Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ο θάνατος του έκπτωτου βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ γεννά σκέψεις για τον πολιτικό ρόλο του βασιλικού θεσμού γενικότερα και ιδιαίτερα στη χώρα μας. Στην Ελλάδα η βασιλεία έπαιξε εξαιρετικά αντιδραστικό ρόλο και ήταν σημαία των συντηρητικών αστικών δυνάμεων.
Ο θεσμός της βασιλείας εμφανίστηκε με την εγκαθίδρυση των εκμεταλλευτικών συστημάτων και διατηρείται σε ορισμένες χώρες, αποψιλωμένος από πραγματικές εξουσίες, ως σήμερα. Ο θεσμός αυτός χαρακτηρίζεται από ακραία αυταρχικότητα, αφού ο βασιλεύς ως ανώτατος άρχων δεν εκλέγεται, αλλά αναλαμβάνει, ακόμη και σήμερα, όπου διατηρείται, την εξουσία κληρονομικώ δικαιώματι. Εκφράζει την ενότητα της εκάστοτε εκμεταλλεύτριας κυρίαρχης τάξης και επιβάλλει τα συμφέροντά της και με τη βία, όταν χρειάζεται. Από το στάδιο της φεουδαρχίας η βασιλική εξουσία περιορίζεται. Η εξουσία αποκεντρώνεται και περιέρχεται ουσιαστικά στην κυρίαρχη τάξη των φεουδαρχών.
Στην εποχή του καπιταλισμού, στην προοδευτική φάση του, πραγματοποιούνται αστικές επαναστάσεις, ορισμένες καταργούν τη βασιλεία, με κορυφαία έκφραση την Γαλλική Επανάσταση. Η βασιλεία, όπου διατηρείται, στερείται σε μεγάλο βαθμό από πραγματικές εξουσίες, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Αυστροουγγαρία μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και στη συνέχεια όμως, η βασιλεία διατήρησε σημαντικές εξουσίες σε ορισμένες περιφερειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, Αραβικά και Ασιατικά κράτη (Ιαπωνία, Ταϊλάνδη κ.ά.).
Στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη, στα οποία η βασιλεία υφίσταται αποστερημένη από εκτελεστική εξουσία, εντάσσεται ως θεσμός στο αστικό κράτος και συμβάλλει στη διατήρηση και αναπαραγωγή του συστήματος, συμβολίζοντας την αναγκαιότητα διατήρησης της εθνικής ενότητας και αναπαραγωγής του υφιστάμενου καπιταλισμού.
Μετά τη νίκη της Επανάστασης του 1821, βασίλεψαν στην Ελλάδα δύο βασιλικοί οίκοι: O Οίκος Βίτελσμπαχ, με εκπρόσωπο τον βασιλέα Όθωνα, από το 1833 ως το 1862, και ο Οίκος Γκλύξμπουργκ, που βασίλεψε από το 1863 ως το 1974. Ο Οίκος των Γκλύξμπουργκ, μέσα από μία μεγάλη σειρά γεγονότων, όπως εδαφικές προσαρτήσεις, οικονομική πτώχευση, Μακεδονικός Αγώνας, εξεγέρσεις, βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ και Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, εμφύλιος πόλεμος, πραξικοπήματα και δικτατορίες, πρωταγωνίστησε αρνητικά στην ελληνική ιστορία.
Ο Κωνσταντίνος Γκλύξμπουργκ ανακηρύχθηκε βασιλιάς στις 6 Μαρτίου 1964, την επομένη του θανάτου του πατέρα του, σε ηλικία 24 ετών. Στις 15 Ιουλίου του 1965 προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, μην αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του πρωθυπουργού να αναλάβει προσωπικά το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια, διέσπασε το κυβερνών κόμμα της Ένωσης Κέντρου, διορίζοντας τις βραχύβιες κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα (15 Ιουλίου 1965) και Ηλία Τσιριμώκου (20 Αυγούστου 1965), οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης. Τελικά, στις 17 Σεπτεμβρίου 1965 διόρισε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Στέφανο Στεφανόπουλο, η οποία διατηρήθηκε στην εξουσία επί 15 περίπου μήνες. Στις 22 Δεκεμβρίου του 1966 διόρισε υπηρεσιακή κυβέρνηση, υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η οποία έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και στις 3 Απριλίου του 1967, διόρισε πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών.
Στην κρίσιμη αρχική φάση του πραξικοπήματος, ο βασιλιάς συνέβαλε αποφασιστικά στη νομιμοποίηση και εδραίωσή του
Λίγες μέρες αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1967 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα από τμήμα του στρατού, το οποίο κατάργησε την αστική δημοκρατία. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα, αφού είναι υπεύθυνος για την πολιτική κρίση και την κυβερνητική αστάθεια, την οποία οι πραξικοπηματίες επικαλέστηκαν, μαζί με τον δήθεν κίνδυνο κομμουνιστικού κινήματος, ως αιτία για την επιβολή εκ μέρους τους της στρατιωτικής δικτατορίας. Ο Κωνσταντίνος, αν και επικαλείται εύσημα για την αντιδικτατορική δράση του, συνεργάστηκε με τη χούντα, υποδεικνύοντας για πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Κόλλια και προσυπογράφοντας τον διορισμό της υπ’ αυτόν κυβέρνησης. Έτσι, στην κρίσιμη αρχική φάση του πραξικοπήματος, ο βασιλιάς συνέβαλε αποφασιστικά στη νομιμοποίηση και εδραίωσή του.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1967 οργάνωσε κίνημα-οπερέτα κατά της Απριλιανής Χούντας, επιδιώκοντας να ελέγξει ολοκληρωτικά την εξουσία, επιβεβαιώνοντας έτσι τις φήμες ότι στους κόλπους του Στρατού δρούσε «χούντα των στρατηγών» υπό τον έλεγχό του. Παρά το αντιδικτατορικό προφίλ που καλλιεργούσε, δήλωνε πρόθυμος να επιστρέψει στην Ελλάδα άνευ όρων και να συγκυβερνήσει με τους πραξικοπηματίες. Αυτή η στάση του επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ήταν αντίθετος και δεν είχε καμία συμμετοχή στη διεθνή πίεση προς τη δικτατορία για την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών.
Μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας στην Ελλάδα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 πραγματοποιήθηκε στη χώρα δημοψήφισμα για το πολιτειακό, το οποίο με ποσοστό 69,18% της αποφάνθηκε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και της κατάργησης του θεσμού της βασιλείας.