται μια υποψία ότι ο πατέρας της την αντιμετωπίζει και αυτός πολύ ερωτικά. Την έχει ζωγραφίσει γυμνή φερ’ ειπείν, όπως υποψιάζεται ο Σπύρος; Υπάρχει μια πινελιά η οποία δίνεται και η οποία εξηγεί το πώς αυτό το κορίτσι υποδύεται πολύ πιο εύκολα τη γυναίκα απ’ ότι θα έκανε ένα άλλο παιδί της ηλικίας της, ένα 12χρονο.
Στο έργο σου υπάρχει και η ομάδα των Νέων Ρεαλιστών, υπαρκτά πρόσωπα, με τα οποία έκανες παρέα στην πραγματικότητα. Μια παρέα που πίστευε και υλοποίησε το όραμά της, το έφτασε ως το τέλος, εν αντιθέσει με τον πρωταγωνιστή του έργου.
Ναι και τελικώς έκαναν και την έκθεση στο Γκαίτε μέσα στη δικτατορία και πήγανε οι χαφιέδες να δουν τι τρέχει και είδαν κάτι μπουγάδες στους πίνακες, κάτι μπουκάλια κόκα κόλες, κάτι απορρυπαντικά που έκανε ο Κατζουράκης τότε. Δεν είδαν τίποτα. Αλλά είδαν την Ελλάδα της εποχής, αυτό το χάλι και όχι την τουριστική Ελλάδα, το φως ή το απέραντο γαλάζιο. Είδανε παράλληλα έναν σκουπιδοτενεκέ ή έναν εργάτη, όπως κάθεται με το φανελάκι στα σκαλοπάτια μιας μονοκατοικίας στα προσφυγικά και καπνίζει. Είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για το αν θα κάνουν την έκθεση. Θα θεωρηθεί ότι κάνουν πλάτες στη δικτατορία ή θα θεωρηθεί και θα μπορέσει ο κόσμος να καταλάβει βλέποντας τα έργα ότι διαμαρτυρόμαστε και κάνουμε αντίσταση; Και την κάνουν την έκθεση. Εγώ βάζω την παρέα του Σπύρου να μην την κάνει.
▶ Και μια τελευταία ερώτηση. Έχουν μεταφραστεί τρία βιβλία σου. Πιστεύεις ότι έχει η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, τη θέση που της αρμόζει στον διεθνή χώρο;
Όχι, δεν έχει και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από καμία άλλη. Έχουμε πολύ καλή λογοτεχνία. Είναι μικρή η γλώσσα μας. Έναν Γερμανό, έναν Γάλλο, έναν Άγγλο τον διαβάζει πολύς κόσμος που δεν είναι Γερμανοί, Γάλλοι ή Άγγλοι, γιατί είναι γλώσσες μεγάλες που διαδίδονται. Έχουν ήδη ένα μεγάλο κοινό, ούτως ή άλλως. Η Ελλάδα πρέπει να μεταφραστεί υποχρεωτικά. Διότι ποιος τα διαβάζει στα ελληνικά Βαλτινό ή Βιζυηνό ή Σεφέρη ή δεν ξέρω ποιον. Δεν θα τους διαβάσει κανείς στα ελληνικά. Η μετάφραση για να γίνει πρέπει να προωθηθεί από το υπουργείο Πολιτισμού το δικό μας και να επιδοτηθεί. Δεν γίνεται χωρίς προώθηση, μπορεί να μην μας αρέσει, αλλά έτσι γίνεται παντού. Ποιος μαθαίνει σήμερα νέα ελληνικά; Και οι νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό μετά την κρίση, την οικονομική κρίση έκλεισαν όλες γιατί έπαψαν να τις επιδοτούν.